ΚΥΚΛΩΜΑ ΑΠΑΤΗΣ ΜΕ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ
Είναι πολλές οι πληροφορίες που θέλουν ανυποψίαστοι καταναλωτές να γίνονται θύματα επιτήδειων που ασχολούνται με τις αγοραπωλησίες αυτοκίνητων και εξαπατούν τους υποψήφιους πελάτες
Για το τι σηματοδοτεί η 18η Οκτωβρίου 1981 για τη χώρα, για το τι συνέβη εκείνη τη μακρινή ημέρα όταν η λαϊκή απαίτηση για «Αλλαγή» γινόταν πραγματικότητα μέσα από τις κάλπες των εθνικών εκλογών, μπορεί να το περιγράψει μόνο όποιος το έζησε εκ του σύνεγγυς, κάποιος από τους «ανθρώπους του Ανδρέα» που έκλαιγαν πίσω από την εξέδρα στο Σύνταγμα όταν ο Παπανδρέου άρχιζε με το «Δημοκρατικέ λαέ των Αθηνών, απόψε ανασταίνεται ο ελληνικός λαός…».
Η πορεία του ΠΑΣΟΚ από την ίδρυσή του μέχρι την ανάληψη της εξουσίας, σαν σήμερα πριν από 39 χρόνια, ήταν ταυτόχρονα και ανοδική και ανηφορική. «Ήταν ένας δρόμος στρωμένος και με αγκάθια και με ροδοπέταλα», όπως μου αφηγείτο ένας από τους στενούς συνεργάτες του Ανδρέα Παπανδρέου πολλά χρόνια αργότερα. Οι νεωτερικές ιδέες του σοσιαλισμού, στις οποίες γινόταν κοινωνός ο ελληνικός λαός μετά από μια δύσκολη πολιτική περίοδο, δεν συναντούσαν μόνο ευήκοα ώτα, συναντούσαν και αντιδράσεις ακόμα και εντός του κινήματος. Η «παιδική ασθένεια» που εκδήλωσε σχεδόν αμέσως μετά την εκλογική επιτυχία του 1974, όταν με την πρώτη κάθοδό του σε εθνικές εκλογές συγκέντρωσε το 13,6% και εξέλεξε 15 βουλευτές, κατέληξε σε έναν άσχημο ακρωτηριασμό το 1975. Στις αρχές του χρόνου, το δίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου μέσα από ζυμώσεις και διαφωνίες που οδήγησαν σε ανοιχτή σύγκρουση, ο Παπανδρέου διέγραψε τα στελέχη του κινήματος που προέρχονταν από τη Δημοκρατική Άμυνα, οι οποίοι λειτουργούσαν εντός του κόμματος ως ξεχωριστή ομάδα. Η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος διαλύθηκε, καθώς διαγράφηκαν 48 από τα 75 μέλη της, ανάμεσά τους οι Σάκης Καράγιωργας, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Μελίνα Μερκούρη, Βασίλης Φίλιας, Στέλιος Νέστωρ και πολλά ακόμα πρωτοκλασάτα ονόματα του ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου. Με κάποιους εξ αυτών οι δρόμοι τους ξανασυναντήθηκαν με του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, όπως της Μελίνας, του Χρήστου Ροκόφυλλου και της Αμαλίας Φλέμινγκ. Με κάποιους άλλους, όχι. Όμως ο δρόμος του νεογέννητου ΠΑΣΟΚ προς την εξουσία συνεχιζόταν. Μέσα από μια ακόμα κρίση, το 1976, και έναν νέο γύρο διαγραφών, ο Ανδρέας χαράζει το προσωπικό στίγμα στο κόμμα, εκπονεί με τους στενούς συνεργάτες του ένα νέο πρόγραμμα, πιο μετριοπαθές σε σχέση με αυτό του 1974, αλλά και την ιδρυτική διακήρυξη, και καταλαμβάνει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποσπώντας το 25,34 % των ψήφων και εκλέγοντας 93 βουλευτές.
Με τη δύναμη αφενός της κοινοβουλευτικής ομάδας, αφετέρου των τοπικών οργανώσεων που στήνονται από μέρα σε μέρα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και μιας βάσης που αριθμούσε παραμονές των εκλογών του ’81 πάνω από 300.000 ενεργά μέλη –τους «πρασινοφρουρούς» κατά τη Νέα Δημοκρατία– το ΠΑΣΟΚ επικοινωνεί τα συνθήματά του σε πλατιά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας. Κι όλα, τόσο αυτά που αφορούν στην εθνική γραμμή της χώρας και την ανάγκη ανεξαρτησίας της από κάθε είδους κηδεμονίες με το περίφημο «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», όσο κι εκείνα που αφορούν στην αναδιανομή του πλούτου της χωρίς αποκλεισμούς, και κυρίως αυτά που αφορούν στην εμβάθυνση της Δημοκρατίας, αγγίζουν το λαϊκό αίσθημα. Οι πρόσφατες πολιτειακές περιπέτειες της χώρας και ο ρόλος των ξένων δυνάμεων, κυρίως των Αμερικανών, ήταν θέμα που «πίκαρε» στις καρδιές των δημοκρατικών πολιτικών και αυτά που έλεγε ο Ανδρέας –όσο κι αν δυσκολεύτηκε ως πρωθυπουργός να τα κάνει πράξη– περί εξόδου των στρατιωτικών βάσεων ή ακόμα και νέας εξόδου από το ΝΑΤΟ όσο δεν λυνόταν το Κυπριακό, ακούγονταν ως βάλσαμο στα αυτιά των Ελλήνων. Όπως ακούγονταν και οι ρηξικέλευθες, σχεδόν ριζοσπαστικές, απόψεις του προκειμένου να μπουν τα θεμέλια μιας νέας Ελλάδας στην οποία θα έχουν δικαίωμα και οι μη προνομιούχοι πολίτες της, οι χαμηλόμισθοι, οι συνταξιούχοι, οι «μεροκαματιάρηδες» της καθημερινότητας, μέσα από μια σειρά οικονομικών μέτρων που άνοιγαν την κάνουλα αλλά πλέον «έτρωγε και ο φτωχός».
«Κάθε μέρα, κάθε ώρα, σε όποιο τόπο και αν πηγαίναμε ήταν μια γιορτή, γιορτή απελευθέρωσης και δημοκρατίας». Με αυτά τα λόγια περιέγραφε τις τελευταίες ημέρες πριν από τις εκλογές το ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και στενότερος συνεργάτης του Ανδρέα, ο αείμνηστος Αντώνης Λιβάνης. Και αυτό το κλίμα έβρισκε εύγλωττη αποτύπωση στις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις του 1981.
Στις αρχές εκείνης της μακρινής δεκαετίας του ’80, όταν ο Έλληνας, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, πραγματικά ήλπιζε και εμπνεόταν από τους πολιτικούς ηγέτες αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι ήταν «φρέσκια» η 3η Δημοκρατία και όσα απέρρεαν από αυτήν, είτε αφορούσαν τους θεσμούς της, είτε τα δικαιώματα των πολιτών, η κοινωνία απολάμβανε τα δημοκρατικά κεκτημένα της. Με αρκετή δόση κιτς και υπερβολής, ιδίως κρίνοντας με τα σημερινά δεδομένα, η προεκλογική περίοδος εξελισσόταν σε ένα πολυήμερο πανηγύρι: Πλαστικές σημαίες, φέιγ βολάν και πανό, αυτοκίνητα με μεγάφωνα που διέσχιζαν τις γειτονιές στις πόλεις και τα χωριά στην επαρχία για να ενημερώσουν για τις επικείμενες ομιλίες των πολιτικών αρχηγών. Σε αυτό το πνεύμα, και με τον κόσμο να συμμετέχει ψυχή τε και σώματι σε εκείνες τις εκλογές του ’81, η χώρα θα γνωρίσει τις μεγαλύτερες μέχρι τότε πολιτικές συγκεντρώσεις στην ιστορία της. Είναι εκείνες στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα του Ανδρέα Παπανδρέου, δύο συγκεντρώσεις που στην κυριολεξία άλλαξαν τα δεδομένα των προεκλογικών εκδηλώσεων και τις έθεσαν στο επίκεντρο ως επικοινωνιακό όπλο για επίδειξη ισχύος επί του αντιπάλου.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι οι δύο συγκεκριμένες συγκεντρώσεις στάθηκαν αφορμή για να εξωτερικεύσει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας τη θέση του για αλλαγή στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Και, κυρίως, για να ξεδιπλωθεί σε όλο της το μεγαλείο αυτή η μοναδική σχέση που είχε ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με τον λαό, αλλά και το χάρισμα του ίδιου να γοητεύει τα πλήθη «από το μπαλκόνι». «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία», «δεσμευόμαστε ότι θα τηρήσουμε το συμβόλαιο τιμής με τον ελληνικό λαό», «ήρθε η ώρα για τη μεγάλη αλλαγή, ήρθε η ώρα για τη νέα Ελλάδα», έλεγε ο Παπανδρέου, «Μαζί σου, Ανδρέα, για μια Ελλάδα νέα», παραληρούσε το πλήθος, «μαζί θα προχωρήσουμε», απαντούσε εκείνος.
Πίσω από αυτήν τη ρομαντική εικόνα, κρύβονται και λιγότερο ρομαντικά ζητήματα. Όπως, για παράδειγμα, ότι μετά από εκείνες τις ημέρες ο όρος «κινητοποίηση για την ομιλία του αρχηγού» πήρε επιστημονική διάσταση. Γιώργος Παναγιωτακόπουλος και Κίμωνας Κουλούρης αναδεικνύονται σε μετρ της διοργάνωσης των ομιλιών, οι τοπικές οργανώσεις απ’ άκρου εις άκρον ενεργοποιούνται, πούλμαν και αεροπλάνα επιστρατεύονται και η τηλεσκηνοθεσία με τον «δάσκαλο» Τάσο Μπιρσίμ γνωρίζει ημέρες δόξας. Όμως, ακόμα κι έτσι, δεν μπορεί να αμαυρωθεί η εικόνα του πλήθους από την Κηφισίας και τη Βασ. Γεωργίου μέχρι την Πατησίων και τη Γ΄ Σεπτεμβρίου ή από την κοσμοπλημμύρα στην παραλιακή της Θεσσαλονίκης στην ομιλία της 14ης Οκτωβρίου.
Μιας και γίνεται αναφορά στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ, θα ήταν άδικο να παραληφθεί η συγκέντρωση των Σερρών, δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, όταν λόγω της ισχυρής και πολύωρης νεροποντής γίνονται σκέψεις ακύρωσής της. Κι όμως, ήταν τέτοια η επιθυμία των συγκεντρωμένων να δουν τον Παπανδρέου στην πόλη τους, ώστε και την πλατεία γέμισαν ασφυκτικά αρκετή ώρα πριν από την προγραμματισμένη ώρα της ομιλίας και παρέμειναν στις θέσεις τους καθ’ όλη τη διάρκειά της. Όπως άδικο θα ήταν να παραληφθεί και η ομιλία στην πλατεία Ελευθερίας του Ηρακλείου, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου μίλησε μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες Κρητικούς, μια πρόγευση του τι θα ακολουθούσε στις κάλπες, τα αποτελέσματα των οποίων έδωσαν στην Κρήτη το προσωνύμιο «το πράσινο νησί». «Απόψε κάνει ξαστεριά», άνοιγε την ομιλία ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, για να πει στη συνέχεια, εμπνεόμενος από τον τόπο και το πλήθος, ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, δεν ανήκει σε ξένους προστάτες, σʼ αυτήν τη χώρα δεν έχουν θέση οι ξένοι προστάτες. Η κυβέρνησή μας δεσμεύεται ότι δεν θα παραχωρηθεί καμιά σπιθαμή εναέριου, θαλάσσιου, υποθαλάσσιου ή χερσαίου ελληνικού εδάφους»…
Η ημερομηνία της 18ης Οκτώβρη 1981 σφραγίζει την ελληνική κοινωνία, σηματοδοτώντας την παράδοση της σκυτάλης από τη δεξιά παράταξη σε σοσιαλιστική κυβέρνηση. Το σύνθημα «Αλλαγή» θα συνδεθεί με την απόλυτη επικράτηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με 48,07% και 172 έδρες στο πολιτικό σκηνικό. Στον αντίποδα, στις 18 Οκτώβρη 2020 το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα, που άλλοτε θριάμβευε στις εθνικές εκλογές, έχει ποσοστό μόλις 8,10%! Διαθέτει 21 έδρες στο Κοινοβούλιο και πολλά κορυφαία στελέχη του αλλά και ψηφοφόροι έχουν μετακομίσει σε άλλα κόμματα κι ακούγεται διαρκώς πως θα συνεχιστεί αυτό.
Καίτοι τρίτο κόμμα στη Βουλή με επικεφαλής τη Φώφη Γεννηματά και, παρά τον διακαή πόθο να έχει ποσοστό διψήφιο στις εθνικές εκλογές, από άποψη εδρών είναι πολύ μακριά από το 2ο κόμμα, που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Μοιάζει δε, ώρες-ώρες, ωσάν ξεπεσμένη κοντέσα, που αναζητά τ’ αλλοτινά της μεγαλεία. Παρ’ ότι το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ παραμένει ισχυρός παίκτης στο πολιτικό σκηνικό ως τρίτος πόλος, είναι αποδυναμωμένο. Έτσι, ο Γιώργος Παπανδρέου κι ο Ευάγγελος Βενιζέλος κι ο αλληλοσπαραγμός τους, τους αναδεικνύει σε μοιραία πρόσωπα, που συνέβαλαν και στην αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ και στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό.
Η είσοδος του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στην ελληνική πολιτική ζωή σηματοδότησε μεγάλες αλλαγές και ουσιαστικές τομές στην καθημερινότητα, τις διεθνείς σχέσεις, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, το Δίκαιο, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της χώρας, τη δημόσια διοίκηση, το γυναικείο κίνημα. Κορυφαία στιγμή του, με σφραγίδα Πεπονή, το ΑΣΕΠ, ο μοναδικός θεσμός, μετά τις πανελλαδικές εξετάσεις, που έδωσε περιεχόμενο στην Ελλάδα στη λέξη «αξιοκρατία».
Σήμερα το ΠΑΣΟΚ έχει μετονομαστεί σε ΚΙΝΑΛ, παραμένει ενεργό, ως 3ο κόμμα σε εκλογική δύναμη από τα έξι που υπάρχουν στη Βουλή, αλλά έχει χάσει τη δυναμική και την αίγλη του παρελθόντος. Οι ελπίδες ορισμένων να ξαναβρεθεί στη δεύτερη θέση μετά την υπογραφή του Γ΄ μνημονίου από τον Αλέξη Τσίπρα, μέχρι στιγμής έχουν αποδειχτεί φρούδες, ενώ πολλοί θεωρούν πως έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο. Παραμένει σε χαμηλό ποσοστό, αν και η έξοδος Ευάγγελου Βενιζέλου από τα ψηφοδέλτια δεν του στοίχισε. Ωστόσο, υπάρχουν και οι αισιόδοξοι στο κίνημα, που θεωρούν ότι μπορεί ν’ ανακάμψει, αρκεί να γίνουν κάποιες δομικές αλλαγές.
Η φρενήρης πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την εξουσία παρέμεινε σταθερή από το 1981 κι έπειτα, μ’ ένα μικρό διάλειμμα την περίοδο του «βρώμικου ’89» και τις συγκυβερνήσεις ή το διάστημα της εξουσίας Κώστα Μητσοτάκη. Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα ήταν το ΠΑΣΟΚ, αν δεν αρρώσταινε ο Γιώργος Γεννηματάς, που είχε ευρεία λαϊκή αποδοχή, ή αν δεν στήριζε τον Αντώνη Τρίτση η Νέα Δημοκρατία για τον δήμο Αθηναίων. Στους στενούς του συνεργάτες, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε εκμυστηρευθεί πως έβλεπε ως συνεχιστή του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Η αυλαία για τον Θεόδωρο Πάγκαλο, όμως, έπεσε νωρίς, όταν έχασε από τον Δημήτρη Αβραμόπουλο τον δήμο Αθηναίων κι ο Αρβανίτης πολιτικός στήριξε τον Κώστα Σημίτη.
Αρχής γενομένης από παρακμιακά φαινόμενα την περίοδο της διακυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, ο εμφύλιος εσωκομματικός σπαραγμός θα είναι ένα μόνιμο τραύμα, από την περίοδο που οι πρώτοι δελφίνοι στο ΠΑΣΟΚ ανοίγουν τα χαρτιά τους. Η σύγκρουση Σημιτικών - Τσοχατζοπουλικών καταλήγει με οριστική κυριαρχία του καθηγητή Κώστα Σημίτη. Το επόμενο επεισόδιο θα παιχτεί στα Ίμια, όταν ως πρωθυπουργός θα ευχαριστήσει τους Αμερικανούς. Είναι η εποχή, που το «κοινωνικό-πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ αναμετριέται με το «εκσυγχρονιστικό».
Το κοινωνικό κράτος παραμένει επί ευρωπαϊστή Σημίτη, αλλά δεν είναι σε πρώτη προτεραιότητα της ηγετικής ομάδας που επαγγέλλεται τον εκσυγχρονισμό. Η παράδοση του Κούρδου ηγέτη Αμπτουλάχ Οτσαλάν (15/2/1999) θα κοστίσει, ενώ νικητής θα βγει από τη σύγκρουση με τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για τις νέες ταυτότητες. Καταφέρνει να μείνει στην εξουσία πάνω από οκτώ χρόνια (1996-2004).
Ουσιαστικά, κατά την περίοδο Σημίτη, ο οποίος έχει στο πλευρό του τον κύριο όγκο των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, αρχίζουν να γιγαντώνονται φαινόμενα παρακμιακά. Ωστόσο, τα μεγάλα έργα και ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης δίνουν στον κόσμο αυτοπεποίθηση. Το πρόβλημα γιγαντώνεται με τις υποψίες για σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και ολοκληρώνεται με τα σκανδαλώδη ποσά που διατίθενται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά εν συνεχεία αφέθηκαν στην τύχη τους.
Είναι φανερό πως ο χρόνος μετρά αντίστροφα και το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται νέο αρχηγό, ο οποίος όμως δεν θα καταφέρει να βγει εκείνη τη στιγμή μπροστά. Η θητεία Κώστα Καραμανλή (ανιψιού) θα συνοδευτεί από κακή διαχείριση των οικονομικών της χώρας. Σύμφωνα με όσα είπε στη Βουλή ο βουλευτής Χάρης Καστανίδης στις αρχές Οκτώβρη 2020 απευθυνόμενος στον Τάκη Θεοδωρικάκο (ΝΔ), υπάρχει σχετικό ευρωπαϊκό πόρισμα, που δείχνει τον εκτροχιασμό της χώρας, ως προς τα δημοσιονομικά της μεγέθη, την περίοδο της διακυβέρνησης Καραμανλή.
Ποιος φταίει τελικά, που στην τελευταία δημοσκόπηση της Pulse το Κίνημα Αλλαγής έρχεται πάλι 3ο με 6,5%; Αν κι ο Κώστας Σημίτης «έμπασε» από το πουθενά στο κόμμα τον κεντροδεξιό Βασίλη Κοντογιαννόπουλο, ο οποίος θεωρείτο casus belli για τη Νεολαία του κινήματος, λόγω των αυταρχικών μεταρρυθμίσεων που επεχείρησε να περάσει στην εκπαίδευση, ο Γιώργος Παπανδρέου διεύρυνε κι άλλο το χάσμα, βάζοντας δύο στελέχη με ακραίες φιλελεύθερες θέσεις και σε απόλυτη αναντιστοιχία με τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, τους: Στέφανο Μάνο και Ανδρέα Ανδριανόπουλο, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εσωκομματική τρικυμία. Αντίθετα, αριστερά στελέχη που έφερε, οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ τα καλοδέχτηκαν.
Η σύμπλευση Μάνου - Ανδριανόπουλου αποδείχτηκε και βραχύβια και καθόλου επωφελής για το ΠΑΣΟΚ. Ενώ εκλέχθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου με πρωτοφανή συμμετοχή από την εκλογική βάση με πάνω από 1 εκατομμύριο ψήφους, γρήγορα το κλίμα άλλαξε. Με εξαίρεση τη μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη» με τη σφραγίδα Ραγκούση και τη διαφάνεια με την ανάρτηση κυβερνητικών αποφάσεων στο διαδίκτυο, το ύφος και η αλαζονεία του περίγυρου γρήγορα θα καταστήσουν τον Γιώργο Παπανδρέου μακριά από στελέχη του κόμματός του και σταδιακά και από τους ψηφοφόρους, που βλέπουν ότι χάνεται η επαφή με την κοινωνία. Το ΠΑΣΟΚ απομακρύνεται κι άλλο από τις τοπικές οργανώσεις, που παλαιότερα ένιωθαν πως είχαν λόγο, όχι μόνο για υποδοχές και παράτες.
Παρ’ ότι ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν ο άνθρωπος που ένωσε τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που είχαν διαρραγεί οι σχέσεις τους την περίοδο Σημίτη, οι επιλογές ορισμένων πρωτοκλασάτων στελεχών και κυρίως συνεργατών του τού κοστίζουν. Αναμφίβολα η χειρότερη στιγμή του το διάγγελμα στο Καστελόριζο, που ουσιαστικά εγκαινιάζει την 1η μνημονιακή περίοδο. Το ΠΑΣΟΚ, ενώ επί Ανδρέα Παπανδρέου είχε ξεκάθαρα κεντροαριστερές θέσεις, στη συνέχεια μετακινείται προς την κεντροδεξιά.
Η Ελλάδα αρχίζει να μετρά αντίστροφα και να βγάζει προς τα μπρος τις πληγές της. Ο Γιώργος Παπανδρέου πληρώνει ακριβά τη φράση του «λεφτά υπάρχουν». Αν και αρχηγός και πρόεδρος της κυβέρνησης, δεν συμβουλεύεται δοκιμασμένους συνεργάτες του, όπως ο αείμνηστος Δημήτρης Κρεμαστινός, που επιμένουν να μην μπει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Καίτοι τους συνδέει προσωπική, δυνατή φιλία κι εκτίμηση μέχρι τέλους, ο βουλευτής Δωδεκανήσου δεν τον συνοδεύει στο Καστελόριζο στις 23 Απριλίου 2010.
Τι έφταιξε λοιπόν για την κατρακύλα του ΠΑΣΟΚ; Το γεγονός ότι κορυφαία στελέχη, όπως ο Άκης Τσοχατζόπουλος ή ο Γιάννος Παπαντωνίου ενεπλάκησαν σε υποθέσεις διαφθοράς; Ακούστηκαν πράγματα εξωφρενικά για τον κόσμο, σε ό,τι αφορά βαλίτσες, εξοπλιστικά, εξωχώριες εταιρείες, τροφοδότες-λογαριασμούς, ενώ τα θαλασσοδάνεια των κομμάτων θα είναι ένα βαρίδι και για το ΠΑΣΟΚ. Η κάθοδος ξεκινά. Κουρεμένες συντάξεις, κόψιμο δώρων, ανεργία, ασφυκτική πίεση στην κοινωνία. Από το «λεφτά υπάρχουν», πλέον η κοινωνία υποψιάζεται πως «λεφτά υπήρχαν για τους ημέτερους».
Η Ελλάδα πλέον είναι σε διάλυση και ο Γιώργος Παπανδρέου δεν έχει εξηγήσει ακόμη και σε κορυφαία στελέχη τι σημαίνει Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και πόσο δραματικές ώρες θα ζήσουν η χώρα και οι πολίτες της, για να εκταμιευθούν τα χρήματα. Βουλευτές, που απευθύνουν ερωτήματα στον τότε στενό του συνεργάτη κι ευρωβουλευτή, Γιώργο Παπακωνσταντίνου, έρχονται σε σύγκρουση μαζί του κι αντιλαμβάνονται πως η καταστροφή και της Ελλάδας είναι προ των πυλών. Το πρώτο μνημόνιο, μετά την κρίση των Ιμίων και τα σκάνδαλα των Ολυμπιακών Αγώνων και του Χρηματιστηρίου, θα δημιουργήσει δραματικό σκηνικό. Η φράση του ηγετικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ Θεόδωρου Πάγκαλου «Μαζί τα φάγαμε», παραπέμποντας στον Κωλέττη, εξοργίζει τα πλήθη. Κάποιοι στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ θα εξοργιστούν με τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου για το ότι έδειξε επίτηδες θηριώδη ελλείμματα.
Το ΠΑΣΟΚ φυλλοροεί με αλλεπάλληλες διαγραφές και παραιτήσεις κορυφαίων στελεχών, έως τον Ιούνιο 2011, ενώ δυναμώνει και το κίνημα των Αγανακτισμένων. Τα μέτρα για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας είναι δυσβάσταχτα και το ΠΑΣΟΚ βιώνει την απόλυτη κρίση στην ιστορία του. Η ιδέα περί δημοψηφίσματος σκοντάφτει στην Ευρώπη. Η εξουσία παραδίδεται αρχικά στον Λουκά Παπαδήμο, άλλοτε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, από τις 11/11/2011 και στη συνέχεια στον δικαστικό λειτουργό, Παναγιώτη Πικραμένο.
Στις 12/3/2012 ο Ευάγγελος Βενιζέλος αναλαμβάνει αρχηγός. Ιούνιο του 2012, ο Αντώνης Σαμαράς αναλαμβάνει πρωθυπουργός. Το ΠΑΣΟΚ καζάνι που βράζει, ενώ οι απέξω κάνουν λόγο για κυβέρνηση των «Σαμαροβενιζέλων». Η κληρονομιά στελεχών του ΠΑΣΟΚ, που είχαν αντιταχθεί στη δικτατορία, πάει περίπατο και οι φωτογραφίες δείχνουν άλλοτε σοσιαλιστές ψηφοφόρους να κάθονται στα ίδια έδρανα ήδη με τη light ακροδεξιά του ΛΑΟΣ. Η εκλογική βάση του παραδοσιακού ΠΑΣΟΚ δυσαρεστείται βλέποντας στελέχη του να κάθονται στα υπουργικά έδρανα μαζί με Μάκη Βορίδη και Άδωνι Γεωργιάδη, που έχουν ακροδεξιό παρελθόν, ενώ οι χειρισμοί με την «ProtonBank» βάζουν τον Ευάγγελο Βενιζέλο πολιτικά στο στόχαστρο.
Τα αγαθά της δημόσιας υγείας και παιδείας, που πρέσβευε το ΠΑΣΟΚ, εν μέσω μνημονίων, μπαίνουν στο κρεβάτι του Προκρούστη. Από το 2010 κι έπειτα, διαδοχικά «τα παιδιά της Αλλαγής» με τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού σκορπίζουν στα 4 σημεία του ορίζοντα, αναζητώντας στέγη έξω από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ: διέξοδο στη Νέα Δημοκρατία, κατ’ εξοχήν στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΟΤΑΜΙ, και στην πορεία και στο ΜέΡΑ25.
Κορυφαία στελέχη, όπως ο Στέφανος Τζουμάκας, ο Χρήστος Σπίρτζης, ο Γιάννης Ραγκούσης, ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, η Θεοδώρα Τζάκρη, η Ολυμπία Τελιγιορίδου, ο Θάνος Μωραΐτης κ.ά., είτε έχουν διαγραφεί είτε συνεργάζονται ή είναι πια οργανικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλοι, όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, η Λίνα Μενδώνη, ο Κυριάκος Πιερρακάκης, ο Θεόδωρος Λιβάνιος κ.ά., «προκόβουν» σε κυβερνητικούς θώκους της Ν.Δ., σε δημόσιες θέσεις σε οργανισμούς και διοικητικά συμβούλια. Ο Σπύρος Δανέλλης βρίσκεται στο Ποτάμι, για να επιστρέψει στη συνέχεια στον ΣΥΡΙΖΑ. Η Σοφία Σακοράφα και ο Κρίτωνας Αρσένης είναι στο ΜέΡΑ25. Φαντάζει απίθανο, αλλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ έχουν μεγαλύτερη τύχη εκτός του κόμματος. Διόλου τυχαία η πρόταση Μητσοτάκη για την υποψηφιότητα της Άννας Διαμαντοπούλου, ώστε να είναι υποψήφια για τον ΟΟΣΑ. Έτσι, ενώ εξακολουθεί το συγκεκριμένο κόμμα να παράγει μέχρι σήμερα στελέχη, η παραγωγή αυτή είναι εξωστρεφής, δηλαδή πλέον όπως έχει πολλάκις συμβεί στο ΚΚΕ κατευθύνεται σε άλλα κόμματα.
Ο άνθρωπος που λέγεται ότι έσωσε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο θα πληγώσει μια για πάντα το κόμμα του ιδρυτή του, εξαιτίας της συγκυβέρνησης με Σαμαρά, των δυσβάσταχτων μέτρων και της διάλυσης της ΕΡΤ. Ο «φυσικός» κληρονόμος Γιώργος Α. Παπανδρέου βρίσκεται και στην απέναντι όχθη με το ΚΙΔΗΣΟ. Το ΠΑΣΟΚ έρχεται 7ο, σοκάροντας στελέχη και ψηφοφόρους, με μόλις 289.469 ψήφους και ποσοστό 4,68% και 13 έδρες, δηλαδή λιγότερες από κάθε άλλη φορά.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Φώφης Γεννηματά ν’ ανακάμψει, το ΠΑΣΟΚ παραμένει σε μονοψήφιο ποσοστό. Η Α΄ και η Β΄ μνημονιακή περίοδος και η συγκυβέρνηση το έχουν στείλει σε ιστορικό χαμηλό. Η εμπλοκή και του ονόματος του Ανδρέα Λοβέρδου και παραλίγο διεκδικητή της αρχηγίας στο σκάνδαλο της Novartis, παρ’ ότι ο ίδιος μιλά για «σκευωρία», δεν έχει καταμετρηθεί, αν έκανε ζημιά, αν κι ο ίδιος επανεκλέγεται βουλευτής. Το άλλοτε κραταιό κόμμα με ισχυρές βάσεις στην κοινωνία, σήμερα διανύει περίοδο μοναξιάς, παρά τις μεγάλες προσπάθειες να ξεφύγει από την εσωστρέφεια με προτάσεις, παρεμβάσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες αλλά και με σχετική ανανέωση των ψηφοδελτίων του.
Η Φώφη Γεννηματά τολμά ωστόσο να επαναφέρει τον Γιώργο Παπανδρέου στο κόμμα. Λίγο πριν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 θα πιστωθεί ότι έδιωξε τον Ευάγγελο Βενιζέλο, αλλά θα χρεωθεί ότι, αντί να εκλεγεί ο Νίκος Παπανδρέου, βρέθηκε ξανά στην Ευρωβουλή η Εύα Καϊλή. Ενώ λαμβάνει πρωτοβουλίες για επανασύσταση της ραχοκοκαλιάς του κόμματος, κατά καιρούς θα επιδέχεται διαρκώς κριτική ότι λειτουργεί ως «δεκανίκι της Ν.Δ.», με την καταψήφιση του νόμου Σκουρλέτη για απλή αναλογική ή την υπερψήφιση του «τρομονόμου» Χρυσοχοΐδη για τις απεργίες, που καταψηφίζεται από Παπανδρέου - Καστανίδη. Προς το παρόν, η Φώφη Γεννηματά δεν αμφισβητείται ανοιχτά, αλλά είναι σαφές ότι σε μία κοινωνία που χειμάζεται κι έχει συνηθίσει στα προσωποπαγή κόμματα, το πρότυπο του ηγέτη και της διαδοχής παίζει καθοριστικό ρόλο. Και το ερώτημα παραμένει: όταν ραγίσει το γυαλί, μπορεί η ίδια ή ένας άλλος νέος αρχηγός με τα ίδια υλικά να το ξανακολλήσει;
Είναι που ετούτη εδώ η παρουσία εμπνέει, μια παρουσία που έλειπε από μια Ελλάδα που μόλις είχε βγει από την περιπέτεια της δικτατορίας και στροβιλιζόταν στη δεξιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή που ξόρκισε την παλιά του αγαπημένη ΕΡΕ μετουσιώνοντάς τη σε Νέα Δημοκρατία.
Τα κοστούμια, οι γραβάτες, οι στολές πήγαν περίπατο. Ο άνδρας εκείνος με το ζιβάγκο έκανε το κλικ που ο ταλαιπωρημένος αυτός λαός χρειαζόταν. Χρειαζόταν τον σεβασμό, την εργασία και όχι τη δουλειά-δουλεία, την ανάσα που του είχαν κλέψει δεκαετίες τώρα μετά τον πόλεμο, καθώς οι άλλοι γύρω του έστηναν νέα κράτη και τούτοι εδώ οι φτωχοδιάβολοι έστηναν ξερονήσια και φυλακές.
Η ώρα του ΠΑΣΟΚ. Η ώρα του Ανδρέα!
Μόνο που για να χτυπήσουν τα ρολόγια μας αυτή την ώρα, χρειάστηκαν μαστόροι για να τα φτιάξουν. Που σημαίνει χρόνος και πορεία δύσβατη.
Το νέο ξεκίνημα των περήφανων γηρατειών και της εμπιστοσύνης στους «μαλλιάδες» και τους «μουσάτους» νεολαίους –που σύχναζαν μυστικά στην καφετέρια «Σόνια» στην Αλεξάνδρας– είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν, από το 1968, στη Στοκχόλμη, όταν ο αυτοεξόριστος Ανδρέας, μετά την αποφυλάκισή του από τους δικτάτορες, αποφάσισε να χτίσει το ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα).
Εκεί το πρώτο όραμα για μια Ελλάδα που να ανήκει στους Έλληνες, εκεί και οι πρώτες αντιδράσεις στη χούντα, εκεί και οι πρώτες ομάδες που πήρε μαζί του, τις ερωτεύτηκε και τις κράτησε κοντά του για πάντα.
Δεν πορεύτηκε μόνος εκείνο τον δύσβατο δρόμο. Είχε συνοδοιπόρους προσωπικότητες που τον λάτρεψαν. Άνδρες και γυναίκες διψούσαν δικά τους να κάνουν τα οράματά του, κι οι στοχασμοί του δικοί τους επίσης. Ήταν η εποχή που κυκλοφορούσαν και αλληλογραφούσαν με ψευδώνυμα-κώδικες.
Αμαλία Φλέμινγκ, Αγγέλα Κοκκόλα, Μελίνα Μερκούρη γνωρίστηκαν μαζί του στο εξωτερικό, έγιναν μέλη του ΠΑΚ, αργότερα σχεδίασαν τη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη του ΠΑΣΟΚ –ξενυχτώντας και τρώγοντας φασολάδα στο Καστρί, που την εξευγένιζαν προσθέτοντας τυρί κι ελιές, και χωρίς γραφομηχανή!–, έγιναν ένα μαζί του μέχρι την τελευταία πνοή. Τη δική τους και τη δική του. Από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ. Από τον αντιδικτατορικό αγώνα, στον θρόνο της εξουσίας.
Η Αμαλία Φλέμινγκ, σύζυγος του νομπελίστα σερ Aλεξάντερ Φλέμινγκ, αγωνίστρια τόσο στην Κατοχή όσο και στην περίοδο της χούντας, ήταν μαζί με τον Ανδρέα στο ΠΑΚ. Ήταν τότε που οι δικτάτορες τη φυλάκισαν, τη βασάνισαν για την αντιδικτατορική της δράση, και τελικά –φοβούμενοι τον διεθνή αντίκτυπο του ονόματός της– την εξόρισαν αφαιρώντας της την ελληνική ιθαγένεια.
Πώς να μη συγκινήσει τον Ανδρέα αυτή η σεβάσμια διανοούμενη γυναίκα, αυτή η λέαινα που του έβγαζε γλώσσα και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της… Μαγεία…
Στο ΠΑΚ και η Μελίνα Μερκούρη. Ατίθαση, πανέμορφη, καλλιτέχνις αναγνωρισμένη σε όλο τον κόσμο, με διάσημους φίλους παντού, τη λάτρευαν, κι εκείνη λάτρεψε το όραμα του Ανδρέα, δικό της το έκανε, και περπάτησε μαζί του από την αρχή μέχρι το τέλος, αποφασισμένη όταν η χούντα της αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια. «Εγώ Ελληνίδα γεννήθηκα και Ελληνίδα θα πεθάνω. Εσύ φασίστας γεννήθηκες και φασίστας θα πεθάνεις», διαμήνυσε στον Παττακό ως απάντηση για τον εξοστρακισμό της. Και έκλεισε το τσακίρικο μάτι της στον σύντροφο Ανδρέα. Ήταν η γυναίκα που ήθελε μαζί με τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, να δείξουν ότι «υπάρχει μια νέα Ελλάδα». Και τα κατάφερε. Ήταν η μακροβιότερη υπουργός Πολιτισμού που πέρασε ποτέ από το ελληνικό αυτό υπουργείο.
Δεξί του χέρι και η Αγγέλα Κοκκόλα, η πιστή του γραμματέας από το 1964, έζησε την αρχή του αγώνα του μέχρι το τέλος, από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ και μέχρι τον θάνατο, αν και πικραμένη που δεν κατάφερε να τον δει στο Χέρφιλντ. «Είχε μία γοητεία ο Ανδρέας που την ένιωθες στον αέρα», είχε δηλώσει. Γοητευμένη και η ίδια από εκείνον.
Πολλά τα αστέρια του Ανδρέα στον φωτεινό γαλαξία που μεσουρανούσε μια Ελλάδα ελεύθερη, δική του και δική μας.
Σύλβα Ακρίτα, Ζαφειρόπουλος, Χαραλαμπόπουλος, Λιβάνης, Γεννηματάς, Κρεμαστινός… ων ουκ έστιν αριθμός, άγγελοι-φύλακες του οράματός του.
Κι έφυγε, αφήνοντας βαριά κληρονομιά στους περήφανους πλέον Έλληνες: τη δική του Ελλάδα. Και δική τους…
Μυθιστόρημα που τα περιέχει όλα θα μπορούσε να γραφτεί για τη σχέση τηλεόρασης και ΠΑΣΟΚ. Ερωτικό για τα πρώτα θυελλώδη χρόνια της αθωότητας, πολιτικό θρίλερ για τη σχέση της με την εξουσία, τον Ανδρέα και τα πρωτοπαλίκαρά του, ακόμα και αστυνομικό, όταν στην ουσία η ΕΡΤ πέρασε στα χέρια του συνδικαλισμού και της ΠΟΣΠΕΡΤ.
Ας δούμε όμως την πικρή, μεγάλη ιστορία της άμεσης συγγένειας της ΕΡΤ με την εξουσία, που θα μπορούσε κάλλιστα να λεχθεί απλά και ξάστερα, «η διαπλοκή και πώς τη ζήσαμε...».
Ένα χρόνο πριν από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η ΕΡΤ είχε αρχίσει να βάφεται πράσινη. Η αλλαγή που διαφαινόταν πως πλησίαζε είχε σαν πρώτο στόχο την άλωση του ραδιοφώνου. Ένας χώρος εύκολος, αφού το πέρασμα του Μάνου Χατζηδάκι από εκεί είχε αφήσει νέους με πρωτοποριακές ιδέες κυρίως από τον χώρο της Αριστεράς που ετοίμαζαν το έδαφος. Μυαλά προχωρημένα που έμαθαν από τον Μάνο Χατζηδάκι και τον Ιάκωβο Καμπανέλλη αργότερα πώς να φέρουν τη φαντασία στην εξουσία...
Στην τηλεόραση τα πράγματα δούλευαν αλλιώς. Ολόκληρο το ’81 έως τον Οκτώβρη, η ΕΡΤ είχε βαφτεί πράσινη. Οι απέλπιδες προσπάθειες του Αβέρωφ να μην αλωθεί η κρατική τηλεόραση δεν έπιασαν τόπο. Το κλίμα είχε αρχίσει ήδη να αλλάζει, αφού μέσα υπήρχε ήδη το έμψυχο υλικό. Καλούδης, Βλαστάρης, Γιομπαζολιάς, Λουκάκος, Δεμίρη και ένα σωρό άλλοι προετοίμαζαν την είσοδο του «Μεσσία» και των ανθρώπων του την επαύριο των εκλογών, όπου όλοι ήξεραν πλέον τον νικητή.
Ωστόσο, έως και τον Οκτώβρη, αν η Αγία Παρασκευή πανηγύριζε, η ΥΕΝΕΔ στην Κατεχάκη φορούσε πλερέζες. Εκεί το οχυρό βαστούσε γερά, με διοικητή τον συγχωρεμένο Σωτήρη Βαβαρούτσο, αεροπόρο και άνθρωπο του Αβέρωφ, που στο τελευταίο πάρτι παρέδωσε το πλεόνασμα 80 εκατομμυρίων δραχμών στον Καραμανλή, την ώρα που εκείνος έδινε ένα κεφτεδάκι στη Μιμή Ντενίση... Αξέχαστη βραδιά στον κήπο της Κατεχάκη...
Η βραδιά των εκλογών και η θριαμβευτική νίκη του ΠΑΣΟΚ βρίσκει στην ΕΡΤ τον Θοδωρή Καλούδη, σύζυγο της Όλγας Τρέμη, να μιλά για το «ΠΑΣΟΚ και τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις». Βρίσκει όμως και τη Λιάνα Κανέλλη –που λίγο αργότερα δίνει τη θέση της στην Έλλη Στάη– να αναφωνεί «είμαι παιδί της Νέας Δημοκρατίας και μου αρέσει» στην περίφημη συνέντευξή της στον «Ταχυδρόμο».
Οι αλλαγές στο τιμόνι και των δύο καναλιών είναι εξαιρετικές. Είναι η εποχή που έμεινε στην ιστορία ως η «Άνοιξη της ΕΡΤ». Ο Γιώργος Ρωμαίος, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Νίκος Αλευράς, που λίγο αργότερα σκοτώθηκε, ο Νίκος Σωτηριάδης, ο Μισέλ Δημόπουλος αποτελούν τα τρανταχτά ονόματα που φέρνουν την τεράστια αλλαγή στη φιλοσοφία της ΕΡΤ. Οι τηλεθεατές γνωρίζουν τον Φάσμπιντερ, τον Μπρεχτ, και σειρές όπως η «Τριλογία» του Στρατή Τσίρκα αλλάζουν εντελώς το κλίμα.
Κάπου εκεί αλλάζει και ο νόμος, γίνεται ο ενιαίος φορέας με υπουργό τον Μαρούδα και τον Κωστόπουλο και η ΥΕΝΕΔ μετονομάζεται σε ΕΡΤ2. Μια ομάδα φωτισμένων δημοσιογράφων και σκηνοθετών αναλαμβάνουν τη διοίκηση, όπως ο Νίκος Αλεξίου, ο Ανδρέας Αντωνιάδης, η Αθηνά Γλυνού, η Τατιάνα Μιλιέξ, ο Γιώργος Μπράμος κ.ά.
Στον τομέα της ψυχαγωγίας, οι άνθρωποι του ΠΑΣΟΚ πρωτοπορούν. Οι «Ρεπόρτερ» ξεκινούν τις εκπομπές τους, ο Λιάνης, ο Χαρδαβέλας και ο Δημαράς. Σπουδαίοι σκηνοθέτες ο Σμαραγδής, ο Κουτσομύτης, ο Αριστόπουλος, ο Μαυρίκιος, ο Μιχαηλίδης και πάρα πολλοί άλλοι φτιάχνουν ένα πολύ δυνατό αποτέλεσμα. Στην ψυχαγωγία, την πρώτη τετραετία το ΠΑΣΟΚ έβαλε τα δυνατά του, όσο και αν το Διοικητικό Συμβούλιο με μπροστάρισσα τη Μαργαρίτα Παπανδρέου και τις περίφημες «Αιγιές» έβαλαν το χεράκι τους να κοπούν εκπομπές στον αέρα, όπως το σίριαλ «Κυρία Αρσενία, σ’ αγαπώ» ή η εκπομπή του Γιώργου Δουατζή για τις γυναίκες.
Η δεύτερη τετραετία βρίσκει αντρειωμένο τον συνδικαλισμό που διοικεί και το ΠΑΣΟΚ να ξεσαλώνει. Είναι η εποχή των σκανδάλων και του «Μισού - μισού», η εποχή της ερωτικής ΕΡΤ, όταν για πρώτη φορά ο Ανδρέας απαιτεί η εκλεκτή του φίλη και μετέπειτα σύζυγός του να πάρει εκπομπή καθημερινή και να υπογραφούν 150 επεισόδια. Έως τότε, το ΔΣ υπέγραφε 12 επεισόδια. Ο τότε διευθυντής της ΕΡΤ, ο Σ. Χαλάτσης –από τους καλύτερους που πέρασαν από την ΕΡΤ–, αρνείται να υπογράψει τα 150 επεισόδια και εκδιώκεται από τη θέση του. Τον ακολουθεί ένας απίθανος τύπος, που έκατσε μόλις ένα χρόνο όσο να τελειώσει η εκπομπή της Μιμής που κράτησε πολύ λίγο. Είναι ο άνθρωπος που, ενώ δεν κάπνιζε, για να υποδεχθεί την Αλίκη Βουγιουκλάκη έστειλε τον οδηγό του να αγοράσει πούρα. Την ίδια εποχή, πρόεδρος στην ΕΡΤ2 είναι ο Αποστολόπουλος, που μετά εμπλέκεται στην υπόθεση με τα καλαμπόκια.
Ένα Σάββατο του ’84, αντί μιας συνηθισμένης ελληνικής ταινίας, παίζεται το έργο του Ν. Αλευρά, «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι». Η ταινία, φευ, έχει μια τολμηρή για τα ήθη της εποχής σκηνή και το πρώτο μαύρο στην ελληνική τηλεόραση είναι γεγονός. Η Ελλάδα μένει για 45 λεπτά χωρίς τηλεοπτική εικόνα, το θέμα γίνεται πρωτοσέλιδο και τη Δευτέρα ξηλώνεται όλη η ηγεσία, γύρω στα οκτώ πρόσωπα. Ο απόηχος των γεγονότων καλύπτει τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων για μία εβδομάδα.
Τότε ο Ανδρέας αποφασίζει να αλλάξει τον νόμο στην ΕΡΤ, να διορίσει προέδρους και γενικούς διευθυντές, αλλά και υπουργό τηλεόρασης τον Αναστάσιο Πεπονή, άνθρωπο του συγκροτήματος Λαμπράκη, από όπου σχεδόν αποκλειστικά αντλούσε τα στελέχη της τηλεόρασης. Ο Πεπονής δεν έμεινε πολύ στο πόστο του. Μια διαμάχη του με τους τηλεοπτικούς συντάκτες, κυρίως της «Ελευθεροτυπίας», που ήθελε και αυτή το μερτικό της από τη χαρά, τον ανάγκασε να παραιτηθεί και μαζί να καταργηθεί η θέση.
Το ρεκόρ ίσως παγκοσμίως στη θέση του διευθυντή ειδήσεων που στην ΕΡΤ ονομαζόταν «ηλεκτρική καρέκλα» κατέχει ο Γιάννης Κάτρης, άνθρωπος του συγκροτήματος. Έμεινε σε αυτήν τη θέση μόλις 13 ημέρες. Η αχίλλειος πτέρνα της ΕΡΤ, από την εποχή της Ν.Δ. έως του ΠΑΣΟΚ και μέχρι σήμερα, θα λέγαμε ότι ήταν η απευθείας τηλεφωνική σύνδεση τότε με τη Ζαλοκώστα, τώρα με τη Συγγρού, εκεί δηλαδή που βρισκόταν το υπουργείο Τύπου και ο αρμόδιος υπουργός και πολιτικός προϊστάμενος της ΕΡΤ.
Την εποχή του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να άλλαξαν πάνω από εξήντα πρόεδροι και γενικοί διευθυντές. Ο μέσος όρος παραμονής δεν ξεπερνούσε τους 7 μήνες. Δηλαδή, με το που έπαιρναν μια ιδέα τι είναι τηλεόραση, πήγαιναν σπίτια τους. Η γραμμή στα πολιτικά γεγονότα δινόταν από τους υπουργούς που πολλές φορές ήταν, είναι και θα είναι βασιλικότεροι του βασιλέως. Μέχρι το 1989, που έκανε την εμφάνισή της η ιδιωτική τηλεόραση, ήταν το απόλυτο μονοπώλιο στην ενημέρωση των Ελλήνων. Και μπορεί στην ψυχαγωγία να τα κατάφερε αξιοποιώντας μεγάλες προσωπικότητες – μην ξεχνάμε την εκπομπή του Σαββόπουλου, το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», έως τη Σοφία Σακοράφα που, αφού πέταξε το ακόντιο στον ουρανό, πήρε και τηλεπαιχνίδι στην ΕΡΤ. Λέγεται ότι ο Ανδρέας ζητούσε από τους ανθρώπους του στην ΕΡΤ να του γράφουν κασέτες με έργα γουέστερν που τον διασκέδαζαν κάποιες ανέμελες ώρες. Ποτέ ο ελληνικός λαός δεν έμαθε μια ολόκληρη σεζόν γιατί είδαμε τόσα πολλά γουέστερν.
Γύρω στο ’84, ο Ανδρέας, αφού παραιτεί τον Νίκο Σηφουνάκη ενώ αυτός βρίσκεται στο αεροπλάνο για Λέσβο –ήταν βράδυ Παρασκευής και δεν το πρόλαβαν οι εφημερίδες του Σαββάτου–, στην ΕΡΤ ανεβαίνει ένας ακόμα άνθρωπος του συγκροτήματος, ο Βάσος Μαθιόπουλος. Διπλωμάτης, γερμανοτραφής, ευγενής άνθρωπος, αλλά ανίδεος περί τα τηλεοπτικά, έγινε έρμαιο στα χέρια των συνδικαλιστών. Κάποιος απατεώνας από το εξωτερικό με διασυνδέσεις στην ΕΡΤ τον έπεισε να του πουλήσει όλο το πρόγραμμα της ΕΡΤ για 800.000 δραχμές. Τότε έκανε φτερά μια τεράστια περιουσία... και φυσικά και ο Βάσος Μαθιόπουλος όταν αποκαλύφτηκε το σκάνδαλο.
Λίγο πριν από την επίσκεψη του Γάλλου υπουργού Πολιτισμού, προσωπικού φίλου της Μελίνας, κάποιοι πείθουν την πολιτική ηγεσία να αλλάξει το σύστημα που βλέπουμε τηλεόραση. Από σεκάμ, να γυριστεί σε παλ. Η μετατροπή αυτή κάνει εργοτάξιο την ΕΡΤ, διότι σκάβονται όλα τα καλώδια και ελαφρύνει τις τσέπες των τηλεθεατών που ή πρέπει να αλλάξουν τηλεοράσεις ή να προμηθευτούν ένα μηχάνημα. Το αστείο είναι ότι την ίδια εποχή που η Γαλλία μάς προμηθεύει αυτά τα υλικά, η ίδια τα εγκαταλείπει για τις τηλεοράσεις της. Έχει καταγραφεί ως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της ΕΡΤ, μαζί με αυτό της καταστροφής εκατοντάδων εκπομπών, ανάμεσά τους και έργων της Έλλης Λαμπέτη, για να γραφτεί πάνω τους το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Μέχρι την αποκάλυψη του σκανδάλου Κοσκωτά και την αρρώστια του Ανδρέα, η ΕΡΤ είναι κραταιά.
Η είσοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά και η αρχή της ελεύθερης ραδιοφωνίας βοηθούν ένα σαθρό σύστημα να καταρρεύσει. Τον γίγαντα με τα γυάλινα πόδια αποδομούν πρώτα από όλους η εκάστοτε εξουσία από το ’89 και μετά, που διαλέγει τα ιδιωτικά κανάλια και τα δελτία ειδήσεων για να μιλήσουν. Τα διαγγέλματα, οι εξαγγελίες και ό,τι άλλο σοβαρό, γίνονται στις ειδήσεις των 8:00΄, «ξεχνώντας» επιδεικτικά ότι οι ειδήσεις της ΕΡΤ αρχίζουν στις 9:00΄!
Η δεκαετία του ’90 είναι για την ΕΡΤ μια σκέτη καταστροφή. Και τα τρία κανάλια δεν μαζεύουν 10% τηλεθέαση, ώσπου στην καρέκλα του πρωθυπουργού κάθεται ο Σημίτης... Αλλά, είπαμε. Απόψε γιορτάζουμε το «Στις 18 σοσιαλισμός» και αυτή ήταν η ιστορία της ΕΡΤ από το ’81 έως το ’89. Η άνοδος και η πτώση της...
Η ιστορία της διαδοχής στο ΠΑΣΟΚ ήταν πάντα μια επεισοδιακή διαδικασία με τριγμούς στο κόμμα, τα στελέχη και φυσικά στην ηγεσία του Κινήματος. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν όρισε ποτέ διάδοχο, καθώς μετά την περιπέτεια του «Ωνασείου» πίστευε ότι είχε χρόνο μπροστά του για να το κάνει. Από την άλλη, δυσκολευόταν πολύ να βρει έναν διάδοχο με τα δικά του χαρακτηριστικά.
Η πρώτη διαδοχή στην ιστορία του κόμματος ξεκινά στις 17 Ιανουαρίου 1996, όταν ο ιδρυτής και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου υπογράφει την παραίτησή του, καθώς ήταν ιδιαίτερα καταβεβλημένος από τη νοσηλεία στο νοσοκομείο.
Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ κλήθηκε να εκλέξει πρωθυπουργό για να μην υπάρχει κενό εξουσίας. Υποψήφιοι ήταν τα κορυφαία στελέχη Γεράσιμος Αρσένης, Άκης Τσοχατζόπουλος, Γάννης Χαραλαμπόπουλος και ο Κώστας Σημίτης που με την Κίνηση των Τεσσάρων (Σημίτης, Πάγκαλος, Αυγερινός και Βάσω Παπανδρέου), ένα χρόνο πριν, είχε προκαλέσει εσωκομματική αναταραχή.
Στην πρώτη ψηφοφορία των βουλευτών του κόμματος, ο Κώστας Σημίτης πήρε 57 ψήφους, ο Άκης Τσοχατζόπουλος 53, ο Γεράσιμος Αρσένης 50 και ο Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος 11.
Στον δεύτερο γύρο, και ενώ όλοι περίμεναν νίκη Τσοχατζόπουλου –στα γραφεία του στη Θεσσαλονίκη άνοιγαν σαμπάνιες–, αλλά οι «εκσυγχρονιστές» δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη.
Ο Κώστας Σημίτης επικράτησε με 86 έναντι 75 ψήφων του Άκη Τσοχατζόπουλου και στις 22 Ιανουαρίου 1996 ορκίστηκε πρωθυπουργός, αποκτώντας φυσικά προβάδισμα και για την ηγεσία του κόμματος εν όψει του 4ου συνεδρίου. Η επιλογή έξι βουλευτών προσκείμενων στον Γιώργο Παπανδρέου καθόρισε τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ αλλά και στη χώρα.
Στις 23 Ιουνίου 1996, ο Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών. Το 4ο συνέδριο του Κινήματος, που ακολουθούσε στις 27 Ιουνίου του 1996, θα ήταν το πρώτο χωρίς την παρουσία του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ.
Οι Σημίτης και Τσοχατζόπουλος μονομάχησαν και πάλι αυτήν τη φορά για την ηγεσία του κόμματος. Ο Κώστας Σημίτης έθεσε το ευθέως το δίλημμα «ή πρόεδρος ή παραιτούμαι από την πρωθυπουργία», ζητώντας καθαρές λύσεις.
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος από την πλευρά του πρότεινε το μοντέλο της δυαρχίας, ζητώντας ασυμβίβαστο μεταξύ των αξιωμάτων του πρωθυπουργού και του προέδρου του κόμματος.
Παρόλο που πολλά στελέχη συμφωνούσαν με τις θέσεις Τσοχατζόπουλου, οι σύνεδροι υποστήριξαν τελικά τον Κώστα Σημίτη, ο οποίος έγινε ο διάδοχος του Ανδρέα Παπανδρέου.
Από τους 5.111 συνέδρους που συμμετείχαν στην ψηφοφορία, 2.732 ψήφισαν τον Κώστα Σημίτη, 2.234 τον Άκη Τσοχατζόπουλο, ενώ υπήρξαν 27 άκυρα και 28 λευκά.
Η κυριαρχία των «εκσυγχρονιστών» στο ΠΑΣΟΚ και στην ελληνική πολιτική σκηνή ήταν πλέον γεγονός.
Το 5ο συνέδριο, τον Μάιο του 1999, οργανώθηκε σε περίοδο που ο Κώστας Σημίτης είναι ισχυρός, αλλά ο Άκης Τσοχατζόπουλος αντέχει. Εκλέγεται πρώτος στην ΚΕ και ελπίζει για τη «ρεβάνς» του 1996.
Η ευκαιρία που περίμενε δόθηκε τον Οκτώβριο του 2001, στο –έκτακτο– 6ο συνέδριο που συγκάλεσε ο Κώστας Σημίτης, για να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη βάση, την οποία πήρε τελικά. Είχε προηγηθεί μία από τις πιο κρίσιμες συνεδριάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ. Στις 21 Ιουνίου 2001 ο Κώστας Σημίτης άλλαξε μόλις την τελευταία στιγμή την απόφασή του να παραιτηθεί από πρωθυπουργός, κρίνοντας ότι δεν τον αφήνουν να κυβερνήσει. Είχαν προηγηθεί οι θυελλώδεις εσωκομματικές αντιδράσεις για την απόπειρα του Τάσου Γιαννίτση να μεταρρυθμίσει το ασφαλιστικό σύστημα.
Στις αρχές του 2004, το ΠΑΣΟΚ με αρχηγό τον Κώστα Σημίτη συμπλήρωνε οκτώ χρόνια στην εξουσία και οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι στις επόμενες εκλογές θα έχανε. Πολλά στελέχη ήταν δυσαρεστημένα και υπήρχαν ρωγμές στο κόμμα. Ο μόνος ισχυρός συνδετικός κρίκος παρέμενε το όνομα Παπανδρέου, και φυσικά ο Γιώργος Παπανδρέου κλήθηκε να αναλάβει το βάρος αυτό.
Υπό την πίεση των δημοσκοπήσεων, Σημίτης και Παπανδρέου συναντώνται στις 6 Ιανουαρίου 2004 στο σπίτι του πρώτου, στην οδό Αναγνωστοπούλου, όπου ουσιαστικά παραδίδεται το… «δαχτυλίδι της διαδοχής». Ακολουθεί παραίτηση Σημίτη από την ηγεσία του κόμματος.
Οι εσωκομματικές αντιδράσεις ήταν μικρές και στις 8 Φεβρουαρίου 2004 ο Γιώργος Παπανδρέου εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μετά από ψηφοφορία στην οποία συμμετείχαν περίπου 1.000.000 φίλοι και μέλη του κόμματος.
Συνολικά, συμμετείχαν 1.020.145 ψηφοφόροι. Υπέρ του Γ. Παπανδρέου ψήφισαν 1.017.085 πολίτες, ενώ 3.060 ψηφοδέλτια ήταν λευκά και άκυρα.
Μετά τη δεύτερη σερί ήττα από τη Ν.Δ. στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 διεξήχθησαν οι εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ, με υποψηφίους τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Κώστα Σκανδαλίδη και τις οποίες –ως γνωστόν– κέρδισε και πάλι ο Γιώργος Παπανδρέου.
Μετά την παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου από τη θέση του πρωθυπουργού, το 2012, και τη νέα κυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο, ξεκίνησαν οι διαδικασίες και για την αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ. Υποψηφιότητα για την ηγεσία του κόμματος κατέθεσαν ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Χρήστος Παπουτσής και ο Στέφανος Τζουμάκας. Στην Εθνική Συνδιάσκεψη του ΠΑΣΟΚ, στις 12 Μαρτίου του 2012, ανακηρύχθηκε υποψήφιος πρόεδρος του κόμματος ο Ευάγγελος Βενιζέλος, καθώς ήταν ο μοναδικός ο οποίος κατάφερε να συγκεντρώσει τον απαραίτητο αριθμό υπογραφών. Στις 18 Μαρτίου πραγματοποιήθηκαν οι εσωκομματικές εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν τον Βενιζέλο τρίτο πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Η εκλογική κατρακύλα και η κοινοβουλευτική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ ενεργοποίησαν τις εσωτερικές διαδικασίες του Κινήματος, για τη διοργάνωση του 10ου Συνεδρίου, που σήμανε και την αποχώρηση του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Στο Συνέδριο αποφασίστηκε η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ σε έναν πολιτικό φορέα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς και η εκλογή νέου προέδρου από τη βάση στις 14 Ιουνίου. Υποψηφιότητα κατέθεσαν η Φώφη Γεννηματά, ο Ανδρέας Λοβέρδος και ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος. Τέλος, εξελέγησαν τα νέα μέλη της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής.
Στις εκλογές για την ανάδειξη προέδρου του ΠΑΣΟΚ, εκλέχθηκε η Φώφη Γεννηματά, επικρατώντας του Ανδρέα Λοβέρδου με 51,69%.
Τον Ιούλιο του 2017 η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Φώφη Γεννηματά, ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός νέου ενιαίου κεντροαριστερού φορέα στην Ελλάδα πριν από το τέλος του έτους, με εκλογή προέδρου από τη βάση. Στις διεργασίες συγκρότησης του νέου φορέα συμμετείχαν τα κόμματα που συγκροτούν τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και Το Ποτάμι.
Στις εκλογές που διεξήχθησαν για την ανάδειξη του επικεφαλής του νέου κόμματος, νικήτρια αναδείχθηκε η Φώφη Γεννηματά, επικρατώντας του ευρωβουλευτή του κόμματος, Νίκου Ανδρουλάκη, με 56,75%. Το νέο κόμμα ονομάστηκε Κίνημα Αλλαγής, του οποίου το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τη βασική συνιστώσα.
Η πορεία του ΠΑΣΟΚ μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν πορεία κατάρρευσης. Και είναι αξιοπερίεργο που οι τρεις πρόεδροι του κόμματος που έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατάρρευση ήταν τόσο συνοδοιπόροι του τους άγριους καιρούς της δικτατορίας (Κώστας Σημίτης, Γιώργος Παπανδρέου), όσο και στη συνέχεια (όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος).
Νωρίτερα, ο Κώστας Σημίτης ως δικηγόρος πρωτοστάτησε το 1965 στην ίδρυση του Ομίλου Πολιτικής Έρευνας «Αλέξανδρος Παπαναστασίου», με οικονομικά θέματα, ο οποίος όμως το 1967, με την έλευση της χούντας, μετεξελίχθηκε στην αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα», η οποία επτά χρόνια αργότερα συμμετείχε στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Ως μέλος της «Δημοκρατικής Άμυνας» κυνηγήθηκε για τη δράση του και διέφυγε στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί στο στρατοδικείο ερήμην. Η σύζυγός του τότε, όμως, η Δάφνη Σημίτη, συνελήφθη και κρατήθηκε δύο μήνες στην απομόνωση. Στο εξωτερικό ήλθε σε επαφή με τον Ανδρέα Παπανδρέου και έγινε μέλος του ΠΑΚ το 1970.
Σύντροφος, λοιπόν, και συνοδοιπόρος του Ανδρέα, έγινε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργός της Ελλάδας μετά την παραίτηση του ιδρυτή του κινήματος για λόγους υγείας. Η οκταετία του χαρακτηρίστηκε από λιτότητα, οικονομικά σκάνδαλα όπως του Χρηματιστηρίου και των Ολυμπιακών Αγώνων, η παράδοση του Οτσαλάν στους Τούρκους, το γκριζάρισμα στο Αιγαίο με αφορμή το θέμα των Ιμίων. Στα θετικά η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Κύπρου. Επίσης, η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, έστω και με αρνητική για τη χώρα μας ισοτιμία.
Στην ουσία ο Κώστας Σημίτης δημιούργησε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το κόμμα των τεχνοκρατών, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά του συστήματος αυτού, μακριά από τα πολιτικά οράματα του άλλοτε συντρόφου του και ιδρυτή του κόμματος στου οποίου το όνομα ήταν πρωθυπουργός επί μία οκταετία.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος υπηρέτησε το ΠΑΣΟΚ από διάφορες θέσεις και υπουργεία. Η γνώμη που είχε γι’ αυτόν ο Ανδρέας Παπανδρέου παρακολουθώντας την πορεία του νεαρού τότε πολιτικού; Σε μια συζήτηση που είχε με τον Τηλέμαχο Χυτήρη, ζητώντας τη γνώμη του, εκείνος απάντησε: «Πρόεδρε, ο Βενιζέλος είναι ικανός να διεκδικήσει κάποια στιγμή την ηγεσία και να γίνει πρόεδρος του κόμματος». Ο Ανδρέας χαμογέλασε και του ανταπάντησε: «Ο Βαγγέλης δεν έχει φιλοδοξία να γίνει πρόεδρος του κόμματος, έχει φιλοδοξία να γίνει πρόεδρος οποιουδήποτε κόμματος».
Η ρήση του αποδείχθηκε προφητική στην πορεία. Μετά την παραίτηση του Γιώργου Α. Παπανδρέου το 2012, ο Βενιζέλος έγινε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, χωρίς αντίπαλο. Ακολούθησαν εκλογές, το ΠΑΣΟΚ έχασε, με πρώτο κόμμα τη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Και ήλθε η συγκυβέρνηση που όλοι απεύχονταν, Ευάγγελου Βενιζέλου και Αντώνη Σαμαρά, η οποία αποτέλεσε το μεγάλο πλήγμα για το αποψιλωμένο κόμμα τού πάλαι ποτέ πρωτοπόρου ΠΑΣΟΚ, που κάποτε είχε στα μαύρα κατάστιχα τη Δεξιά, σε ό,τι αφορά τον Βενιζέλο. Στα αρνητικά του επίσης ήταν η προηγηθείσα απόφαση με το «χαράτσι», που ως υπουργός Οικονομικών πέρασε στους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Ακόμη νωρίτερα είχε περάσει τον επαίσχυντο νόμο περί μη ευθύνης υπουργών. Και τώρα στην περίεργη αυτή συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ ήλθε το περιβόητο PSI, με το οποίο αποκεφαλίστηκαν οικονομικά τα ασφαλιστικά ταμεία και όχι μόνο. Τώρα πλέον ο Ευάγγελος Βενιζέλος δεν είναι καν μέλος του ΠΑΣΟΚ.
Τελευταίο στη σειρά –και τρίτο χρονικά πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, με δεύτερο τον Κ. Σημίτη– θέλησα τον Γιώργο Α. Παπανδρέου. Πολλά τα ανέκδοτα για τον γιο του Ανδρέα, εκείνο το παλικαράκι που έτρεχε με τον πατέρα του από την περίοδο ακόμη του ΠΑΚ και της αντιδικτατορικής δράσης του. Μόνο που ο Γιώργος μεγάλωσε, έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας με το περίφημο «λεφτά υπάρχουν», κι όταν τα βρήκε μπαστούνια έφερε το ΔΝΤ στην Ελλάδα, και για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Η εξαθλίωση ενός περήφανου λαού, οι χιλιάδες αυτοκτονίες, οι αντιδράσεις με τους Αγανακτισμένους και τα ΜΑΤ να χτυπάνε αλύπητα τον κόσμο, ακόμη και προσωπικότητες όπως ο Μανώλης Γλέζος, είναι εικόνες που αποτελούν μαύρες σελίδες στην Ιστορία μας. Παρ’ όλη την ταραγμένη διαδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου, ο υιός δεν κατάφερε να διδαχθεί τίποτε από την πυγμή και την πολιτική σκέψη του πατέρα του, ως αποδείχθηκε τελικά. Πόσο λίγος μπροστά του…
Ωστόσο εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι ίδιον μόνο της Ελλάδας. Ο 21ος αιώνας χαρακτηρίζεται διεθνώς από κυβερνήσεις τεχνοκρατών. Οι σπουδαίοι ηγέτες που ενέπνεαν τους λαούς τους, δεν υπάρχουν πια…
Κι έτσι στη χώρα μας, μια δεκαετία μετά την έλευση της οικονομικής κρίσης, τίποτε δεν έχει αλλάξει ακόμη… Κρίμα…
«Σήκω, Ανδρέα, για να δεις τη διπλωματία της Αλλαγής»
(Ένα υποθετικό Σενάριο)
Των Κώστα Καρτάλη, Γιάννη Κορωναίου, Άννας Στεργίου, Francesco Vitali
Μόλις λίγο πριν από την επέτειο της 18ης Οκτώβρη 1981, κι ενώ η ένταση στα ελληνοτουρκικά δεν έχει ακόμη αποκλιμακωθεί, το «φάντασμα» του ιστορικού ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, πλανάται κι εμπλουτίζει τον διάλογο. Ουσιαστικά 39 χρόνια από την ιστορική νίκη του ΠΑΣΟΚ, που άλλαξε την ελληνική κοινωνία και ταυτίστηκε με την αλλαγή των συσχετισμών εξουσίας, η προσωπικότητα του Ανδρέα –ηρωική ή μισητή ανάλογα με την πλευρά της Ιστορίας, που ανήκει πολιτικά κάποιος– παραμένει ωσεί παρούσα στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Το ιστορικό «παράδειγμα» του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως το όρισε ο θεωρητικός Τόμας Κουν, παραμένει ακμαίο, δείχνοντας έναν διαφορετικό δρόμο: ορθώνει το ανάστημα του παλαιού, κραταιού «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» ως μία διπλωματική και αμυντική στάση, που διαπερνά διαφορετικά κόμματα και συνιστώσες. Ας μην ξεχνάμε ότι πλέον τέσσερα κόμματα διά των εκπροσώπων τους κρατούν σε υψηλόβαθμες θέσεις, ΠΑΣΟΚικά στελέχη: ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ, ΜέΡΑ25, ακόμη και Ν.Δ.
Η επιχείρηση αποδόμησης του Ανδρέα Παπανδρέου ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, είτε για λόγους πραγματικούς που συνδέονταν με την υγεία του ή παρακμιακά φαινόμενα, είτε γιατί κάποιοι καλόβλεπαν την καρέκλα του πρωθυπουργού. Κορυφώθηκε με τις αλλεπάλληλες επιθέσεις προς τη Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου κι εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του. Ήταν, δε, η απόλυτη πρόκληση από ένα σύστημα δελφίνων, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι «καλός ηγέτης είναι ο νεκρός ηγέτης», αφού δεν απειλεί την εξουσία κανενός.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου στην σύγχρονη Ιστορία έχει καταγραφεί ως το πρόσωπο- κλειδί για τη μετεξέλιξη της πορείας της χώρας, δίνοντας πολιτικό διέξοδο κι εξουσία στα μικροαστικά και εν μέρει μεσοαστικά στρώματα. Δημιούργησε νέες ευοίωνες προϋποθέσεις για τους αγρότες, άλλαξε τη δομή του Δημοσίου, το οικογενειακό δίκαιο, τον κοινωνικοπολιτικό χάρτη και εμπλούτισε τον πολιτικό διάλογο. Και αν η οικονομική του πολιτική έχει επικριθεί σφόδρα ως «κοινωνική πολιτική με δανεικά» από τους αντιπάλους του, η πολυδιάστατη εξωτερική του πολιτική και η δύναμή του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν επιδέχονται εύκολα κριτική. Δείχνει, δε, τις αδυναμίες των επιγόνων να συγκριθούν με το έργο του.
Παρά τη συστηματική προσπάθεια αποδόμησης του Ανδρέα Παπανδρέου, από στελέχη απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, ο ίδιος είχε επιλέξει να κρατά καλές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο ή ακόμη και με «δικτάτορες» για τη Δύση, όπως ο Γιαρουζέλσκι, κρατώντας ανοιχτό τον διάλογο σε πολλά επίπεδα. Έτσι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωνε το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» το 1977, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανταπαντούσε ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», δίνοντας μήνυμα ακεραιότητες κι εθνικής ανεξαρτησίας.
Επί της ουσίας, 39 χρόνια μετά, σε μία δύσκολη συγκυρία, η εξωτερική του πολιτική ξαναμπαίνει στο τραπέζι ως μάθημα διπλωματίας, ρητορικής αλλά και πολιτικής ουσίας. Αφενός λόγω της διορατικότητας και της δεινότητάς του να διαβάζει την ελληνική και διεθνή σκηνή, λειτουργώντας προληπτικά, αφετέρου να διαβάζει και τις υποσημειώσεις, τις μικρές λεπτομέρειες, βάζοντας στο τραπέζι την απειλή της καταστολής, χαράζοντας κόκκινες γραμμές, ιεραρχώντας ή αφήνοντας στην άκρη ένα θέμα. Έτσι, ενώ άλλοι μπορεί να του καταλογίζουν ότι έβαλε στο ψυγείο το βασικό προεκλογικό σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο», μπορούσε με άνεση να πει «Βυθίσατε το ΧΟΡΑ», να τα έχει βάλει με το «ΣΙΣΜΙΚ» ή να υποστηρίξει το «Mea Culpa».
Η εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου δεν είναι ίδια όλες τις εποχές. Βασική της διάσταση συνοψίζεται στη φράση: «Θέλουμε ειρήνη, αλλά δεν θα κιοτέψουμε να κάνουμε πόλεμο». Για πολλά χρόνια, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο άλλοτε καθηγητής του Μπέρκλεϊ, δεν θα επισκεφθεί την Αμερική. Δεν θα βγει από την ΕΟΚ, αλλά θα καταγγείλει τη σύμβαση, ζητώντας επαναδιαπραγμάτευση των όρων. Διόλου τυχαίο ότι λίγο πριν ψηφιστεί η σύμβαση την είχε χαρακτηρίσει «αποικιοκρατική», προκαλώντας νευρικό κλονισμό και στη δεξιά παράταξη αλλά και σε στελέχη της Αριστεράς. Ενώ δεν βγήκε από την ΕΟΚ, η πράξη του να καταθέσει μνημόνιο για επαναδιαπραγμάτευση των όρων οδήγησε σε αυξημένα κονδύλια για τη χώρα μας, τα λεγόμενα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, τα γνωστά μας ΜΟΠ, που έδωσαν ανάσα ανακούφισης στον αγροτικό κόσμο. Η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική συνδέθηκε με την έντονη παρουσία του Κάρολου Παπούλια, ενώ κορυφαίο στέλεχος στην άμυνα θ’ αναδειχτεί ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, ιστορικό στέλεχος, που τον στήριξε. Ο Παπανδρέου δεν ξέχασε ποτέ την Κύπρο, αλλά ήταν σε μόνιμο διάλογο με τους Ελληνοκύπριους αδελφούς. Η αντιφατικότητα και η ικανότητα του Ανδρέα Παπανδρέου ν’ αλλάζει με άνεση γραμμή πλεύσης, ανάλογα με τα συμφέροντα της χώρας, αναγνωρίστηκε σαφώς κι από αντιπάλους του, καίτοι κάποιοι των κατηγόρησαν για διγλωσσία στους ξένους και τους Έλληνες.
Έτσι, ενώ σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων ο Ανδρέας Παπανδρέου άνοιγε πόρτες και στην Ευρώπη με ομογάλακτους, όπως ο σοσιαλιστής ηγέτης Φρανσουά Μιτεράν, στη Μέση Ανατολή φαινόταν πρόθυμος να συνομιλήσει με ξένους ηγέτες, που οι Δυτικοευρωπαίοι και οι Αμερικανικοί παράγοντες τους αποκαλούσαν «δικτάτορες» ή «τρομοκράτες». Έτσι, εκεί που ξένοι γνωστοί ηγέτες έβρισκαν τοίχο, ο Ανδρέας Παπανδρέου άνοιγε δρόμους λόγω της μεγάλης επιρροής του στον αραβικό κόσμο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου διακρίθηκε στην «επιθετική διπλωματία», όπως του το αναγνωρίζουν ακόμη και αντίπαλοί του. Η άλλοτε ηγέτις της Μεγάλης Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, με την οποία τον χώριζε τεράστιο ιδεολογικό χάσμα εξάλλου, του είχε αναγνωρίσει ότι δεν έφευγε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς να πάρει κάτι για τη χώρα του.
Απρόβλεπτος αντίπαλος έως την τελευταία στιγμή, μπλόφαρε, απειλούσε, έβαζε βέτο, αλλάζοντας στρατηγική, ή ακόμη και πολεμώντας τον αντίπαλο με τα ίδια του τα μέσα, όπως με το κουρδικό ζήτημα ή τολμώντας να κάτσει υπό όρους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή να σηκωθεί εύκολα, αν θεωρούσε πως το παιχνίδι είναι στημένο.
Η «κινηματική» ιστορία αλλά και η ακαδημαϊκή καριέρα του Ανδρέα Παπανδρέου του επέτρεπε να μπορεί να συζητά στο ίδιο τραπέζι με τον Αραφάτ, που για κάποιους ήταν κόκκινο πανί, με τον απλό ξένο μετανάστη, και να συντρώγει με τον Μπιλ Κλίντον, με την ίδια άνεση. Υπό αυτήν την έννοια μπορούσε να φέρει το τραπέζι στα μέτρα του: Ν’ αξιοποιήσει και το τελευταίο του όπλο, διπλωματικό, αμυντικό, γνωστό, άγνωστο, μπροστινό, παρασκηνιακό, ώσπου να έχει το κατάλληλο αποτέλεσμα, αξιοποιώντας τις προσωπικές επαφές έως τα δίκτυα των ομογενών.
Είναι χαρακτηριστική η φράση ενός εκ των πιο στενών συνεργατών του, του Δημήτρη Κρεμαστινού, με τον οποίο η σχέση τους κράτησε έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ανδρέα Παπανδρέου, στην «Εφ.Συν.» στις 13/2/2020, λίγο προτού ο τέως αντιπρόεδρος της Βουλής να εγκαταλείψει τα εγκόσμια: «Ο Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε ότι η εξωτερική μας πολιτική πρέπει να είναι πολυδιάστατη και να μην είναι δεδομένη. Ενώ δηλαδή η χώρα ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επεδίωκε να κινείται μεταξύ Αμερικής, Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών του Γ΄ Κόσμου διατηρώντας ισορροπία. Καίτοι η Ελλάδα ήταν χώρα του ΝΑΤΟ, επεδίωκε να έχει άριστες σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, μέχρι του σημείου να παρεξηγείται η στάση του από τις δεξιές, συντηρητικές κυβερνήσεις των χωρών της Δύσης».
Το ερώτημα, όμως, παραμένει: Όταν όλοι σήμερα αναγνωρίζουν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ιστορικός ηγέτης της Κεντροαριστεράς, τι διαφορετικό θα έκανε, αν είχε σήμερα ν’ αντιμετωπίσει τις διαρκείς προκλήσεις και την αυξημένη επιθετικότητα της Τουρκίας; Ο Παπανδρέου δεν ζει, αλλά οι πράξεις του και οι παραλείψεις του δεν είναι άνευ ουσίας:
1ον. Συνυπέγραψε στις 22/5/1984 την Κίνηση των «6» για την παγκόσμια ειρήνη και τον αφοπλισμό μαζί με τον Φρανσουά Μιτεράν, τους μετέπειτα δολοφονημένους, την ηγέτιδα της Ινδίας, Ίντιρα Γκάντι, και τον Σουηδό πρωθυπουργό, Όλαφ Πάλμε, αλλά και τον πρόεδρο του Μεξικού, Μιγκέλ ντε λα Μαντρίντ, της Αργεντινής, Ραούλ Αλφονσίν, και της Τανζανίας, Τζούλιους Νιερέρε.
2ον. Διατήρησε και άνοιξε καλές σχέσεις με τις αραβικές χώρες και ιδιαίτερα με τους Παλαιστίνιους και τους Κούρδους, επιδιώκοντας να γνωρίζει η Τουρκία τις καλές του σχέσεις με τη Μέση Ανατολή.
3ον. Κράτησε καλές σχέσεις με τη Ρωσία και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
4ον. Δημιούργησε, προχώρησε κι ενεργοποίησε το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας –Κύπρου, με τον Μάκη Αρσένη ως υπουργό Άμυνας.
5ον. Σταμάτησε τις μπάρες στο εσωτερικό της Ελλάδας σηματοδοτώντας και την αξία του διαλόγου με τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης με πιλοτικά εκπαιδευτικά προγράμματα.
6ον. Χρησιμοποίησε το βέτο, οσάκις θεωρούσε ότι έπρεπε να επιβληθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
7ον. Κράτησε ανοιχτό τον διάλογο με τις υπόλοιπες ορθόδοξες χώρες μέσω της Διακοινοβουλευτικής της Ορθοδοξίας, που δημιούργησε ο κεντρογενής Στέλιος Παπαθεμελής, στην οποία η Ελλάδα και η Ρωσία έχουν μέχρι σήμερα αυξημένο ρόλο.
8ον. Άλλαξε την ατζέντα και συζήτησε με τους Αμερικανούς, όταν το κλίμα το επέτρεψε, και γενικά φρόντιζε να έχει πάντα ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας.
9ον. Με τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού φρόντισε να διατηρήσει επαφές με τους ομογενείς, όπου γης, ξέροντας ότι η δύναμή του είναι η Μεγάλη Ελλάδα.
10ον. Φρόντισε να κρατήσει ανοιχτή τη διαδικασία των λόμπι, μέσα από συγκεκριμένα συνδικαλιστικά δίκτυα, αγροτικά, εργατικά κ.ά., ώστε να μπορεί να έχει την κατάλληλη πληροφορία και να παρεμβαίνει κανονικά ή παρασκηνιακά στις ενωσιακές διαδικασίες.
Παρατηρώντας τα όσα συμβαίνουν σήμερα, ορισμένοι υποστηρίζουν πως σίγουρα δεν θα ήταν χλιαρή η αντίδρασή του απέναντι σ’ ένα καράβι, το οποίο κόβει βόλτες διαρκώς στο Αιγαίο. Όπως, ενώ είχε δεχτεί ασφυκτικές έως αφόρητες πιέσεις για να μπούμε ως χώρα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά δεν το δέχτηκε.
Η φράση του Ανδρέα Παπανδρέου όντας στην αντιπολίτευση «Βυθίσατε το Χόρα» έχει καταγραφεί στο ελληνικό συλλογικό θυμικό και υποσυνείδητο, καίτοι κάποιοι ισχυρίζονται πως ήταν σε συνεννόηση με τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ήταν η απάντηση σε αλλεπάλληλες προσπάθειες της γειτονικής Τουρκίας να βάλει την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με καυτή ατζέντα, φροντίζοντας οι Ευρωπαίοι να μη μείνουν μόνο σε ευχολόγια. Το περιστατικό συνέβη στις 6 Αυγούστου 1976, όταν το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «Χόρα» βγήκε στα ελληνικά χωρικά ύδατα στη βορειοανατολική πλευρά της Λέσβου. Η φράση «βυθίσατε το Χόρα» έχει μείνει ως υπόμνηση στάσης και ως μία από τις σοβαρότερες ελληνοτουρκικές κρίσεις μετά τη μεταπολίτευση, ακολουθώντας το δόγμα «αν θες την ειρήνη, να προετοιμάζεσαι πάντα για πόλεμο».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν βγήκε ούτε από την ΕΟΚ ούτε από το ΝΑΤΟ, γιατί –όπως λένε– ήξερε τι συμφέρει και τι δεν συμφέρει την Ελλάδα, αλλά και πότε να μπλοφάρει. Ενώ είχε καταγγείλει τη συμφωνία για ένταξη στην ΕΟΚ, ως «αποικιοκρατική», επισημαίνοντας ότι «αν ενταχθούμε στην ΕΟΚ, έπειτα από 15 χρόνια θα έχει καταληστευθεί ο εθνικός μας πλούτος, θα έχει ρυπανθεί ανεπανόρθωτα το περιβάλλον, θα μεταναστεύσουν τα νιάτα της χώρας…» («Καθημερινή», 27/1/2019) την κατήγγειλε, παίρνοντας ζεστό χρήμα για τον ελληνικό αγροτικό τομέα, που υπέφερε από την έλλειψη εκβιομηχάνισης και το ιδιαίτερα χαμηλό εισόδημα.
Αν και λίγοι από τους πρωτομάστορες-συνεργάτες του Ανδρέα Παπανδρέου, είναι αληθές πως ο Δημήτρης Κρεμαστινός θεωρούσε πως από τα κύρια προσόντα του ήταν «το προλαμβάνειν», αντί του «θεραπεύειν», φροντίζοντας για τους ακρίτες του Αιγαίου, με διάφορα μέτρα, όπως αυτό και της τηλεϊατρικής, ώστε να παραμείνουν στις επάλξεις. Το παράδειγμα της ιστορίας με το ερευνητικό σκάφος «ΣΙΣΜΙΚ» είναι μία κλασική περίπτωση, παπανδρεϊκής λογικής το 1987, μολονότι επρόκειτο αναμφίβολα για ένα έργο, που παιζόταν κορώνα-γράμματα, καλύπτοντας ωστόσο και τα νώτα του, έχοντας ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τη Βουλγαρία.
Διόλου τυχαία λοιπόν η επίσκεψη Κάρολου Παπούλια στον Πρόεδρο της Βουλγαρίας, Τεοντόρ Ζίφκοφ. Τον Μάρτιο του 1987, όταν ήταν σε εξέλιξη η κρίση με το «ΣΙΣΜΙΚ» («Ημερησία», 20/2/2018). Ο Ανδρέας Παπανδρέου έκλεισε τη βάση της Νέας Μάκρης και διά του Κάρολου Παπούλια υπέγραψε η Ελλάδα σύμφωνο στήριξης με τη Βουλγαρία, χώρα η οποία ανήκε στο «Σύμφωνο της Βαρσοβίας», προκαλώντας διεθνή σάλο και διπλωματικό πυρετό στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη, που αναγκάστηκαν ν’ αναδιπλωθούν και να μαζέψουν τον τουρκικό παράγοντα.
Την περίοδο που ο Ανδρέας οδηγείτο προς το βιολογικό τέλος -το πολιτικό είχε επέλθει μερικούς μήνες νωρίτερα- ο διάδοχος του στην πρωθυπουργία Κώστας Σημίτης αντιμετώπιζε τη σοβαρότατη κρίση των Ιμίων. Τον Ιανουάριο του 1996 Ελλάδα και Τουρκία έρχονται για ακόμα μια φορά στα πρόθυρα πολέμου με αφορμή το καθεστώς του νησιωτικού συμπλέγματος των Ιμίων. Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή, με το πιο ενδιαφέρον πλέον, ιδίως σε εποχές έντασης με την Τουρκία όπως σήμερα, να εστιάζεται στο γεγονός ότι εκείνες οι διαπραγματεύσεις, και με τη μεσολάβηση Κλίντον μέσω Χόλμπρουκ, για απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων και υποστολή σημαιών, σε μια βραχονησίδα που μέχρι τότε θεωρείτο ελληνική, αποτελούν την αρχή της υπόθεσης «γκριζάρισμα» του Αιγαίου από τους γείτονες. Υπάρχει, όμως, και συνέχεια.
Έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1997 οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας Κ. Σημίτης και της Τουρκίας Σ. Ντεμιρέλ, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, υπογράφουν μια συμφωνία, σύμφωνα με την οποία η ελληνική πλευρά αναγνωρίζει τα «νόμιμα ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο, δηλαδή πέραν των όσων ορίζουν οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Επίσης, η ελληνική πλευρά αναλαμβάνει τη «δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών», κάτι που όπως αποδείχθηκε αυτές τις ημέρες, οι Τούρκοι χρησιμοποιούν ως… ψωμοτύρι για να δημιουργήσουν έναν μανδύα νομιμότητας στις διεκδικήσεις τους. Μονομερείς ενέργειες, σύμφωνα με την ερντογανική Τουρκία, είναι η άσκηση εκ μέρους της Ελλάδας των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, όπως η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, οι έρευνες για πετρέλαιο, η σύναψη συμφωνίας με όμορα κράτη για χάραξη ΑΟΖ όπως η ελληνοαιγυπτιακή.
Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι, στις 10 Δεκέμβρη 1999, με πρωθυπουργό της Ελλάδας τον Κ.Σημίτη και της Τουρκίας τον Μ. Ετσεβίτ, αφορούσαν την δρομολόγηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εκεί η ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται για πρώτη φορά επίσημα τον όρο «συνοριακές διαφορές» με την Τουρκία. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 4 του κειμένου των Συμπερασμάτων της Συνόδου αναφέρεται ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση «παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Αλλιώς, θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Οι δυο υπογραφες Σημίτη κυνηγάνε ακόμα τη χώρα.
Από τους μετέπειτα πρωθυπουργούς, εκείνος με τον οποίον υπάρχουν ομοιότητες στην εξωτερική πολιτική είναι ο Κώστας Καραμανλής. Από διαφορετική πολιτική αφετηρία μεν αλλά ποτισμένοι με την ίδια νοοτροπία της πολυδιάστατης και ευέλικτης διπλωματίας βάσει των εθνικών συμφερόντων. Όπως ο Ανδρέας, έτσι και ο Κ. Καραμανλής χάραξε νέες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις πέραν των παραδοσιακών, όπως με την Κίνα, και ενίσχυσε σχέσεις πέραν της Δύσης, κυρίως με τη Ρωσία. Αν και δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα με την Τουρκία, κλήθηκε νωρίς στην πρωθυπουργία του να διαχειριστεί το σχέδιο Ανάν για την επίλυση του Κυπριακού. Πιστός στο δόγμα «Η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συμπαρίσταται» τάχθηκε δίπλα στον Τ. Παπαδόπουλο και στο «όχι» του κυπριακού λαού. Γνωρίζοντας τις θέσεις του Α. Παπανδρέου για το Κυπριακό, είναι δεδομένο ότι από αυτήν τη θέση τουλάχιστον θα ξεκινούσε και αυτός. Σε ό,τι αφορά στον ελληνοτουρκικό διάλογο για θέματα θαλασσίων ζωνών και κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως και ο Ανδρέας πίστευε ότι αν δεν έχουν οριμάσει οι συνθήκες για μια διαπραγμάτευση που θα έχει επωφελές αποτέλεσμα, δεν χρειάζεται για γίνει διαπραγμάτευση, μια διπλωματική στάση που είχε σφραγίδα Μολυβιάτη.
Αν ζούσε ο Ανδρέας, όταν ανέλαβε πρωθυπουργός ο γιός του Γιώργος, μόνο ικανοποιημένος δεν θα ένοιωθε από τον τρόπο που κινήθηκε διπολωματικά η χώρα επί της βραχύβιας πρωθυπουργίας του. Μονοδιάστατη το πρώτο διάστημα και στραμμένη εξ ολοκλήρου στις ΗΠΑ, με συμβούλους με αμερικανικά διαβατήρια και διάθεση μόνο για προσωπικές μπίζνες, έγιναν βήματα πίσω σε ό,τι αφορά στη θέση της χώρας στην περιοχή. Η κακή εικόνα ολοκληρώθηκε με τις υπογραφές των μνημονίων και το δέσιμο της χώρας με το ΔΝΤ, όταν ο πατέρας του είχε δώσει το παράδειγμα της μη προσφυγής παρά τις αφόρητες πιέσεις.
Όταν προέκυψε το θέμα του Σκοπιανού, ως απότοκο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου από τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έβλεπε τον κίνδυνο που παραμόνευε και υιοθέτησε σκληρή στάση για το ονοματολογικό καθώς και συμβούλευε την τότε κυβέρνηση να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, να έχει το πάνω χέρι στις συζητήσεις. Βλέποντας την κατάσταση που διαμορφωνόταν, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαλυόταν και ο ίδιος ετοιμαζόταν να αναρριχηθεί για δεύτερη φορά στην κυβέρνηση, φρόντισε να κρατήσει χαμηλά τους τόνους μέχρι να ενημερωθεί για το που είχαν φτάσει οι διαπραγματεύσεις. Στην πρώτη εμφάνισή του στη Βουλή ως πρωθυπουργός τον Ιανουάριο του 1994, ο Ανδρέας επέμεινε στη γραμμή των γνωστών «τριών όρων», στους οποίος περιλαμβανόταν η άρνηση ονομασίας με τη λέξη Μακεδονία. Ωστόσο αποκάλυπτε ότι ήδη η προηγούμενη κυβέρνηση με υπουργό Εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά είχε δεχθεί να κάνει υποχωρήσεις . «Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε αποδεχθεί συμβιβασμό στο όνομα, με επιθετικό προσδιορισμό στον όρο “Μακεδονία” και το δήλωνε δημοσίως και επισήμως, και εκ προοιμίου προς πάσα κατεύθυνση».
Ως ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές πολιτικούς και ηγέτες, ο Α. Παπανδρέου βλέποντας τις διαθέσεις των Αμερικανών αλλά και κοιτώντας πάντα προς την Ανατολή ως εν δυνάμει προερχόμενου κινδύνου αποφάσισε να αποδεχθεί εν μέρει τα τετελεσμένα και να προχωρήσει στην υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. «Εχοντας την αίσθηση της μόνιμης απειλής από την Τουρκία, έχοντας την ανοικτή πληγή του Κυπριακού, του πρώτου πάντα εθνικού μας θέματος, δεν έχουμε λόγο στις σχέσεις μας με τους άλλους γείτονές μας να μην κλείνουμε εκείνα τα μέτωπα που μπορούν να κλείσουν, χωρίς βλάβη, των εθνικών μας συμφερόντων». Ακόμα και στην τελευταία του ομιλία στη βουλή στο τέλος του 1995, μετά την υπογραφή της συμφωνίας με τα Σκόπια, ο Παπανδρέου αποδείχθηκε για ακόμα μια φορά προφήτης, βλέποντας μπροστά δυο δεκαετίες, όταν αυτοί που προκάλεσαν το πρόβλημα, διαγωνίζονταν για το τίνος η… σάρισα θα πάει μακρύτερα! «Κάθε θέμα έχει την ιστορία του, έχει το παρελθόν του. Και τα βάρη του παρελθόντος, ιδιαίτερα όταν μιλούμε για θέματα εξωτερικής πολιτικής, δεν μπορούν, δυστυχώς, να παραγνωρίζονται, γιατί τα βρίσκεις μπροστά σου σε κάθε επόμενη φάση, γιατί δημιουργούν δεσμεύσεις για τη χώρα, η οποία έχει συνέχεια στη διεθνή της υπόσταση, γιατί έχουν προσφέρει επιχειρήματα στην άλλη πλευρά. Επικρίνουν ορισμένοι την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ότι, μπαίνοντας στην επόμενη φάση της διαπραγμάτευσης, θα οδηγηθεί αναγκαστικά σε σύνθετη ονομασία. Λησμονούν, δήθεν, ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε σπεύσει να αποδεχθεί τη σύνθετη ονομασία και δεν είχε καν την πρόνοια να αναμένει να προηγηθεί η απάντηση του Κίρο Γκλιγκόροφ, ο οποίος, δύο μέρες μετά, στις 29 Μαΐου του ’93, με την κατηγορηματικά αρνητική απάντησή του, έθετε ουσιαστικά τέρμα σε εκείνη τη φάση του διαλόγου.
»Το λέω αυτό και ως απάντηση σε όσους επιμένουν να αναζητούν συγκρίσεις ανάμεσα στην Ενδιάμεση Συμφωνία και το σχέδιο συμφωνίας που διαπραγματευόταν η Νέα Δημοκρατία. Είμαστε έτοιμοι για κάθε σύγκριση, σημείο προς σημείο, αλλά δεν μπορεί βεβαίως να συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Δεν μπορείς να συγκρίνεις μία συμφωνία που έχει υπογραφεί με μία συμφωνία που όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, όχι μόνο δεν παρέμεινε ένα απλό σχέδιο, αλλά είχε προσκρούσει στην απόλυτη άρνηση της άλλης πλευράς». Ήταν η τελευταία εμφάνιση του στο κοινοβούλιο ως πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Δυστυχώς, η διπλωματική κληρονομιά του Ανδρέα Παπανδρέου έμεινε πίσω και ο κόσμος πάντα θα θυμάται το «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς από τον μετέπειτα πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη. Καίτοι η σημιτική πλευρά θεωρεί ότι έπρεπε να γίνει αυτό, διότι στα μάτια των Αμερικανών ο Σημίτης είχε καταγραφεί ως «γερμανόφιλος», είχε μόλις αναλάβει τα ηνία της χώρας και υπήρξε εμπλοκή με τα Ίμια, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις νεαροί αξιωματικοί, ωστόσο η ελληνική πλευρά φάνηκε χλιαρή. Στον αντίποδα, η μεθοδολογία της Τουρκίας ενώ μέχρι σήμερα παραμένει η ίδια, ο τωρινός πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως τον κατηγορούν κόμματα της αντιπολίτευσης –μείζονα κι ελάσσονα– κάνει το χειρότερο λάθος. Ενεργοποιεί τα δίκτυα του Λαϊκού Κόμματος και της διπλωματίας, αλλά εμφανίζεται ως το «καλό παιδί» και ο «προβλέψιμος». Ό,τι χειρότερο, δηλαδή, για να μας πάρει ένας κακός γείτονας, όπως η Τουρκία και οι συν αυτώ που έχουν δικά τους συμφέροντα στην περιοχή, στα σοβαρά.
Το «τόπο στα νιάτα» ήταν ένα ρητό που ταίριαζε γάντι με τη ψυχοσύνθεση του ΠΑΣΟΚ διαχρονικά. «Τα περήφανα νιάτα» έλεγε ο Ανδρέας, προαναγγέλλοντας το δικαίωμα ψήφου από τα 18, και… έπαιρνε όλο το χαρτί στις κάλπες από τους ψηφοφόρους των νεότερων ηλικιών. Στα χνάρια του πατέρα του και ο Γιώργος, που κυριολεκτικά κατήργησε την κομματική επετηρίδα, επιβάλλοντας υπουργούς, στελέχη και υποψήφιους βουλευτές τόσο νέους ηλιακά όσο και μη επαγγελματίες πολιτικούς. Το πείραμα μπορεί να μην ευδοκίμησε ή τουλάχιστον να μην απέδωσε τα αναμενόμενα, ωστόσο στο ΠΑΣΟΚ παρέμειναν προσηλωμένοι στο δόγμα «δίνουμε ευκαιρίες στους νέους», καθώς «είναι στη φιλοσοφία μας να αφήνουμε όλα τα μπουμπούκια να ανθίσουν» όπως έλεγε παλιός πολιτικός αναλυτής και γνώστης τα της Χ. ΤΡΙΚΟΎΠΗ.
Και σήμερα, στο διάδοχο σχήμα του ΠΑΣΟΚ, το ΚΙΝΑΛ, κυριαρχεί το νέο αίμα. Η πρόεδρος του Κινήματος Φώφη Γεννηματά περιστοιχίζεται από νεότατα στελέχη, τα οποία πρωτοήρθαν σε επαφή με την πολιτική στις αρχές της δεκαετίας του 10, κυρίως στα αμφιθέατρα, επί ΓΑΠ, και ενηλικιώθηκαν απότομα στα τέλη της δεκαετίας, όταν το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και εκλογικά σε μονοψήφια νούμερα. «Μόνο ικανοποίηση μπορεί να υπάρχει για αυτά τα παιδιά που δοκιμάστηκαν στα δύσκολα και τα πάνε εξαιρετικά. Η δημοκρατική παράταξη δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί φυτώριο στελεχών αλλά και πολιτικών ιδεών, καθώς μάθαιναν από νωρίς τα μυστικά της πολιτικής δίπλα στους παλιούς, όπως γινόταν πάντα, από την εποχή του Ανδρέα. Απλά το πρόβλημα είναι ότι είμαστε λίγοι για να κάνουμε πολλά» καταλήγει ο πολιτικός αναλυτής.
Σε θέσεις κλειδιά του κόμματος βρίσκονται άνθρωποι που έχουν ηλικίες κοντά στα 40. Ο γραμματέας του κόμματος, Μανώλης Χριστοδουλάκης, είναι κάτω των 30, ο γραμματέας επικοινωνίας Παναγιώτης Βλάχος είναι λίγο μεγαλύτερος από 40 ετών, ο εκπρόσωπος Τύπου και στενός συνεργάτης της Γεννηματά, Παύλος Χρηστίδης, είναι στα 37 ενώ ο εκπρόσωπος κοινοβουλευτικού έργου του Κινήματος Σπύρος Καρανικόλας είναι λίγο πάνω από 30 ετών. Η … αλλαγή της Φώφης, η ανανέωση, δηλαδή, του κόμματος, με την τιμητική -ή λιγότερο τιμητική- αποστρατεία των περισσοτέρων από τους παλιούς και την ανάδειξη νέων προσώπων, αναδείχθηκε σε πρωταρχικό διπλό στόχο για την πρόεδρο του. Κατ’ αρχάς στόχευε εκλογικά στα ηλικιακά γκρουπ 18-45 και κατά δεύτερον, τα στελέχη αυτής της ηλικίας δεν είχαν καμία σχέση με το βεβαρημένο παρελθόν των πρωτοκλασσάτων στελεχών των εποχών διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Χαμηλό μέσο όρο ηλικιακά έχει και η κοινοβουλευτική ομάδα του Κινήματος Αλλαγής αλλά και η ομάδα των διεκδικητών του προεδρικού θώκου. Αν και είναι ακόμα νωρίς για να… βγουν τα σπαθιά από τα θηκάρια, καθώς το συνέδριο εκλογής του νέου προέδρου είναι σε περίπου έναν χρόνο, το Νοέμβριο του 2021, έχουν εκδηλωθεί ήδη προθέσεις, είτε στο προσκήνιο είτε στο παρασκήνιο, από στελέχη του κόμματος. Την προεδρία αναμένεται να διεκδικήσει για δεύτερη φορά ο Νίκος Ανδρουλάκης. Ο κρητικής καταγωγής ευρωβουλευτής, δεν έχει κρύψει ποτέ τις φιλοδοξίες του, διατυπώνει με προσεκτικό τρόπο τις διαφορετικές απόψεις του και συνεχίζει να συντηρεί ένα καλά οργανωμένο δίκτυο οπαδών στις τάξεις της νεολαίας και του συνδικαλιστικού κινήματος. Η εμπειρία του από τις περασμένες εσωκομματικές εκλογές αλλά και η ενίσχυση του πολιτικού προφίλ του στα χρόνια που πέρασαν, αναμένεται να λειτουργήσει υπέρ του.
Από τις Βρυξέλλες προέρχεται μια ακόμα δυνητική υποψηφιότητα για την αρχηγεία, επίσης νεαρότατης ηλικίας. Πρόκειται για την Εϋα Καϊλή, η οποία πλέον μετρά αρκετά «χιλιόμετρα» πολιτικής εμπειρίας στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, έχοντας ισχυρές διασυνδέσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Με δράση για την οικολογία, την πράσινη ανάπτυξη, την κοινωνική οικονομία, η κα. Καϊλή δείχνει ότι μπορεί να εξελιχθεί σε πόλο αν και η ίδια θολώνει τα νερά για τις προθέσεις της.
Δυο ακόμα υποψήφιοι από τη.. next generation του Κινήματος είναι οι βουλευτές Ηλείας Μιχάλης Κατρίνης και Δυτικού Τομέα Νάντια Γιαννακοπούλου. Επικοινωνιακός, με αναφορές στο παλιό αντιδεξιό ΠΑΣΟΚ και ανοικτός σε συζητήσεις για τη δημιουργία ενός ισχυρού προοδευτικού πυλώνα, ο κ. Κατρίνης κατά πολλούς διαθέτει αυτό το «φρέσκο» που χρειάζεται για μια επανεκκίνηση. Η κα. Γιαννακοπούλου εξελέγη πρώτη βουλευτής στον τομέα της, αφήνοντας πίσω της «μεγαθήρια» της παράταξης. Με προσωπικό πολιτικό λόγο αλλά και απόψεις που τη φέρνουν σε σύγκρουση με την ηγεσία του κόμματος, η κα Γιαννακοπούλου δεν έχει αποκλείσει σε ιδιωτικές συζητήσεις το ενδεχόμενο να διεκδικήσει την προεδρία.
Ετών 39 λοιπόν γίνεται σήμερα εκείνος ο εκλογικός θρίαμβος ενός κόμματος, που γεννήθηκε από τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας, και μεγάλωσε, και κουβάλησε σχεδόν για τέσσερις δεκαετίες τις ελπίδες και τους φόβους, τους διάπλατους δρόμους και τα αδιέξοδα ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού. Και σε ό,τι έχει απομείνει από εκείνο το μαζικό, λαϊκό κίνημα, ηχεί ακόμα ως αντίλαλος η βραχνή φωνή της Μελίνας στον Ανδρέα: «Πρόεδρε, δεν αρέσουμε πλέον»…