ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Αφιέρωμα στον Τόλη Βοσκόπουλο, στις επιτυχίες του και στις γυναίκες της ζωής του
Ο Oscar Wilde, είναι ένας από τους πιο γνωστούς ιρλανδούς συγγραφείς.
Πολυτάλαντος και αντισυμβατικός, εξαιρετικά ιδιοφυής και παθιασμένος, κατάφερε να γίνει ο πιο αναγνωρίσιμος καλλιτέχνης της βικτωριανής εποχής. Έγινε διάσημος για το πνευματώδες του γράψιμο, αλλά όχι μόνο. Τόσο τα καυστικά του κοινωνικά σχόλια μαζί με τη σκανδαλώδη ιδιωτική του ζωή, τον χαρακτήρισαν και έγινε πολέμιος υπερασπιστής του δόγματος της τέχνης για την τέχνη, αρνούμενος την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ηθικής παραμέτρου στην τέχνη.
Πρόκειται για έναν από τους κύριους εκπροσώπους του αισθητισμού, το κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στη Βρετανία και θεωρείται ως το αγγλικό παρακλάδι του γαλλικού συμβολισμού.
Γεννήθηκε στο Δουβλίνο στις 16 Οκτωβρίου 1854. Γονείς του ήταν ο Dr. William Wills και η Jane Francesca Wilde, οι οποίοι είχαν γράψει ιρλανδική εθνικιστική ποίηση με το ψευδώνυμο «Speranza».
Σπούδασε στο Trinity College, όπου ανέπτυξε ενδιαφέρον για την ελληνική τέχνη και τον πολιτισμό, κερδίζοντας για τις επιδόσεις του το Χρυσό Μετάλλιο Μπέρκλεϊ, το οποίο αποτελούσε τη μεγαλύτερη τιμητική διάκριση για φοιτητή του κολεγίου.
Παράλληλα, του χορηγήθηκε υποτροφία για το Magdalen College της Οξφόρδης, όπου και συνέχισε τις σπουδές του μέχρι το 1878, λαμβάνοντας το βραβείο Newdigate για την ποιητική του σύνθεση με τίτλο «Ραβέννα» («Ravenna»).
Εκεί ο ποιητής γοητεύτηκε από τις διδασκαλίες των John Ruskin και Walter Pater, των οποίων οι θεωρίες τέχνης επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το έργο του.
Ο πρώτος πίστευε ότι η δημιουργία τέχνης και ομορφιάς πρέπει αναπόφευκτα να εξυπηρετήσει έναν ηθικό σκοπό για τη βελτίωση της ανθρωπότητας, ενώ ο δεύτερος ότι η τέχνη πρέπει να διερευνήσει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας, ακόμη και την ικανότητα για κακό και αμαρτία.
Εξέφρασε επίσης ένα σύντομο ενδιαφέρον για τη Ρωμαιοκαθολική πίστη κατά τη διάρκεια του χρόνου του στην Οξφόρδη, αλλά το εγκατέλειψε όταν πεθαίνοντας ο ετεροθαλής αδελφός του τού άφησε ένα ποσό 100 λιρών και ένα μερίδιο στο εξοχικό σπίτι του πατέρα τους, με μοναδική προϋπόθεση ο Όσκαρ να παρέμενε Προτεστάντης.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1878 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λονδίνο, όπου έγραψε το πρώτο του έργο, «Βέρα», και το 1881 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή ποιημάτων, ενώ την ίδια χρονιά ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για μία σειρά θεωρητικών διαλέξεων για το αισθητικό κίνημα στη Βρετανία.
Στο τελωνείο τον ρώτησαν τι είχε να δηλώσει και εκείνος απάντησε… «τη μεγαλοφυΐα μου»!
Και ενώ είχε προγραμματιστεί να δώσει πενήντα διαλέξεις σε ένα διάστημα τεσσάρων μηνών, εκείνος παρέμεινε στις ΗΠΑ περίπου ένα χρόνο, δίνοντας συνολικά 140 διαλέξεις.
Ακολούθησε το Παρίσι το οποίο μάγεψε, η Βρετανία και η Ιρλανδία. Η κάθε του διάλεξη ήταν και ένα μοναδικό one man show, θεατρικές παραστάσεις χωρίς υπόθεση και, ενώ προκαλούσε την αποδοκιμασία των κριτικών, αργότερα δήλωσε… «Όταν με λοιδορούν, τότε ξέρω ότι πέτυχα».
Το 1884 παντρεύτηκε την Constance Lloyd, κόρη ενός δικηγόρου, όπου μαζί απέκτησαν δύο γιους. Τον Cyril (γεννήθηκε το 1885) και τον Vyvyan (γεννήθηκε το 1886).
Η πρώτη ομοφυλοφιλική σχέση του συνέβη το 1887 με τον μαθητή του Cambridge Robert Ross, γιο του Γενικού Εισαγγελέα του Καναδά. Η σχέση τους διήρκεσε δύο χρόνια.
Ο Ουάιλντ συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, δημοσιογραφώντας και κάνοντας κριτικές. Στη συνέχεια, ανέλαβε και την έκδοση ενός περιοδικού, του «The Lady’s World» (από το 1887-1889) το οποίο και μετονόμασε σε «The Woman’s World».
Το 1888 εκδόθηκε το έργο του «Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας και άλλα παραμύθια». Η λογοτεχνική του δόξα απογειώθηκε το 1891 με το εξαιρετικά μοναδικό μυθιστόρημα «Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι».
Ο στενός του κύκλος θεωρούσε ότι το έργο είχε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ το ίδιο βιβλίο χρησιμοποιήθηκε το 1895, κατά τη διάρκεια της δίκης του.
Αναμφισβήτητα θεωρείται ένα από τα πιο διάσημα μυθιστορήματα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Η ποιότητα του έργου δεν ήταν αυτό που έφερε την αρχική φήμη, αλλά το περιεχόμενο που για τα δεδομένα της εποχής θεωρήθηκε «σοκαριστικό».
Το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» εντάσσεται αναμφίβολα στα αριστουργήματα της κλασικής λογοτεχνίας. Ο δημιουργός μπήκε στην άκρη, ενώ ο κεντρικός ήρωας κατάφερε να τραβήξει πάνω του φώτα της δημοσιότητας. Η επιτυχία του «Ντόριαν Γκρέι» γίνεται ακόμη πιο αξιοπρόσεκτη αν σκεφτεί κανείς ότι υπήρξε το μοναδικό δημοσιευμένο μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ. Ένα έργο γραμμένο σε αστραφτερή πρόζα με εμβληματικούς χαρακτήρες, και διαλόγους γεμάτους με εύστοχους και πνευματώδεις αφορισμούς.
Ήταν όμως αρκετό για να του εξασφαλίσει την υστεροφημία που διαρκεί πάνω από έναν αιώνα μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου, αλλά και μια σειρά από καταστροφικές περιπέτειες για τον ίδιον τον συγγραφέα, τον οποίο καταδίωξαν σε σημείο εξόντωσης.
Ο Όσκαρ σε κάποιο γράμμα του παραδέχεται για τους τρεις βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου πως αποτελούν εκδοχές του εαυτού του. «Ο Μπάζιλ Χόλγουορντ είναι το τι νομίζω πως είμαι, ο Λόρδος Χένρυ αυτό που νομίζει ο κόσμος για μένα, και ο Ντόριαν αυτό που θα ήθελα να ήμουν – κάποτε ίσως».
O Λόρδος Άλφρεντ Μπρους Ντάγκλας, γόνος του Μαρκήσιου του Κουίνσμπερυ, ένα κακομαθημένο αγόρι που μπορούσε να κατασπαταλά από νεαρή ηλικία υπέρογκα ποσά για τη διασκέδασή του, επιθυμούσε διακαώς να καταξιωθεί ως ποιητής παρ’ ότι εθεωρείτο επιεικώς μέτριος. Είχε εργαστεί ως δημοσιογράφος και απέκτησε μία απαράμιλλη εμμονή με τον Όσκαρ Ουάιλντ πολύ πριν τον γνωρίσει προσωπικά.
Έχοντας διαβάσει 14 φορές συνεχόμενα το διήγημα «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τον συναντήσει από κοντά. Αυτή η μοναδική ευκαιρία έρχεται όταν ο ξάδελφός του, Λιονέλ Τζόνσον, τον συστήνει το 1891 σε μια κοσμική συνάντηση με τον Ιρλανδό συγγραφέα.
Ακαριαία ήλθε η μοιραία έλξη. Μία έντονη έλξη που οδήγησε σε ένα μοιραίο πάθος πιο δυνατό από τη λογική και το γεγονός ότι ο Όσκαρ ήταν ήδη παντρεμένος με δύο παιδιά. Τίποτε δεν μπόρεσε να σταματήσει τον Ουάιλντ, ο οποίος μαγεύεται παρασυρόμενος τόσο από την ομορφιά όσο και από τον κακομαθημένο αυθορμητισμό του Άλφρεντ.
«Αγαπημένε μου, θα ’θελα να το σκάγαμε μαζί. Κάπου που θα ήταν ζεστά και γεμάτο χρώματα…» του γράφει λίγους μήνες μετά…
Όμως δυστυχώς τα ήθη της εποχής δεν επιτρέπουν ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο άνδρες.
Ο Ουάιλντ χάνει το μυαλό του μέσα στο πάθος που τρέφει για τον νεαρό Άλφρεντ και συνεχίζει να του γράφει διαρκώς γράμματα και του αφιερώνει τα έργα του. Ο Άλφρεντ όμως, ενώ κολακεύεται που εξάπτει μία ερωτική μανία στον Ουάιλντ, δεν σταματά τις ατασθαλίες του.
Μεθάει και υπερσπαταλά τεράστια χρηματικά ποσά για τις συντροφιές αγοριών του αγοραίου έρωτα και στέλνει τους λογαριασμούς στον Ουάιλντ, εφόσον ο ίδιος δεν μπορούσε να εξασφαλίσει χρήματα από την οικογένειά του. Ο Ουάιλντ ολοένα και παρασύρεται από τον απατηλό εραστή του και δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, όπως και όφειλε για την εποχή. Οι ψίθυροι πληθαίνουν και ο πατέρας του Ντάγκλας απειλεί θεούς και δαίμονες, αλλά επίσης και να αποκληρώσει τον γιο του, αν συνεχίσει αυτήν τη σχέση.
«Σε μισώ», του γράφει εκείνος, αποδεικνύοντας απλά με δύο λέξεις του πως δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τον Ουάιλντ. Τουλάχιστον για την ώρα…
Το ζευγάρι έχει έντονους καβγάδες και ο Όσκαρ δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλέον στις σπατάλες του νεαρού εραστή του, ο οποίος δεν νοιάζεται για τίποτε και διαδίδει παντού «την ιδιαίτερη σχέση του» με τον Ουάιλντ, ενώ επιτηδευμένα αφήνει μέσα στα ρούχα που χαρίζει στους εραστές του τα γράμματα αγάπης του Ουάιλντ, ο οποίος και γίνεται αμέσως στόχος εκβιασμών.
Από την άλλη, ο εμμονικός πατέρας του νεαρού κάνει τα πάντα για να διασύρει τον Όσκαρ Ουάιλντ. Πετυχαίνει να τον συλλάβουν για σοδομισμό, μία πράξη που εκείνη την εποχή τιμωρείτο με φυλάκιση.
Ο συγγραφέας διασύρθηκε στα δικαστήρια ως ένας «μεσήλικας που παρέσυρε μικρά ανόητα αγόρια στην ακολασία». Στο δικαστήριο εμφανίστηκαν τα περισσότερα από τα ερωτικά γράμματά του, ενώ τον ρωτούσαν επίμονα αν το συγγραφικό του έργο υποκινούσε σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις.
Ο Ουάιλντ χάνει τη δικαστική διαμάχη. Στις 25 Μαΐου του 1895 καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα δύο ετών και κλείνεται στη φυλακή, υποχρεωμένος να πληρώσει και όλα τα δικαστικά έξοδα μένοντας πλέον απένταρος.
Αξιοσημείωτο είναι πως, κατά τη διάρκεια όλων των δικών αλλά και της φυλάκισής του στη συνέχεια, ο Ντάγκλας έλαμπε διά της απουσίας του!
Στη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή, και κάτω από όποιες άθλιες συνθήκες, γράφει την «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ», το τελευταίο σπουδαίο έργο του, που ανήκει στα σημαντικότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μία καταγραφή-διαμαρτυρία των εμπειριών του από τη φυλακή.
Στη φυλακή, επίσης, γράφει και το έργο «De Profundis» («Εκ Βαθέων»), ώστε να το στείλει ως γράμμα στον απόντα Άλφρεντ.
Βγαίνοντας από τη φυλακή, η ζωή του στην Αγγλία γίνεται ανυπόφορη. Ο ίδιος αποφασίζει να καταφύγει στην Ευρώπη, με τα χρήματα της γυναίκας του, και λίγο αργότερα τον ακολουθεί και ο Άλφρεντ. Θα ζήσουν μαζί σε Γαλλία και Ιταλία, αλλά οι έντονοι καβγάδες τους προδίδουν το κλίμα της σχέσης.
…Όταν ήμουν νέος, νόμιζα ότι το χρήμα είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή. Τώρα που είμαι γέρος, το ξέρω.
Το 1898, ο Άλφρεντ με τον θάνατο του πατέρα του αποκτά ένα εισόδημα, αλλά ποτέ δεν θα το μοιραστεί με τον χρεοκοπημένο Ουάιλντ.
Οι δρόμοι του ζευγαριού χωρίζουν για πάντα, ενώ 2 χρόνια αργότερα, ο Ουάιλντ πεθαίνει στις 30 Νοεμβρίου του 1900, σε ένα παρισινό ξενοδοχείο.
Κατά τη διάρκεια της κηδείας, ο Ντάγκλας προσπαθούσε να το παίξει «θλιμμένος εραστής», προκαλώντας την οργή των φίλων του Όσκαρ.
Στην κηδεία του παρέστησαν μόλις δεκατέσσερα άτομα. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Ρίτσαρντ Έλμαν, ο θάνατος του ποιητή οφειλόταν σε σύφιλη, ωστόσο ο Μέρλιν Χόλαντ, επίσης βιογράφος και εγγονός του Ουάιλντ, θεωρεί πως η ερμηνεία αυτή αποτελεί παρανόηση, συνδέοντας τη μηνιγγίτιδα που τον πρόσβαλε με μία χειρουργική επέμβαση που είχε προηγηθεί.
Ο τάφος του βρίσκεται στο Παρίσι και στον οποίο αναγράφεται:
«Γι’ αυτόν, η τσακισμένη λήκυθος του οίκτου θα γεμίζει με ξένα δάκρια. Γιατί θα τονε θρηνούν οι απόκληροι της ζωής κι οι απόκληροι πάντα κλαίνε», στίχοι από τη «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ».
Το ανεκτίμητο έργο του έγινε παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Με έμπνευση το σημαντικό του έργο έχουν γραφτεί όπερες, συμφωνικά ποιήματα, ορχηστρικές σουίτες, μπαλάντες, μιούζικαλ αλλά και ροκ τραγούδια.
Ο Boris Arapov έγραψε το 1971 το μπαλέτο «The Picture Of Dorian Gray», ενώ ο Αμερικανός Lowell Liebermann το 1997, ο Αυστραλός W. Arundel Orchard το 1919 και ο Γερμανός Hans Schaeuble έγραψαν όπερες με το ομότιτλο έργο.
Το αριστουργηματικό θεατρικό του έργο «The Importance Of Being Earnest» (ελλ. μετ. «Η σημασία τού να είναι κανείς σοβαρός») είναι αυτό που έχει διασκευαστεί τις περισσότερες φορές σαν μιούζικαλ, έχει γίνει ταινίες, και έχει ανέβει άπειρες φορές στο Διεθνές Θέατρο Παγκοσμίως.
Η «Σαλώμη», το θεατρικό έργο που παρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1896, έγινε μονόπρακτη όπερα από τον Γερμανό συνθέτη Richard Strauss.
Το «De Profundis» έχει γίνει ορατόριο από τον Frederic Rzewski το 1991 και ο Larry Sitsky το διασκεύασε σε μονόδραμα.
Η «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ» έγινε τραγούδι με τον τίτλο «Each Man Kills The Things He Loves» από τον Gavin Friday.
Το σήμα κατατεθέν του Όσκαρ Ουάιλντ είναι τα αποφθέγματά του από τα οποία παραθέτουμε μερικά…
…Η εμπειρία είναι απλά το όνομα που δίνουμε στα λάθη μας.
…Τις γυναίκες φτιάχτηκαν για να τις αγαπάμε και όχι για να τις καταλαβαίνουμε.
…Μεταξύ αντρών και γυναικών δεν υπάρχει φιλία. Υπάρχει πάθος, εχθρότητα, λατρεία αλλά όχι φιλία. Οι πραγματικοί φίλοι σε μαχαιρώνουν από μπροστά.
…Δύο τραγωδίες υπάρχουν στη ζωή. Η μία να μην πάρεις αυτό που θέλεις και η άλλη να το πάρεις.
…Ένας άντρας μπορεί να είναι χαρούμενος με οποιαδήποτε γυναίκα, αρκεί να μην την αγαπάει.
…Είμαστε όλοι στον βούρκο, αλλά κάποιοι κοιτάμε τ’ αστέρια.
…Μπορώ ν’ αντισταθώ στα πάντα, εκτός από τον πειρασμό.
…Όλες οι γυναίκες γίνονται σαν τις μητέρες τους. Αυτή είναι η τραγωδία τους. Κανένας άντρας δεν γίνεται. Αυτή είναι η τραγωδία του.
…Οτιδήποτε δημοφιλές είναι λάθος.
…Όταν οι άνθρωποι συμφωνούν μαζί μου πάντα, αισθάνομαι ότι πρέπει να είμαι λάθος.
Ο Όσκαρ Φίνγκαρ Ο’Φλάχερτι Γουίλ Ουάιλντ, πάντα προσεγμένος μέχρι το τέλος, λάτρευε το καλαίσθητο, το αρμονικό, το ωραίο. Αναστάτωσε τη βικτωριανή Αγγλία, την Ευρώπη και όλον τον κόσμο, και θα συνεχίζει να μας υπενθυμίζει με τα αιώνια αριστουργήματά του την πραγματικότητα για τις κοινωνίες.
Χωρίς δήθεν καθωσπρεπισμούς και περιττές μάσκες.
Απλά, λιτά, με την κοφτερή συμπυκνωμένη αποφθεγματική γραφή του λόγου του..
«…Εκείνοι που βρίσκουν άσχημα νοήματα σε όμορφα πράγματα, είναι διεφθαρμένοι χωρίς να είναι θελκτικοί. Και αυτό είναι σφάλμα... Εκείνοι που βρίσκουν όμορφα νοήματα σε όμορφα πράγματα είναι οι καλλιεργημένοι. Γι’ αυτούς υπάρχει ελπίδα… Εκλεκτοί είναι εκείνοι που στα ωραία πράγματα βλέπουν μονάχα την ομορφιά…»