Από μικρή, ονειρευόμουν ένα πράγμα: να γίνω δημοσιογράφος. Δεκαοχτώ χρονών πέρασα στη Νομική, ακολουθώντας επιταγές γονιών και δασκάλων. Για καλό ήταν, ίσως. Γιατί κανείς και τίποτα δε με σταμάτησε από το να γράφω σε φοιτητικές εφημερίδες, free press, sites και, αργότερα, «κανονικές και με το νόμο» εφημερίδες των περιπτέρων.
Σήμερα, είμαι 26 και συνεχίζω να κάνω αυτό που αγαπώ: να γράφω, να δημοσιογραφώ. Στην περιουσία μου, προσετέθη υπερήφανα και μια κάμερα, δύο πολύ καλά μαγνητοφωνάκια. Το laptop μου, φυσικά, το προσέχω σαν τα μάτια μου. Είναι το δεύτερό μου σπίτι.
Όλα αυτά τα χρόνια, γνώρισα πολλά παιδιά της ηλικίας μου και μεγαλύτερα να παλεύουν για το ίδιο πράγμα: ποιοτικό περιεχόμενο, πρωτότυπος λόγος, διάκριση της πένας. Αστεία άρθρα, αξιοζήλευτες συνεντεύξεις, συχνά εκατοντάδες likes στα social.
Κάποιες από αυτές τις νεόκοπες πένες ετάχθησαν στο πολιτικό ρεπορτάζ: Βουλή, πολιτικά αστειάκια, κριτική σκέψη, δημοσιογραφία μετά κοστουμιών και παράξενων ωραρίων.
Άλλοι, επέλεξαν το δρόμο, την τέχνη, τα θέατρα, τις προσωπικότητες, τα ταξίδια, τις γεύσεις. Οι… του πολιτιστικού, του ελεύθερου, του κοινωνικού ρεπορτάζ. Οι λίγο πιο χύμα, που οφείλουν να είναι πιο δημιουργικοί, να κατεβάζουν ιδέες γρήγορα, να είναι και ίδιοι λιγάκι καλλιτέχνες.
Για όλους εμάς, δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια κάποιες ευκαιρίες: εταιρείες επικοινωνίας μας προσέλαβαν για κειμενογράφους, μαγαζιά για να τους τρέχουμε το facebook, ραδιοφωνικοί σταθμοί για να φτιάχνουμε τους καφέδες και να σηκώνουμε τα τηλέφωνα, media για να κάνουμε τη δημοσιογραφική λάντζα και, αν είμαστε τυχεροί, να δημοσιεύσουμε κι εμείς κανένα δικό μας και τα λοιπά. Από όλες αυτές τις δουλειές, μια πληρωνόμασταν, μια όχι. Μια μας άνοιγε μια επόμενη πόρτα, μια βρισκόμασταν αντιμέτωποι με σκάρτους ανθρώπους και κακούς επαγγελματίες: με εκδότες που δεν πλήρωναν ποτέ, με αρχισυντάκτες που δεν ήξεραν ορθογραφία, με αντιρρησίες των ιδεών μας έτσι για σπάσιμο.
Παράλληλα, συναντούσαμε και μιλούσαμε και περηφανευόμασταν καμιά φορά, μεγάλους δημοσιογράφους. Μεγάλους στη φήμη, στην ηλικία. Εργαζομένους σε γνωστούς ομίλους ή εκδότες, με τη φάτσα τους να βγαίνει στο γυαλί και τη φωνή τους αναγνωρίσιμη, να τους προσκαλούν σε ομιλίες, να πηγαίνουν για φαγητό στα πιο τρελά μέρη, να συναντούν τα είδωλά μας, να είναι φίλοι με ηθοποιούς, με μουσικούς, με διάσημους, με, με…
Νομίζαμε ότι αμείβονταν τριπλά και τετραπλά από εμάς και ελπίζαμε-ελπίζουμε- να φτάσουμε στο επίπεδό τους. Το επίπεδο γνώσεων, εμπειριών, ικανοτήτων, ακόμα και το επίπεδο… τύχης τους. Τα τελευταία χρόνια, όμως, ένα τοπίο λιγάκι νεφελώδες, γκλαμουράτο και αχανές, αυτό της εν Ελλάδι δημοσιογραφίας, ξεδίπλωσε τη λαμπερή του μάσκα κι αποκάλυψε ένα πρόσωπο χωρίς μάτια και στόμα.
Ένα πρόσωπο τρομακτικό, δίχως ασφάλεια και προοπτική. Το facebook έχει αναχθεί στη βασική πηγή ενημέρωσης, τα sites κονταροχτυπιούνται στο στίβο της google, προσπαθώντας να βρουν πόρους από εταιρείες και μαγαζιά, το ίδιο και τα free press περιοδικά.
Το διάβασμα είναι βαρετό, πια, η τηλεόραση πασέ-αν και ακόμα η βασίλισσα-, στο youtube οι εταιρείες κάνουν πάρτυ, διαφημιζόμενες σε βίντεο νεαρών καθηγητριών του μακιγιάζ, του ευ ζην και νεαρών κωμικών με χιλιάδες views.
Σήμερα, οι δημοσιογράφοι της γενιάς μου, αλλά και όλων των υπόλοιπων εν ενεργεία γενεών, θεωρούνται ένα απ’ αυτά τα… «καταραμένα επαγγέλματα». Έχουν ξεμείνει από ιδέες δημιουργικών ρεπορτάζ, αναζητούν πηγές εσόδων και καταλήγουν ψευτομάνατζερ παραγωγών και μουσικών συγκροτημάτων. (το έχω κάνει κι εγώ, μη γελάτε καθόλου). Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές, από την άλλη, ψάχνουν χώρους για live χωρίς να απαιτείται να γεμίσουν αυτοί το μαγαζί. Οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες συζητούν για εύρεση πιθανών χορηγών, ώστε να ανεβάσουν παράσταση και να πληρωθούν από κάπου κιόλας. Οι μουσικοί και οι ηθοποιοί στέλνουν στους δημοσιογράφους δελτία τύπου, τα οποία αυτοί βαριούνται φριχτά.
Ένας παράξενος κύκλος, ενδιαφέρων από άποψης καλλιτεχνικού πριεχομένου, αλλά στο βάθος του μιζέρικος και γκρινιάρης, γιατί ο ρεπόρτερ, η ντράμερ και ο σκηνοθέτης πεινάνε κιόλας, έχουν κι ένα νοίκι να πληρώσουν. Καλές κι οι τζάμπα προσκλήσεις, καλύτερα τα τζάμπα ποτά, αλλά το σούπερ μάρκετ κοστίζει…
Όλοι αυτοί, λοιπόν, όλοι εμείς ψάχνουμε για πρωινή δουλειά άσχετη με το αντικείμενό μας, ώστε να μπορούμε τα βράδια να “δουλεύουμε" πάνω στο όνειρό μας. Κάποιοι από εμάς, συνεχίζουν αενάως σπουδές επί σπουδών.
Κάποιοι, «πιάνονται» κάπου. Άλλοι, επιμένουν δημιουργικά, δημιουργώντας δικά τους «μαγαζιά» και βρίσκοντας νέους τρόπους δουλειάς και συνεργασίας.
Οι καλύτεροι, οι καλύτερες θα κάνουμε κάτι. Ακόμα κι αν δεν είναι ακριβώς πάνω στο όνειρό μας, της δημοσιογραφίας. Όντας, όμως, δημοσιογράφοι όλα αυτά τα χρόνια, της κρίσης, της γκρίνιας, του πανικού και της χρήσης όλων αυτών ως δικαιολογίες την κατάλληλη στιγμή, μάλλον είμαστε ικανοί να επιβιώνουμε και στα δύσκολα, στα ακόμα πιο δύσκολα.