ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΜΙΛΟ ΙΑΣΩ
O Όμιλος ΙΑΣΩ απέσπασε τρία βραβεία στα Hellenic Responsible Business Awards 2021 που διοργανώνονται για έκτη συνεχή χρονιά.
Είναι αλήθεια ότι η περίοδος που διανύουμε παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την υγειονομική κρίση που ενέσκηψε με την έλευση του κορωνοϊού, αλλά και σε βασικούς τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως στον ψυχολογικό και εν τέλει στον οικονομικό τομέα.
Αυτό που συμβαίνει με τη θεραπευτική αντιμετώπιση του ιού, η οποία στηρίζεται κατά βάση σε πειραματικές προσπάθειες των θετικών επιστημών και που δεν έχουν ακόμη τα αναμενόμενα αποτελέσματα, παρά τους ανθρώπινους πόρους και τα τεράστια κεφάλαια που έχουν για τον σκοπό αυτό επενδυθεί, έχει σε κάποιο βαθμό και την αντιστοίχισή του και στην προσπάθεια περιορισμού των αρνητικών συνεπειών στις οικονομίες.
Η οικονομική επιστήμη διαθέτει μια πλούσια εργαλειοθήκη για την αντιμετώπιση αρνητικών φαινομένων, η οποία βασικά στηρίζεται στην παρατήρηση παρόμοιων περιπτώσεων που συνέβησαν στο παρελθόν. Η εμπειρία του παρελθόντος συνεπώς αποτελεί τον βασικό οδηγό, πάνω στον οποίο χαράσσεται το όποιο σχέδιο οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Αυτή η κρίση όμως δεν μοιάζει με τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και την προμήθεια πρώτων υλών, όσο και αυτή της ζήτησης, ως αποτέλεσμα της μείωσης στις άλλες. Πολύ νωρίς διαπιστώσαμε ότι προσβάλλει και τις δύο συνιστώσες της οικονομίας. Τόσο την πλευρά της προσφοράς, του διαθέσιμου εισοδήματος, του φόβου για το αύριο, αλλά και την αναστολή κάθε επενδυτικής δραστηριότητας.
Λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα της, έγινε επίσης φανερό ότι δεν αντιμετωπίζεται μόνο με μέτρα εθνικής εμβέλειας, αλλά με τη συνεργασία και την κοινή δράση όλων των χωρών και κυρίως των μεγάλων οικονομικών σχηματισμών. Έτσι, οι κεντρικοί ευρωπαϊκοί θεσμοί, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κινήθηκαν αυτήν τη φορά σχετικά γρήγορα και προς τη σωστή κατεύθυνση. Ανέστειλαν τη λειτουργία όλων των εποπτικών εμποδίων για τις αναγκαίες παρεμβάσεις των κρατών μελών, τροφοδότησαν τις τράπεζες με ρευστότητα και αποφάσισαν τη διάθεση σημαντικών κεφαλαίων (540 συν 750 δισ. ευρώ) για τη στήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων, με τελικό στόχο την ανάκαμψη και αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η χώρα μας έχει ήδη επωφεληθεί από τις αποφάσεις με την αγορά 13 δισ. ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ μέσω του προγράμματος PEPP, αναμένεται να λάβει 2,7 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα SURE για την απασχόληση, ενώ από το καλοκαίρι του 2021 θα αρχίσουν να εισρέουν τα πρώτα ποσά του Ταμείου Ανάκαμψης, που υπολογίζεται ότι θα ανέλθουν γύρω στα 2,5-2,7 δισ. για το 2021 από τα 19,5 που έχουν εγκριθεί ως μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις. Παράλληλα, θα τρέχει και ο μεσοπρόθεσμος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός 2021-2027, όπου έχουμε τη δυνατότητα να απορροφήσουμε περί τα 38 δισ. ευρώ.
Όμως, είναι γνωστό ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ισχύουν χρονοβόρες διαδικασίες, ακόμη και σε καιρό κρίσεων, κάτι που σημαίνει ότι για να υλοποιηθεί μια απόφαση χρειάζεται πολύς χρόνος, ο οποίος επηρεάζει συχνά και την αποτελεσματικότητα της όποιας παρέμβασης. Για τον λόγο αυτό, οι κυβερνήσεις κινήθηκαν πολύ νωρίς, με ίδιους πόρους, με σκοπό να αντιμετωπίσουν τις πρώτες αρνητικές επιπτώσεις, ως αποτέλεσμα του Lockdown και των λοιπών περιορισμών σε απασχόληση και έσοδα των επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο σταθεροποίησης της οικονομίας, διατέθηκαν σημαντικά ποσά, ώστε να περιοριστεί η ύφεση, να διασωθούν θέσεις εργασίας και χρεοκοπίες επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα αυτών των παρεμβάσεων είναι ότι καταγράφονται ήδη θετικοί ρυθμοί στους πρόδρομους δείκτες και στην αναστροφή του οικονομικού κλίματος σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην Ελλάδος.
Η Ελλάδα προχώρησε πράγματι έγκαιρα στη λήψη μέτρων στήριξης των εισοδημάτων των εργαζομένων που επλήγησαν από τα μέτρα περιορισμού καθώς και ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων. Η αντίδραση όμως δεν πήρε το αναγκαίο μέγεθος, ώστε και ουσιαστική βοήθεια σε επιχειρήσεις και εργαζομένους να παράσχει, όσο και την εμπιστοσύνη του κοινού στους χειρισμούς να τροφοδοτήσει, ενισχύοντας με πράξεις, θετικές προσδοκίες για το μέλλον. Η μεγάλη πλειονότητα των μικρών κυρίως επιχειρήσεων, υπολογίζεται πάνω από το 80%, δεν κατάφεραν να αντλήσουν ρευστότητα, ενώ οι όποιες μεταβιβάσεις για εισοδηματική ενίσχυση, εκτός του ότι αφορούσαν περιορισμένο αριθμό ατόμων, υλοποιούνται και με μεγάλη καθυστέρηση.
Εκεί όμως που η υστέρηση της ελληνικής παρέμβασης υστερεί δραματικά είναι ο σχεδιασμός και υλοποίηση ενός προγράμματος αναχαίτισης της ύφεσης, με την τροφοδότηση της οικονομίας με ζεστό, φρέσκο χρήμα προς ενίσχυση της αναιμικής ζήτησης. Οι αναστολές πληρωμών φόρων, εισφορών, δόσεων δανείων κ.λπ., είναι αναγκαίες και βοηθούν χωρίς αμφιβολία τις επιχειρήσεις προσωρινά, δεν φέρνουν όμως εισόδημα στα ταμεία, άρα δεν λύνουν και το πρόβλημα. Το σύνολο των κεφαλαίων που έχουν εισρεύσει από τα κρατικά ταμεία στην αγορά υπολογίζονται στα 4,7 δισ., ενώ αναμένεται ακόμη να εκταμιευθούν και 1,4 δισ. για τα αναδρομικά των συνταξιούχων. Πολύ λίγα, πολύ αργά για να έχουν αποτέλεσμα. Για να μειωθεί η ύφεση, που προβλέπεται να ξεπεράσει φέτος το 10%, να σωθούν θέσεις εργασίας και επιχειρήσεις από τη χρεοκοπία.
Η αμυντική, υπερβολικά συντηρητική αντιμετώπιση της κρίσης αποτυπώνεται άλλωστε και στο σχέδιο προϋπολογισμού για το 2021 που κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων. Εκτός από τις ανεδαφικές προβλέψεις για ανάπτυξη 7,5% το 2021, τη διόρθωση δηλαδή των απωλειών της ύφεσης, ήδη από το επόμενο έτος, εμφανίζοντας αντίδραση καμπύλης τύπου V, κάτι που δεν έχει υποστηριχτεί από κανένα μακροοικονομικό ινστιτούτο, μειώνει και τις δαπάνες κατά 4,6 δισ. και αυξάνει τα έσοδα κατά 4,9 δισ., κάτι που αντιβαίνει στην ενίσχυση του αναπτυξιακού της στόχου. Κρατά βέβαια επιφυλάξεις για την επιτυχία της πολιτικής αυτής, σε περίπτωση που συνεχιστεί η πανδημία και μέσα στο 2021, από την άλλη όμως δεν προχώρησε στην ενοικίαση π.χ. αργούντων τουριστικών λεωφορείων για την πύκνωση των δρομολογίων των αστικών συγκοινωνιών, που από ό,τι φαίνεται αποτελούν την κύρια πηγή μόλυνσης από τον κορωνοϊό, κάτι που θα λειτουργούσε ευεργετικά και ως ένεση ρευστότητας για την οικονομία. Το παράδοξο δε είναι ότι αυτά συμβαίνουν, ενώ τα ταμεία του κράτους διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα. Είναι εξάλλου σαφές ότι, όσο βαθαίνει η ύφεση, επιδεινώνεται και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ, γεγονός που θα το βρούμε γρήγορα μπροστά μας.
* Χαράλαμπος Γκότσης, Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς