Μια υπέροχη συναυλία μπορούμε να απολαύσουμε ανήμερα του Πάσχα, την Κυριακή, 2 Μαΐου, στις 7:00΄ το απόγευμα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, δωρεάν στη Σελίδα Facebook και το κανάλι YouTube της ΚΟΑ.
Πρόκειται για τις «Τέσσερις Εποχές» του Αντόνιο Βιβάλντι, που υπογραμμίζουν το αισιόδοξο μήνυμα της Ανάστασης, της ύπαρξης που τελικά πάντα νικά. Όχι τυχαία άλλωστε, πρόκειται για μία από τις πιο δημοφιλείς δημιουργίες της λόγιας ευρωπαϊκής μουσικής, που συγκινεί με τη δύναμη και τη ζωντάνια του κειμένου. Με τις εικόνες ζωής που γίνονται ήχοι και τους ήχους που γίνονται εικόνες ζωής. Σε ένα έργο πρωτοποριακό για την εποχή του ύστερου μπαρόκ κατά την οποία γράφτηκε, με πρωταγωνιστές το βιολί και τα έγχορδα.
Σολίστ οι κορυφαίοι βιολονίστες Γιώργος Μάνδυλας και Νίκος Μάνδυλας. Στο πόντιουμ o Παντελής Κογιάμης.
Συγκεκριμένα θα ακουστούν τα έργα:
Κοντσέρτο για βιολί σε Μι μείζονα, έργο 8 αρ.1 «Άνοιξη»
1. Allegro
2. Largo
3. Danza Pastorale: Allegro
Κοντσέρτο για βιολί σε σολ ελάσσονα, έργο 8 αρ.2 «Καλοκαίρι»
1. Allegro non molto
2. Adagio e piano – Presto e forte
3. Presto
Κοντσέρτο για βιολί σε Φα μείζονα, έργο 8 αρ.3 «Φθινόπωρο»
1. Allegro
2. Adagio molto
3. Allegro
Κοντσέρτο για βιολί σε φα ελάσσονα, έργο 8 αρ.4 «Χειμώνας»
1. Allegro non molto
2. Largo
3. Allegro
Ο Αντόνιο Βιβάλντι συνέδεσε αναπόσπαστα το όνομά του με τη φόρμα του κοντσέρτου, την οποία ανανέωσε, εμβάθυνε και εξέλιξε καταλυτικά. Συνέθεσε πάνω από 500 κοντσέρτα για διάφορα όργανα, εκ των οποίων 230 μόνο για βιολί, θέτοντας υψηλές για τα δεδομένα της εποχής δεξιοτεχνικές απαιτήσεις στα σολιστικά μέρη και χρησιμοποιώντας ενίοτε ενδιαφέροντα και πρωτόγνωρα ηχητικά εφέ. Οι «Τέσσερις Εποχές» είναι ουσιαστικά ισάριθμα κοντσέρτα για βιολί, ορχήστρα εγχόρδων και κοντίνουο και αποτελούν μακράν το δημοφιλέστερο έργο του συνθέτη διαχρονικά και ένα από τα πιο αγαπημένα μουσικά έργα όχι μόνο της εποχής του μπαρόκ αλλά και της λόγιας ευρωπαϊκής μουσικής στο σύνολό της. Το έργο ουσιαστικά ανακαλύφθηκε εκ νέου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά μέσα σε λίγα χρόνια άγγιξε σπάνια επίπεδα απήχησης διεισδύοντας στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο, τη διαφήμιση, ακόμα και στα αεροπλάνα ή τους ανελκυστήρες.
Τα τέσσερα αυτά κοντσέρτα γράφτηκαν το 1723 και εκδόθηκαν το 1725, ως μέρος ενός ευρύτερου έργου αποτελούμενου από 12 κοντσέρτα, το οποίο είχε τον τίτλο «Il cimento dell’ armonia e dell’ inventione» (Η δοκιμασία μεταξύ της αρμονίας και της επινόησης). Ουσιαστικά, ο υφέρπων προβληματισμός του συνθέτη πίσω από αυτόν τον τίτλο είχε να κάνει με το πώς συνδυάζεται η «ακαδημαϊκή» προσήλωση στους αισθητικούς κανόνες της αρμονίας (με την ευρεία έννοια) με τις επιταγές της ελεύθερης έμπνευσης. Είναι αλήθεια πάντως ότι οι «Τέσσερις Εποχές» απαντούν εμπράκτως στον παραπάνω προβληματισμό με τον πιο ουσιαστικό και δημιουργικό τρόπο. Το κάθε κοντσέρτο αποτελείται από τρία μέρη (γρήγορο – αργό – γρήγορο) και «περιγράφει» με μουσικά ευφάνταστο τρόπο μία εποχή. Ο Βιβάλντι συμπεριέλαβε στην έκδοση και τέσσερα περιγραφικά σονέτα, ένα για κάθε εποχή, τα οποία εικάζεται πως είναι γραμμένα από τον ίδιο – ενδεχομένως μετά τη σύνθεση του έργου. Υπό αυτό το πρίσμα, οι «Τέσσερις Εποχές» είναι ένα από τα παλιότερα δείγματα προγραμματικής μουσικής και μάλιστα με μία μουσική έντονα και εύστοχα περιγραφική εικόνων και αισθήσεων που σχετίζονται με κάθε εποχή του χρόνου. Η εναλλαγή των εποχών αποδείχτηκε μες στην ιστορία ένα θέμα που κέντρισε το ενδιαφέρον και άλλων σημαντικών συνθετών μεταγενέστερων του Βιβάλντι, από τον Χάυντν μέχρι τον Τζον Κέιτζ.
Στο πρώτο μέρος της Άνοιξης το σόλο βιολί μιμείται τους ήχους των πουλιών αλλά και το μουρμουρητό των ρυακιών ή το απαλό αεράκι. Μία ξαφνική καταιγίδα ξεσπά με αστραπές και βροντές αλλά σύντομα τα πουλιά τραγουδούν το τέλος της. Στο αργό μέρος ένας βοσκός κοιμάται ανέμελα, ενώ ο σκύλος του (το γάβγισμα του οποίου μιμούνται οι βιόλες) βρίσκεται διαρκώς στο πλευρό του. Το φινάλε είναι ένας αριστοκρατικός χορός, χωρίς εξάρσεις ή απρόοπτα, που υποτίθεται ότι χορεύουν οι ποιμένες και οι νύμφες.
Η σε χαμηλούς τόνους είσοδος της ορχήστρας στο πρώτο μέρος του Καλοκαιριού εκφράζει την καλοκαιρινή νωχελική διάθεση λόγω της ζέστης. Το σόλο βιολί μιμείται τους ήχους του κούκου, του τρυγονιού και της καρδερίνας αλλά στην πορεία «δίνει τη φωνή του» σε έναν νεαρό βοσκό που ανησυχεί για την προοπτική μιας καταιγίδας. Οι φόβοι του ενισχύονται στο αργό μέρος, όπου η απειλή της καταιγίδας γίνεται ολοένα και πιο εμφανής, ενώ οι μύγες και τα κουνούπια κάνουν αισθητή την παρουσία τους (στη συνοδεία των βιολιών). Εν τέλει η καταιγίδα ξεσπά στο τρίτο μέρος με μανία (νευρώδη περάσματα δέκατων έκτων).
Χαρούμενοι αγρότες χορεύουν με εύθυμη διάθεση μετά από μία πλούσια φθινοπωρινή συγκομιδή. Το σόλο βιολί παρεμβαίνει αποτυπώνοντας με εκρηκτικά περάσματα γεμάτα χιούμορ και ρυθμική «ανασφάλεια» την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά και τα παραπατήματα των μεθυσμένων. Ένας από αυτούς αποκοιμιέται, ενώ οι υπόλοιποι συνεχίζουν τον χορό και τη διασκέδαση. Όμως είναι ζήτημα χρόνου να αποκοιμηθούν και οι υπόλοιπου μεθυσμένοι και να απολαύσουν έναν βαθύ, ανέμελο ύπνο (δεύτερο μέρος). Στο φινάλε περιγράφεται η εικόνα του κυνηγιού, που ξεκινά με αγέρωχα κυνηγετικά σαλπίσματα. Σύντομα, το άτυχο θήραμα τρέχει απεγνωσμένα για να σωθεί (τρίηχα στο σόλο βιολί) αλλά κάποια στιγμή αποκαμωμένο από το τρέξιμο παραιτείται της προσπάθειας – το κυνήγι φτάνει σε αίσιο (για τους κυνηγούς) τέλος.
Η παγωνιά, το χιόνι και οι ισχυροί άνεμοι κυριαρχούν στο πρώτο μέρος του Χειμώνα. Τα πόδια και τα δόντια τρέμουν από το κρύο κι έτσι αναζητείται η θαλπωρή της φωτιάς στο τζάκι (αργό μέρος), την ίδια στιγμή που έξω βρέχει (πιτσικάτο στα βιολιά). Στο τρίτο και τελευταίο μέρος επιστρέφουμε στο κρύο: το βάδισμα πάνω στον πάγο είναι επικίνδυνο και δυστυχώς η πτώση δεν αποφεύγεται. Ένας ζεστός νότιος άνεμος φυσά αλλά αυτό είναι εντελώς πρόσκαιρο, μιας και ο βοριάς επιστρέφει δριμύτερος.