Η χρονιά που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο, που ξεπερνά κατά πολύ την απλή αναχώρηση ενός Προέδρου και τη διαδοχή του από τον επόμενο. Η Προεδρία Τραμπ ανέδειξε τον βαθύ διχασμό της αμερικανικής κοινωνίας, ως αποτέλεσμα της έκρηξης των ανισοτήτων που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση. Ο Πρόεδρος Τραμπ εκμεταλλεύθηκε το άμορφο κλίμα απογοήτευσης από το πολιτικό σύστημα, που είχε ως βασική, αντικειμενική αιτία, τις ανισότητες αυτές, υιοθετώντας μια ψευδο-αντισυστημική ρητορική καταγγελίας των ελίτ, στις οποίες προφανώς ανήκει και ο ίδιος.
Η πραγματική αντίδραση, όμως, στη δυστοπική κατάσταση που διαμόρφωσαν δεκαετίες ανεξέλεγκτου νεοφιλελευθερισμού δεν δόθηκε από τον λαϊκιστικό λόγο του Τραμπ, αλλά εκφράσθηκε από τη νέα αριστερά των Δημοκρατικών, τις χιλιάδες νέων ιδίως ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν γύρω από το Σάντερς, τόσο το 2016 όσο και το 2020.
Ο νεοφιλελευθερισμός, άλλωστε, οδηγεί σε κρίση τα πολιτικά συστήματα σε όλη τη Δύση, στον βαθμό που υπονομεύει παντού το κοινωνικό κράτος, ακυρώνει κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών και υποβαθμίζει το επίπεδο ζωής της εργατικής και της μεσαίας τάξης. Από την άποψη αυτή, ο «Τραμπισμός» δεν αποτελεί αποκλειστικά αμερικανικό φαινόμενο, αλλά ένα ακόμη ρεύμα της λαϊκιστικής ακραίας δεξιάς, της λεγόμενης Alt-Right. Ακόμη και οι διασυνδέσεις και οι υπόγειες σχέσεις της ακροδεξιάς με τμήματα του κρατικού μηχανισμού αποτελούν γενικότερο φαινόμενο, όπως καλά γνωρίζουμε και από την εμπειρία.
Σε ό,τι αφορά τις ενδεχόμενες αλλαγές στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ανοίγει πράγματι ένα παράθυρο ευκαιρίας, ας κρατάμε όμως μικρό καλάθι. Τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ΗΠΑ προσδιορίζουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της εξωτερικής τους πολιτικής, υπερβαίνοντας τις προσωπικές προτιμήσεις των εκάστοτε Προέδρων. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν έχει όντως εργαστεί για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και γνωρίζει σε βάθος τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι δεν θα έχει τη στενή προσωπική σχέση με τον Πρόεδρο Ερντογάν που είχε αναπτύξει ο Πρόεδρος Τραμπ, τον οποίο έχει μάλιστα χαρακτηρίσει «αυταρχικό». Δεν γνωρίζουμε όμως αν αυτό θα οδηγήσει σε πιο συγκεκριμένες ενέργειες, πέραν της φραστικής καταδίκης της τουρκικής προκλητικότητας που έχουμε ήδη δει από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε την αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων σε επίπεδο στρατηγικού διαλόγου, γιατί τις επαναθεμελίωσε στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της ευθυγράμμισης συμφερόντων. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να αξιοποιήσει τα κεκτημένα που εξασφάλισε η δική μας κυβέρνηση (τον στρατηγικό διάλογο, το πλαίσιο 3+1 με το Ισραήλ, την EastMedAct), ούτως ώστε να διεκδικήσει μια πολύ πιο αποφασιστική στάση από την Ουάσιγκτον απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, με πρώτο άμεσο στόχο να καθίσει η Τουρκία στο τραπέζι του διαλόγου χωρίς εκβιασμούς.
Σε κάθε περίπτωση, οι ομογενείς μας στην Αμερική αποτελούν τον καλύτερο πρεσβευτή της χώρας μας στη νέα τους πατρίδα και την καλύτερη γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο λαών. Η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου στη χώρα εγκατάστασης αποτελεί μια πολύ καθυστερημένη ανταπόκριση της Ελληνικής Πολιτείας στη συνταγματική της υποχρέωση και ελάχιστη αναγνώριση του σημαντικού ρόλου που διαδραμάτισε και θα συνεχίσει να διαδραματίζει η ομογένεια στα εθνικά μας ζητήματα.