«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ: ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ»
Η Διεθνής Ημέρα Μουσείων 2021 βρίσκει τα ελληνικά μουσεία έτοιμα να υποδεχθούν και πάλι τους επισκέπτες τους
Η Εθνική Πινακοθήκη έχει αλλάξει πολλά σπίτια. Από τη δημιουργία της μέχρι και σήμερα πηγαίνει από εδώ και από εκεί, ενώ ακόμα και όταν απέκτησε το δικό της σπίτι, τα βάσανά της δεν τελείωσαν, αφού σήμερα αναδιαμορφώνεται ξανά. Σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη κατάσταση βρίσκεται αυτός ο μεγάλος θεματοφύλακας του πολιτισμού που παρά τις αντιξοότητες πάντα επιβιώνει και επιστρέφει πιο δυνατή. Μετρά λίγο περισσότερο από έναν αιώνα ζωής και περιλαμβάνει πολλές χιλιάδες έργων ζωγραφικής, χαρακτικής, σχεδίου και γλυπτικής.
Η σύλληψη της ιδέας γι’ αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Εθνική Πινακοθήκη έγινε από τον διάσημο Βαυαρό αρχιτέκτονα Leo von Klenze το 1836, ο οποίος εκπόνησε μια μεγαλειώδη μελέτη για ένα «Παντεχνείον», που φιλοδοξούσε να στεγάσει όχι μόνο τις αρχαιολογικές συλλογές και το Σχολείο των Τεχνών, αλλά και μια Πινακοθήκη. Προς απογοήτευσή του, το όραμα αυτό δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα. Επειδή όμως μερικά πράγματα είναι μοιραία, 60 χρόνια μετά, ο νομικός και φιλότεχνος Αλέξανδρος Σούτσος άφησε με διαθήκη τη συλλογή έργων τέχνης και νομισμάτων του και την περιουσία του στο κράτος με σκοπό τη δημιουργία ενός «Μουσείου Καλών Τεχνών». Το 1900, η Εθνική Πινακοθήκη ανοίγει τις πύλες της ώστε ο κόσμος να μπορέσει να θαυμάσει τα 258 έργα που προέρχονταν από τις συλλογές του Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου, ενώ έναν χρόνο μετά εμπλουτίστηκε με 107 ακόμα έργα, κληροδότημα του Αλέξανδρου Σούτσου. Στα επόμενα χρόνια, η συλλογή της θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο, κυρίως με έργα δυτικοευρωπαϊκής τέχνης από δωρεές και κληροδοτήματα βασικά εύπορων Ελλήνων της διασποράς, όπως οι Γρηγόριος Μαρασλής, Θεόδωρος και Αικατερίνη Ροδοκανάκη, Μάρκος Δραγούμης κ.ά.
Πρώτος διευθυντής διορίστηκε ο ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης, ο οποίος για το λόγο αυτό επέστρεψε από τη Γερμανία όπου διέμενε, ενώ για τη στέγαση του μουσείου παραχωρήθηκαν προσωρινά τρεις αίθουσες του πρώτου ορόφου του κεντρικού κτηρίου του Πολυτεχνείου. Το 1918 ο λογοτέχνης και τεχνοκριτικός Ζαχαρίας Παπαντωνίου αντικατέστησε τον Ιακωβίδη στη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Τον Ιούνιο του 1949 διορίστηκε στη θέση του διευθυντή ο βυζαντινολόγος και τεχνοκρίτης Μαρίνος Καλλιγάς, ο οποίος και παρουσίασε τμήμα της μόνιμης συλλογής του μουσείου στις αίθουσες του Ζαππείου την περίοδο 1953-1959. Ο Καλλιγάς ήταν εκείνος που κατόρθωσε το 1954 να συγχωνεύσει με νόμο την Εθνική Πινακοθήκη με το κληροδότημα Αλεξάνδρου Σούτζου από όπου προέρχεται και η διπλή της ονομασία, ενώ το 1956 προχώρησε στην προκήρυξη αρχιτεκτονικού διαγωνισμού ώστε η Πινακοθήκη να αποκτήσει το δικό της, μόνιμο, σπίτι. Το «σώμα» της Πινακοθήκης άργησε να πάρει μορφή: θεμελιώθηκε τον Νοέμβριο του 1964 χάρη στον Γεώργιο Παπανδρέου και, ενώ το πρώτο τμήμα ήταν έτοιμο το 1968 και ξεκίνησε να λειτουργεί το 1969, το τελικό κτήριο εγκαινιάστηκε το 1976.
Τα πρώτα πενήντα χρόνια της λειτουργίας της Εθνικής Πινακοθήκης θα σημαδευτούν από την έλλειψη μόνιμης στέγης και το νομαδικό της βίο στην πόλη, αλλάζοντας ουσιαστικά τέσσερις τοποθεσίες, μέχρι να καταλήξει σε αυτή που βρίσκεται σήμερα, στο τρίγωνο των οδών Βασιλέως Κωνσταντίνου, Βασιλέως Αλεξάνδρου και Μιχαλακοπούλου. Η πρώτη προσπάθεια ανέγερσης κτηρίου στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το Πολεμικό Μουσείο αποδείχθηκε ανεπιτυχής. Η επόμενη απόπειρα λύσης του κτηριακού ζητήματος της Πινακοθήκης έλαβε χώρα γύρω στο 1926, όταν ο τότε διευθυντής της, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, προέβη στην αγορά του Ιλίου Μελάθρου, όμως, η αγορά αυτή ματαιώθηκε τελικά λόγω της ακαταλληλότητας του κτηρίου να φιλοξενήσει εκθέσεις ζωγραφικής.
Το 1956 προκηρύχθηκε πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για τη μελέτη του κτηρίου της Πινακοθήκης, ο οποίος ήταν ο ένας από τους δύο σημαντικότερους διαγωνισμούς για δημόσια κτήρια. Το σχέδιο της μελέτης που κέρδισε το Α΄ Βραβείο των Ν. Μουτσόπουλου, Π. Μυλωνά και Δ. Φατούρου, ήταν φορέας των αξιών του διεθνούς μοντέρνου κινήματος και συγκεκριμένα του μπρουταλισμού. Το οικοδομικό σύμπλεγμα συνέθεταν δύο χωριστά κτηριακά σύνολα που επικοινωνούσαν με τζαμωτό υπόστεγο διάδρομο. Η γενική οργάνωση της κάτοψης του συγκροτήματος είχε τρία διακριτά, αλλά συνδεόμενα τμήματα, το ισόγειο κτήριο, το πενταώροφο κτήριο έκθεσης μόνιμων συλλογών της Πινακοθήκης και το κτήριο αποθηκών και εργαστηρίων. Ήταν ένα μοντέρνο, φονξιοναλιστικό έργο, που αποτελούνταν από διασπώμενους και διαφορετικά διαρθρωμένους όγκους, με προσανατολισμό προς την λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και φόντο το τυπικό πολυώροφο κτήριο μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Όμως, δεν ήταν γραφτό της Εθνικής Πινακοθήκης να στεριώσει ακόμα… ενώ τα έργα ανοικοδόμησης του κτηρίου είχαν ξεκινήσει, αιφνιδίως το οικόπεδο της οδού Ριζάρη παραχωρήθηκε για την ανέγερση ενός Πνευματικού Κέντρου και η Πινακοθήκη αναγκάστηκε να μεταφερθεί σε καινούργιο χώρο, εκεί που βρίσκεται σήμερα.
Η καινούργια μελέτη για το κτήριο έγινε το 1966 και διατηρούσε τη βασική ιδέα του αρχικού σχεδίου, παρόλο που το νέο οικόπεδο ήταν τριγωνικό και όχι τετράγωνο, όπως αυτό της οδού Ριζάρη. Το Α΄ Τμήμα του κτηρίου, ολοκληρώθηκε το 1968 και ήταν ένα διώροφο κτίσμα που αναπτυσσόταν προς τα κάτω και αποτελούνταν από ένα ισόγειο κτίσμα με την είσοδο του μουσείου και με μια αίθουσα περιοδικών εκθέσεων, και το κάτω επίπεδο, με προσωρινές αποθήκες, αναψυκτήριο κ.α. Το 1974 ανατέθηκε στον διευθυντή της Πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμο η ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του Τμήματος Β του κτηρίου, αυτό της κυρίως Πινακοθήκης, το οποίο βρισκόταν στο στάδιο του σκελετού, το οποίο μετά από σοβαρές κατασκευαστικές δυσκολίες ολοκληρώθηκε το 1976 και ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα του μοντέρνου διεθνούς ρυθμού.
Η Εθνική Πινακοθήκη συνεχίζει να βρίσκεται σε μια ρευστή κατάσταση, ενώ το 2012 ξεκίνησε μια προσπάθεια επέκτασης της η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η επέκταση αυτή πραγματώνεται χάρη στην υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Το κτήριο Β θα αποκτήσει και τέταρτο όροφο και θα ονομαστεί Πτέρυγα «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος», εκεί θα φιλοξενηθούν οι μόνιμες συλλογές ζωγραφικής της. Η επέκταση των εκθεσιακών χώρων της Πινακοθήκης θα επιτρέψει την έκθεση 1000 και πλέον έργων από τους πλούσιους θησαυρούς των συλλογών του Μουσείου έναντι των 400 έργων που παρουσιάζονταν στο παλαιό κτήριο. Το έργο προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί στις αρχές του 2019.
Χρονικό σημείο έναρξης των συλλογών της Πινακοθήκης είναι η μεταβυζαντινή περίοδος με έργα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου (El Greco), που κατάγεται από τη λεγόμενη Κρητική Σχολή. Τα έργα που εκτίθενται καλύπτουν επίσης την επτανησιακή ζωγραφική. Οι συλλογές της διευρύνονται και με έργα που αντιπροσωπεύουν την καλλιτεχνική δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους έως και σήμερα, από την ανεξαρτησία μέχρι τις μέρες μας. Η Πινακοθήκη κατέχει επίσης μια αξιόλογη συλλογή δυτικοευρωπαϊκής τέχνης που περιλαμβάνει τόσο έργα ζωγραφικής, όσο και έργα χαρακτικής και σχεδίου. Επίσης, διαθέτει μια σημαντική συλλογή από φωτογραφικά αρχεία Ελλήνων και ξένων δημιουργών. Κομμάτι της συλλογής με σχετική αυτονομία είναι και η Εθνική Γλυπτοθήκη που βρίσκεται στο Άλσος Στρατού στο Γουδί, στους παλιούς βασιλικούς στάβλους του ιππικού. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης είναι ήδη ψηφιοποιημένο και διαθέσιμο στο κοινό. Ανάμεσα στα έργα που κατέχει η Εθνική Πινακοθήκη είναι και αυτά της ευρωπαϊκής τέχνης των ζωγράφων Λορέντζο Βενετσιάνο, Γιάκομπ Γιόρντενς, Λούκα Τζιορντάνο, Τζοβάννι Μπαττίστα Τιέπολο, Φρανθίσκο Γκόγια, Ρέμπραντ, Ευγενίου Ντελακρουά, καθώς και των Ελλήνων Γεωργίου Ιακωβίδη, Νικηφόρου Λύτρα, Νικόλαου Γύζη, Κωνσταντίνου Βολανάκη, Γιάννη Τσαρούχη, Χρήστου Καπράλου, Γιάννη Μόραλη, Θεόφιλου, Γιώργου Ζαγγολόπουλου. Συνολικά, στην Πινακοθήκη και τα παραρτήματά της εκτίθενται πάνω από 15.000 έργα.