EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ
«Φασούλι το φασούλι» γέμισαν τα ταμεία των τραπεζών οι καταθέτες οι οποίοι, χωρίς να το γνωρίζουν, με τις αποταμιεύσεις τους δίνουν ελπίδες για τόνωση της αγοράς αλλά κυρίως ταχύτερη ανάπτυξη της οικονομίας.
Για μια ακόμη φορά η αβεβαιότητα και ο φόβος που προκάλεσε η πανδημία οδήγησε, όπως σε κάθε κρίση, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στα επονομαζόμενα ασφαλή «καταφύγια».
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο μεγάλος κερδισμένος, από τον «πόλεμο» με τον covid-19, ήταν η τραπεζική αποταμίευση από χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αφού οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 20 δισ. ευρώ τον χρόνο της πανδημίας και από 126,29 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του προηγούμενου έτους ανήλθαν στα 127 δισ. ευρώ, με τα μεγαλύτερα ποσά να συγκεντρώνονται στους λογαριασμούς ταμιευτηρίου.
Ποσά, που στο οικονομικό επιτελείο ευελπιστούν ότι θα αποτελέσουν το «καύσιμο» για την επανεκκίνηση της οικονομίας όταν ξεπεραστεί η κρίση με την πανδημία, προκειμένου να αυξηθεί από τη μια η κατανάλωση στην αγορά και από την άλλη να ενεργοποιηθούν από πλευράς επιχειρήσεων νέες επενδύσεις.
Αξίζει να σημειωθεί δε ότι το μεγαλύτερο μέρος από αυτά τα χρήματα έμειναν στις Τράπεζες, είτε γιατί δεν μπορούσαν να καταναλωθούν λόγω των περιοριστικών μέτρων, είτε ως «προληπτική» αποταμίευση λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας που είχε δημιουργήσει η πανδημία. Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν βρέθηκαν στις τράπεζες ως μια «κλασική» μορφή αποταμίευσης.
Σε κάθε περίπτωση, ένα μεγάλος μέρος από τα πρόσθετα 20 δισ. ευρώ που συγκεντρώθηκαν στον χρόνο της πανδημίας αναμένεται να αποτελέσουν αναβαλλόμενες καταναλωτικές δαπάνες του 2020, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν μόλις αρθούν οι περιορισμοί της πανδημίας. Θα πρέπει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι ο προϋπολογισμός αναμένει αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 3% φέτος, έναντι της μείωσης κατά 7,4% το 2020, και η συγκεκριμένη πρόβλεψη βασίζεται πρωτίστως στην αύξηση του ΑΕΠ, αλλά όχι και στις καταθέσεις που συγκεντρώθηκαν και αποτελούν στην ουσία καταναλωτικές δαπάνες εν αναμονή. Επομένως είναι φανερό ότι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Το πόσο δε σημαντική είναι μια γερή ώθηση στην κατανάλωση γίνεται αμέσως αντιληπτό, αν αναλογιστεί κανείς ότι η κατανάλωση, δημόσια και ιδιωτική, αποτελεί το 65-67% του ΑΕΠ. Στην περίπτωση επομένως που η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης έρθει, λόγω των συσσωρευμένων καταθέσεων, στις αρχές του καλοκαιριού οπότε και αναμένεται να έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς την κανονικότητα, ή ακόμη και το φθινόπωρο οπότε θα έχει εμβολιαστεί το 70% του πληθυσμού και η ζωή θα βρίσκει ξανά τους ρυθμούς της, θα δώσει μια σημαντική ώθηση στις επιχειρήσεις και γενικότερα στην αγορά, συμβάλλοντας σημαντικά στο να γυρίσει το «κλειδί» της οικονομίας από την ύφεση στην ανάπτυξη.
Μια ανάκαμψη που θα στηριχθεί ταυτόχρονα στα κοινοτικά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και στην πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων που προετοιμάζονταν από το 2019 αλλά αναβλήθηκαν λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Μπορεί βέβαια οι καταθέσεις να αυξήθηκαν, όμως η πανδημία κόστισε περισσότερα από 3,6 δισ. ευρώ σε κεφάλαια και κερδοφορία στις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, ενώ με βάση την τελευταία έκθεση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ (SSM) τα οργανικά έσοδα αυξήθηκαν σε 9,4 δις ευρώ το 2020 από 8 δισ. ευρώ το 2019, ενώ οι προβλέψεις για κινδύνους και άλλες ζημίες αυξήθηκαν από 2,5 δις. το 2019, στα 6,1 δισ. ευρώ το 2020, με αποτέλεσμα τα κέρδη του 2019 που ήταν στα 510 εκατ. ευρώ να μετατραπούν σε ζημίες 1,6 δισ. ευρώ το 2020.
Θετικό είναι ωστόσο το γεγονός ότι τα κόκκινα δάνεια μειώθηκαν σημαντικά, από τα 70,46 δισ. ευρώ το 2019 στα 53,6%, με τον δείκτη καθυστερήσεων να περιορίζεται σημαντικά από 35,15% σε 25,54% στα τέλη του 2020, και αυτό σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος οφείλεται και στο πρόγραμμα Ηρακλής που βοήθησε στην αποαναγνώριση κόκκινων δανείων και σε διαγραφές περίπου 3 δισ. ευρώ παρά σε ανακτήσεις.
Παρά πάντως τη σημαντική μείωση των κόκκινων δανείων, η Ελλάδα παραμένει πρωταθλήτρια με δείκτη καθυστερήσεων δεκαπλάσιο του ευρωπαϊκού. Οι τράπεζες στην Ε.Ε. μείωσαν τον δείκτη κόκκινων δανείων από 3,22% το 2019 σε 2,63% το 2020, ενώ η Ελλάδα παρέμεινε στο 25,54%.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στο τέλος του 2020 το συνολικό χαρτοφυλάκιο δανείων των ελληνικών τραπεζών έφθανε τα 176,53 δισ. ευρώ, ενώ από αυτά τα δάνεια, σε μορατόριουμ το οποίο είχε λήξει εντός του 2020 είχαν μπει δάνεια ύψους 23,45 δισ. ευρώ, δηλαδή το 13,3% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων.
Υπήρχαν, όμως, στο τέλος του έτους και δάνεια ύψους 4,11 δισ. ευρώ τα οποία παρέμεναν σε καθεστώς αναστολής. Έτσι, τα δάνεια που επηρεάσθηκαν από μέτρα αναστολής λόγω πανδημίας έφθασαν συνολικά τα 27,56 δισ. ευρώ, ή ποσοστό 15,6% του συνόλου των δανείων.
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι για τις ελληνικές τράπεζες η λήξη των μέτρων αναστολής ήλθε σχετικά γρήγορα, καθώς στο τέλος του έτους τα δάνεια που παρέμεναν σε αναστολή αντιστοιχούσαν στο 2,33% του συνόλου, ενώ στην Πορτογαλία το αντίστοιχο ποσοστό έφθανε το 16,7%.
Αν και οι προβλέψεις για τα κόκκινα δάνεια, αυξήθηκαν σημαντικά και αυτό μείωσε την κερδοφορία, ωστόσο παραμένουν συγκριτικά με την υπόλοιπη Ε.Ε. σε χαμηλότερα επίπεδα αφού παράδειγμα, ο δείκτης προβλέψεων έναντι κινδύνων στις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες αυξήθηκαν στο 46,66%, όταν στην Ε.Ε. είναι μεν 43,27%, αλλά με κόκκινα δάνεια δέκα φορές μικρότερα. Αν μάλιστα, η Ελλάδα συγκριθεί με άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα το Βέλγιο με κόκκινα δάνεια 1,75%, την Κύπρο με κόκκινα δάνεια 10,21%, την Αυστρία 2,10% και Πορτογαλία 5,46%, θα βρεθούν καλύψεις έναντι κινδύνων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 45% μέχρι 55%.
Ταυτόχρονα, οι αναστολές δανείων και άλλα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με τον Covid έληξαν το 2020 για συνολικές χρηματοδοτήσεις 23,45 δισ. ευρώ, όμως παρ’ όλα αυτά στο τέλος του έτους, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν 53,6 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 42,02 δισ. περιλαμβάνονται στα κεφάλαια Stage 2, δηλαδή του σχετικά υψηλού κινδύνου. Στο νέο έτος εισήλθαν από τα μορατόρια δάνεια 8,74 δισ. ευρώ και δεν έχουν λήξει ακόμα 4,11 δισ. ευρώ. Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι ο δείκτης κάλυψης των κινδύνων από τα δάνεια σε μορατόρια στην Ελλάδα είναι 25,55%, δηλαδή μικρότερος από τον μέσο όρο στην Ε.Ε. (31,54%).