Παρ’ ότι η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως για κάθε απόφασή της έχει το «πράσινο φως» της επιτροπής των ειδικών, οι διαφωνούντες επιστήμονες δεν έχουν την πολυτέλεια να παραμένουν σιωπηλοί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να βάλει φρένο στους… λοιμωξιολογούντες υπουργούς του, που επιμένουν να προαναγγέλλουν πώς, πότε και με ποιες προϋποθέσεις θα ανοίξουν οι επιχειρήσεις. Επί της ουσίας, η κυβέρνηση για αρκετές ημέρες έδειχνε πως δεν έχει μάθει από τα λάθη της: οι λοιμωξιολογούντες υπουργοί έκαναν, έως τώρα, ό,τι ακριβώς έκαναν και μετά τις Γιορτές των Χριστουγέννων, όταν, καθημερινά προανήγγελλαν όλα τα «βήματα προς την κανονικότητα», με ολέθριες συνέπειες στη διαχείριση της πανδημίας: βλέπετε, όταν η κούραση των πολιτών ευλόγως «χτυπάει κόκκινο» και καθημερινά όλοι βλέπουν τους κορυφαίους υπουργούς να διαγκωνίζονται στα κανάλια από το πρωί έως το βράδυ αναφορικά με το τι θα ανοίξει πρώτο, πώς και πότε, τότε είναι αυτονόητο ότι αυτή η εικόνα επιστροφής στην υποτιθέμενη «κανονικότητα» με «σπασμένα τα φρένα» δημιουργεί συλλογική χαλαρότητα και ενισχύει τη φενάκη ότι όλα πάνε καλά και πως η πανδημία έχει τεθεί υπό έλεγχο.
Προσβολή προς τους επιστήμονες
Βεβαίως, από πολιτικής πλευράς, μπορεί κανείς να κατανοήσει τους υπουργούς: οι δημοσκοπήσεις που φτάνουν στο Μέγαρο Μαξίμου και στα επιτελεία των υπουργών δείχνουν ότι η κοινωνία όχι απλώς έχει κουραστεί, αλλά και ότι στέλνει τον λογαριασμό της κούρασης στην κυβέρνηση και την κυβερνώσα παράταξη. Η φθορά είναι πλέον πασίδηλη και όλοι οι δημοσκόποι και οι αναλυτές των πολιτικών συσχετισμών ομονοούν στο συμπέρασμα ότι η περίοδος χάριτος και ο μήνας του μέλιτος για την κυβέρνηση έχουν τελειώσει. Ως εκ τούτων, οι υπουργοί προφανώς και προσπαθούν να δείξουν στους πολίτες και ψηφοφόρους τους πως κομίζουν λύσεις, επιχειρώντας να πιστωθούν πολιτικά κάθε κίνηση επιστροφής προς την κανονικότητα και κάθε βήμα χαλάρωσης του ασφυκτικού περιοριστικού πλαισίου με το οποίο, δυστυχώς, συνηθίσαμε να ζούμε.
Μόνο που, όσο κι αν μπορεί κανείς να κατανοήσει την ανάγκη της κυβέρνησης να δείξει στους πολίτες ότι υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ –και ότι δεν είναι τα φώτα του τρένου που έρχεται καταπάνω μας–, τόσο αντιλαμβάνεται και πως το σκηνικό των λοιμωξιολογούντων υπουργών αποτελεί καθαρή προσβολή προς τους διαπρεπείς επιστήμονες που απαρτίζουν την επιστημονική επιτροπή του υπουργείου Υγείας. Βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι η πρώτη φορά που η εικόνα στη δημόσια σφαίρα θέλει πρώτα τους υπουργούς να… προαναγγέλλουν και μετά τους επιστήμονες να επικυρώνουν. Με άλλα λόγια, έχουν υπάρξει και άλλες φορές που η κυβέρνηση αντιμετώπιζε άκομψα –ή, τέλος πάντων, χωρίς τακτ– τους επιστήμονες που απαρτίζουν την επιτροπή των ειδικών και είναι, κατά γενική ομολογία, ο ένας καλύτερος από τον άλλον. Ωστόσο, αυτήν τη φορά υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά: πλέον, το ρίσκο έχει αυξηθεί πάρα πολύ και το διαρκές «καπέλωμα» των επιστημόνων από τις πολιτικές αποφάσεις του Μεγάρου Μαξίμου μπορεί να μετατρέψει την επιτροπή των ειδικών σε εύκολα εξιλαστήρια θύματα και αποδιοπομπαίους τράγους, αν τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχήν.
Στην κόψη του ξυραφιού
Άλλωστε, το πρόβλημα αυτήν τη στιγμή δεν είναι πως η κυβέρνηση βιάζεται να ανοίξει τη μία μετά την άλλη όλες τις δραστηριότητες χωρίς καν το απαραίτητο μεσοδιάστημα ασφαλείας ανάμεσα σε κάθε βήμα χαλάρωσης. Πέραν αυτού, το θέμα είναι ότι αυτήν τη στιγμή το «πείραμα» γίνεται ενόσω τα ημερήσια κρούσματα σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και η κατάσταση στα νοσοκομεία είναι ασφυκτική.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο αριθμός των διασωληνωμένων σπάει το ένα μαύρο ρεκόρ μετά το άλλο, ενώ καταγγέλλοντες γιατροί στα νοσοκομεία επιμένουν ότι υπάρχουν συμπολίτες μας που παραμένουν διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ ακόμη για μία εβδομάδα(!) με ό,τι σημαίνει αυτό για την υπονόμευση των πιθανοτήτων να κερδίσουν τον κορωνοϊό και να βγουν νικητές στη μάχη για τη ζωή τους.
Με άλλα λόγια, το πείραμα στο οποίο έχει αποφασίσει η κυβέρνηση για πολιτικούς λόγους να μας υποβάλει τούτες τις μέρες διεξάγεται την ώρα που στο σύστημα υγείας δεν υπάρχουν «μαξιλαράκια». Αν, δηλαδή, κάτι πάει στραβά, τότε απλώς θα οδηγηθούμε στον απόλυτο εκτροχιασμό και η Αθήνα θα έλθει πλησιέστερα στο Μπέργκαμο και τις εφιαλτικές καταστάσεις που έζησαν στην Ιταλία πέρυσι τέτοιες μέρες.
Η σιωπή και η ευθύνη
Όλα τα παραπάνω φαίνεται πως συμμερίζονται αρκετά μέλη της επιτροπής των ειδικών, που grosso modo το δείχνουν με τη στάση τους: για παράδειγμα, ο Σωτήρης Τσιόδρας το τελευταίο διάστημα δεν περιορίστηκε στην παρατεταμένη σιωπή, αλλά επιπροσθέτως δεν έκανε τίποτα για να κρύψει ότι καταψήφισε την κυβερνητική εισήγηση για άνοιγμα των σχολείων. Επίσης, τις επόμενες ημέρες στοιχειώνουν οι προβλέψεις του μέλους της επιτροπής, Αθανάσιου Εξαδάκτυλου, για τον φόβο του να ζήσουμε μία «εφιαλτική Μεγάλη Δευτέρα», ενώ ουδόλως τυχαίο είναι ότι έχουν εξαφανιστεί από τα ΜΜΕ άλλα εμβληματικά μέλη της επιτροπής, όπως ο καθηγητής Νίκος Σύψας αλλά και η επικεφαλής τής ΜΕΘ του «Ευαγγελισμού», Αναστασία Κοτανίδου – σημειώνεται ότι η τελευταία ήταν εκείνη που είχε δημοσίως δηλώσει ότι η επιτροπή «έχει χάσει τον δρόμο της» και πως «οδηγείται σε λάθος αποφάσεις».
Ωστόσο, τώρα, δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη. Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να διαχειριστεί την κρίση με πολιτικά κριτήρια, αφήνοντας κατά μέρος –ή ακόμη και αδιαφορώντας για– τα επιδημιολογικά δεδομένα. Ως εκ τούτου, μία καταψήφιση σε μία τηλεσυνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών δεν αρκεί – τουλάχιστον όχι στα μάτια των πολιτών, όταν θα έρθει η ώρα του λογαριασμού.