Το φάντασμα του πολιτικού κόστους και της φθοράς της κυβέρνησης αποτελεί, πλέον, καταλύτη πολιτικών εξελίξεων, καθώς η επιτροπή των ειδικών ήρθε να επικυρώσει, εν μέσω έντονου παρασκηνίου και πολλαπλών πιέσεων, αυτά που η ίδια η κυβέρνηση είχε θέσει ως προτεραιότητες.
Δεν θα ήταν, μάλιστα, υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι, επί της ουσίας, είναι τα «καμπανάκια» των δημοσκοπήσεων που «ανοίγουν» το λιανεμπόριο, καταργούν τους περιορισμούς στις διαδημοτικές μετακινήσεις και, επί της ουσίας, δρομολογούν και τα επόμενα βήματα προς την «κανονικότητα», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κατάργηση της απαγόρευσης κυκλοφορίας, για την επαναλειτουργία των μεγάλων εμπορικών κέντρων, αλλά και την επαναλειτουργία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.
«Κάτι πρέπει να ανοίξει»
Το δόγμα «κάτι πρέπει επιτέλους να ανοίξει» επιβεβαιώθηκε από την επιτροπή των ειδικών, καθώς παρά το πλούσιο παρασκήνιο, την «αφωνία» ολοένα και περισσότερων επιστημόνων, αλλά και τις αντιρρήσεις που εκφράζουν ακόμη περισσότεροι στις δημόσιες εμφανίσεις τους, εν τέλει ελήφθησαν οι πρώτες αποφάσεις χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων. Βεβαίως, τα βήματα είναι δειλά και προσεκτικά – όμως, ακόμη κι έτσι, το γεγονός ότι αυτά έρχονται σε μια συγκυρία που οι αντοχές των νοσοκομείων έχουν εξαντληθεί και καθημερινώς περισσότεροι από 100 συμπολίτες μας παραμένουν διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ «στην αναμονή» να αδειάσει κάποια κλίνη σε κάποια Εντατική της Αττικής, δείχνει πως οι αποφάσεις αποτελούν παιχνίδι με τη φωτιά, για έναν απλό λόγο: διότι η οριακή και ασφυκτική κατάσταση στο σύστημα υγείας δεν επιτρέπει κανέναν πειραματισμό, ούτε την ανάληψη του παραμικρού ρίσκου ως προς τις αποφάσεις διαχείρισης της πανδημικής κρίσης.
Τα «καμπανάκια» των σφυγμομετρήσεων
Σε κάθε περίπτωση, όπως παραδέχονται και καλά γνωρίζοντες των διεργασιών στον σκληρό πυρήνα της κυβέρνησης, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι αποφάσεις για τη χαλάρωση των μέτρων έρχονται σε μία συγκυρία που οι δημοσκοπήσεις αρχίζουν να στέλνουν έναν… βαρύ λογαριασμό στο Μέγαρο Μαξίμου – τόσο ως προς τα ποσοτικά, όσο όμως και ως προς τα ποιοτικά στοιχεία: αναλυτικά, η δημοσκόπηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ,που συνήθως «δείχνει» και τις μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ στην περίφημη «ψαλίδα», «κούρεψε» τη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων στις 12 μονάδες με αναγωγή και στις 11 με βάση την απλή καταγραφή της πρόθεσης ψήφου. Αν συγκρίνει κανείς αυτή την «ψαλίδα» με την προηγούμενη μέτρηση της ίδιας εταιρείας, θα διαπιστώσει πως η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων έχει περιοριστεί κατά 4,5 μονάδες, καθώς στην προ-προηγούμενη μέτρηση η ψαλίδα έφτανε στις 16,5 ποσοστιαίες μονάδες!
Ίδια εικόνα και στη δημοσκόπηση της Metron Analysis για τα «ΝΕΑ», η οποία έδειχνε επίσης περιορισμό της ψαλίδας στις 11,8 μονάδες. Και μπορεί ως διαφορά να φαίνεται ευρεία, όμως στα ποιοτικά στοιχεία της μέτρησης αναδεικνύεται μία ραγδαία φθορά και μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους κυβερνητικούς χειρισμούς:
Για παράδειγμα, στη σφυγμομέτρηση της Pulse, το 47% αποτιμά θετικά τη διαχείριση της πανδημίας και επίσης ένα 47% την αποτιμά αρνητικά – άρα, μιλάμε για ένα 50-50, που πόρρω απέχει από τη συντριπτική αποδοχή των κινήσεων της κυβέρνησης από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 2020. Παραλλήλως, στην ίδια μέτρηση, το ουδόλως αμελητέο 35% των ερωτηθέντων ζήτησε «χαλάρωση του lockdown εδώ και τώρα», ενώ το 34% μικρή παράταση και επανεξέταση των δεδομένων. Και μπορεί αυτό κυβερνητικές πηγές να το «βάφτισαν» «κόπωση της κοινωνίας», όμως στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ διαφορετικό: είναι η βαθμιαία υποχώρηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους χειρισμούς της κυβέρνησης αναφορικά με την πανδημική κρίση.
Όμως, τα «καμπανάκια» συνεχίστηκαν από τις μετρήσεις: για παράδειγμα, στη μέτρηση της εταιρείας Marc η διαφορά είναι 15,6% από 18,6%. Ασφαλώς, προσώρας αρκετοί στο Μαξίμου έχουν «οχυρωθεί» πίσω από τις ευρείες διαφορές, αλλά κυρίως από την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να καρπωθεί τη φθορά της κυβέρνησης και την καταρράκωση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τους χειρισμούς της κυβέρνησης. Όμως, ακόμη κι έτσι, οι πολιτικές «πιέσεις» προς τους λοιμωξιολόγους «να ανοίξουν επιτέλους κάτι» δείχνουν ότι αρκετοί στην κυβέρνηση δεν αρκούνται στην «ανοιχτή» ψαλίδα μεταξύ των δύο κομμάτων, αλλά φοβούνται τον άγραφο –αλλά διαρκώς επιβεβαιούμενο– νόμο της Μεταπολίτευσης: ότι, δηλαδή, άπαξ και μία κυβέρνηση πάρει την κάτω βόλτα στις μετρήσεις και φτάσει στο σημείο μη επιστροφής, δεν παίζει κανέναν ρόλο αν οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις χάνουν, κερδίζουν ή μένουν στάσιμες. Γιατί η πορεία προς την άβυσσο με σπασμένα τα φρένα αφορά εκείνον που κυβερνά, και όχι εκείνον που θέλει να κυβερνήσει.