«Όταν ευημερούν οι αριθμοί, οι άνθρωποι δυστυχούν», έλεγε πριν από πολλές δεκαετίες ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Και μπορεί αυτή να είναι σε αρκετές περιπτώσεις η αλήθεια, όμως στην πράξη έχει αποδειχθεί πως όταν οι αριθμοί δυστυχούν, και οι άνθρωποι δυστυχούν, ενώ όταν οι αριθμοί ευημερούν, τότε ευημερούν κάπως (ή αρκετά) περισσότεροι και δυστυχούν κάπως (ή αρκετά) λιγότεροι.
Το σίγουρο είναι ότι η στατιστική δεν λέει πάντα την αλήθεια, ενίοτε την εξωραΐζει ή τη συγκαλύπτει, κι αυτό είναι ένα από τα σκληρά μαθήματα της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, που έφερε τη «δημιουργική λογιστική» και τον «εφιάλτη» της Eurostat.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε άλλο μέσο από τους αριθμούς για να μετρήσουμε την επίδραση κάθε πολιτικής απόφασης στα εκατομμύρια των ανθρώπων, στο σύνολο μιας κοινωνίας και οικονομίας.
Με τα δεδομένα λοιπόν αυτά θα πρέπει, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, να δεχθούμε ότι τα νέα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την οικονομία ήταν αν μη τι άλλο θετικά, αφού προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 4,1% το 2021 και 6% το 2022, αναθεωρώντας προς τα πάνω τις προβλέψεις της, σε σύγκριση με αυτές του Φεβρουαρίου.
Στις εαρινές οικονομικές προβλέψεις που δόθηκαν στη δημοσιότητα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι η πανδημία του κορωνοϊού και τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα ώθησαν την ελληνική οικονομία σε μια βαθιά ύφεση το 2020 (-8,2%).
«Ο τουρισμός και γενικότερα ο τομέας των υπηρεσιών χτυπήθηκε ιδιαίτερα. Ωστόσο, τα έγκαιρα μέτρα πολιτικής που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση κατάφεραν να μετριάσουν την ύφεση στηρίζοντας την απασχόληση και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων. Η ευνοϊκή δημοσιονομική πολιτική, σε συνδυασμό με την ισχυρή τόνωση από το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να βοηθήσουν στην εκκίνηση της οικονομίας στο μέλλον», τονίζει η Επιτροπή.
Βέβαια, τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης κατάφεραν να διατηρήσουν την ανεργία στο 16,3% το 2021, σε σχέση με το 2020, ενώ αναμένεται μικρή μείωση στο 16,1% το 2022.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε απότομα το 2020 στο 205,6% του ΑΕΠ, λόγω της πανδημίας, ενώ αναμένεται να αυξηθεί στο 209% του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 202% του ΑΕΠ το 2022.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ε.Ε. υπογραμμίζει ότι η εκστρατεία εμβολιασμού θα πρέπει να επιτρέψει τη σταδιακή χαλάρωση των μέτρων περιορισμού, τα οποία ίσχυαν ακόμη το πρώτο τρίμηνο του 2021, αναφέρει η Κομισιόν.
Αυτό θα επιτρέψει την πραγματοποίηση αγορών που αναβλήθηκαν από το προηγούμενο έτος και θα συμβάλουν στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ιδίως το 2022, όπου τα νοικοκυριά θα πρέπει επίσης να επωφεληθούν από τις εξοικονομήσεις που έχουν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η οικονομική δραστηριότητα κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους αναμένεται επίσης να υποστηριχθεί από την έναρξη της υλοποίησης των έργων που παρουσιάζονται στο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας.
Η πρόβλεψη προϋποθέτει ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας στη ρευστότητα και τα εισοδήματα θα συνεχίσει να μετριάζεται από την υποστήριξη της πολιτικής.
Ειδικότερα, τα μέτρα στήριξης της εργασίας αναμένεται να συνεχίσουν να διευκολύνουν την επιστροφή των εργαζομένων, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας έχουν ανασταλεί, σε τακτική απασχόληση και να διατηρήσουν το ποσοστό ανεργίας στο 16,3% το 2021, αμετάβλητο από το 2020.
Θα πρέπει να αναφερθεί βέβαια ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας προβλέπεται να ανακάμψει πιο αργά, και υποστηρίζει μόνο μείωση της ανεργίας το 2022, στο 16,1%.
Παρά την πρόσφατη αύξηση των τιμών της ενέργειας, ο συνολικός πληθωρισμός είναι πιθανό να παραμείνει ελαφρώς αρνητικός το 2021, κυρίως λόγω της χαμηλής ζήτησης για βιομηχανικά αγαθά και υπηρεσίες, προτού ανακάμψει σταδιακά το 2022.
Η Κομισιόν προειδοποιεί ότι η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή, ιδίως σε σχέση με τον τουριστικό τομέα και τη μείωση των ταξιδιωτικών περιορισμών.
Πρόσθετοι κίνδυνοι προέρχονται από τον αντίκτυπο της κρίσης στη φερεγγυότητα των επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν μόλις λήξουν τα μέτρα στήριξης.
Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τον ρυθμό με τον οποίο καταργούνται τα μέτρα στήριξης της εργασίας.
Οι εξωτερικοί γεωπολιτικοί παράγοντες παραμένουν επίσης πηγή αβεβαιότητας, τονίζει η Κομισιόν.
Επιπλέον καταγράφει ότι το έλλειμμα στο βασικό ισοζύγιο της Ελλάδας έφτασε το 9,7% του ΑΕΠ το 2020, γεγονός που οφείλεται κυρίως στο κόστος των μέτρων που ελήφθησαν για τον μετριασμό των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης (6,3% του ΑΕΠ) και του αντίκτυπου της πανδημίας στο κράτος ως προς τα έσοδα. Επιπλέον, η αλλαγή στη στατιστική καταγραφή του αναμενόμενου κόστους εκκαθάρισης των καθυστερήσεων κρατικών εγγυήσεων και των περιπτώσεων υγειονομικής περίθαλψης είχε ως αποτέλεσμα αυξημένο έλλειμμα το 2020.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης το 2021 αναμένεται να παραμείνει μεγάλο (10,0% του ΑΕΠ). Εκτός από το κόστος παράτασης των μέτρων στήριξης που εγκρίθηκαν το 2020, η πρόβλεψη λαμβάνει υπόψη νέα μέτρα που εγκρίθηκαν για την υποστήριξη της ανάκαμψης, κυρίως τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και την προσωρινή κατάργηση του φόρου κοινωνικής αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα.
Η πρόβλεψη συνεπάγεται επίσης μείωση του ποσοστού προκαταβολών για τον φόρο εισοδήματος εταιρειών και μείωση του ίδιου του φόρου κατά 2pps για κέρδη που έγιναν το 2021 και τα επόμενα χρόνια.
Καθώς η οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει και σταδιακά καταργούνται τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα, το ονομαστικό έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί στο 3,2% του ΑΕΠ το 2022.
Όσον αφορά το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, ελλείψει επαρκώς λεπτομερών πληροφοριών, αυτή η πρόβλεψη προϋποθέτει απλοποιημένη και γραμμική ολοκλήρωση των δαπανών που χρηματοδοτούνται από το RRF.
Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί, προειδοποιεί η Κομισιόν.
Σχετίζονται δε με κρατικές εγγυήσεις που εκδόθηκαν ως μέρος των έκτακτων μέτρων το 2020 και θα μπορούσαν να κληθούν στο μέλλον.
Πρόσθετοι κίνδυνοι ενδέχεται να προκύψουν από τη δημιουργία του προγραμματισμένου συστήματος πώλησης και μίσθωσης ακινήτων που ανήκουν σε ευάλωτους οφειλέτες, σε περίπτωση που θεωρείται μέρος της γενικής κυβέρνησης.
Υπάρχουν επίσης κίνδυνοι που απορρέουν από υποθέσεις εναντίον της ΕΤΑΔ και τις συνεχιζόμενες νομικές προκλήσεις κατά των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων.
Μετά από μια απότομη αύξηση το 2020 που συνδέεται με την πανδημία, το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς σε περίπου 209% του ΑΕΠ το 2021 πριν μειωθεί σε περίπου 202% το 2022.