Τελικά, πόση οξυδέρκεια πρέπει να διαθέτει κάποιος για να σκεφτεί τη δομή ενός τέτοιου βιβλίου; Πόσο ταλέντο για να τοποθετήσει τόσες διαχρονικές προσωπικότητες σε έναν κόκκινο ουρανοξύστη 50 ορόφων; Και πόση μελέτη απαιτήθηκε για να περιγράψει με τόση ακρίβεια τα χαρακτηριστικά αυτών των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους προσωπικοτήτων;
Η αλήθεια είναι ότι έχω διαβάσει πάρα πολλά βιβλία, ποίηση, μυθιστορήματα, δοκίμια, αλλά οι «Απείθαρχοι» της Σεμίνας Διγενή με ξεπερνάνε. Γνωρίζω όπως και όλοι μας τη Σεμίνα Διγενή μέσα από τις θρυλικές εκπομπές της στην τηλεόραση, μέσα από την πλούσια αρθρογραφία της σε εφημερίδες και περιοδικά, ήταν και παραμένει ένα ζωντανό κύτταρο στο ελληνικό δημοσιογραφικό γίγνεσθαι. Και η έκπληξή μου δεν έγκειται στο ότι αποφάσισε να περάσει στο τιμ του συγγραφικού χώρου –το κάνουν πολλοί αυτό–, αλλά στο πώς η πένα της έγινε τόσο ξεχωριστή, με ιδέες πρωτοποριακές, με φαντασία που ξεπερνά την πιο τρελή κάθε άλλου δημιουργού.
«Στο μεταιχμιακό σύμπαν του Κόκκινου Ουρανοξύστη μιας εξαϋλωμένης ουτοπικής πόλης, ζουν κάποιοι που δεν χωρούν πουθενά. Σ’ αυτό το πεδίο των απροσδόκητων συναντήσεων και αισθητηριακών εμπειριών, η γυναίκα που τους φροντίζει σαγηνεύεται απ’ αυτούς και δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς με όλους τους ενοίκους των ορόφων του Επανασχεδιασμού, των Τραυμάτων, των Αυτοκτονιών, της Εντροπίας, του Τίποτε, του Παιδικού Εαυτού, των Πειραμάτων, μέχρι και του Ρετιρέ της Λήθης. Με βοηθούς δύο παράξενους επιστάτες, που συνεχώς μεταμορφώνονται ρουφώντας κάθε σταγόνα δανεικών ζωών, συμβιώνει με τον Μπόουι, τον Λένιν, τον Προυστ, τη Νίνου, τον Μπέρνχαρντ, τον Αϊνστάιν, τον Βάρναλη, τη Γουάινχαουζ, τον Σιδηρόπουλο, τον Χόκινγκ, τον Βέγγο, τον Κομπέιν, τον Μπαρτ, την Κέιν, τον Πικάσο, τη Μονρόε και άλλους. Θα καταφέρει τελικά ο παράδοξος κόσμος των “Απείθαρχων” να πάρει μια καθοριστική απόφαση για τη Μνήμη του Κόσμου;»
Πρόκειται για το οπισθόφυλλο του νέου βιβλίου της Σεμίνας Διγενή από τις εκδόσεις «Κάκτος», που κυκλοφορεί εδώ κι ένα χρόνο, προ εγκλεισμού, προ κορωνοϊού, που μου τράβηξε την προσοχή με τη σκέψη πως όλα τούτα πολύ τρελά ακούγονται, και μου κίνησε την περιέργεια. Και το πήρα. Και το βράδυ, χαλαρά μπροστά στο τζάκι μου, και κάτω από τις φλόγες που ήδη με ταξίδευαν, άρχισα να το ξεφυλλίζω.
Κεφάλαιο-κεφάλαιο, μετουσιώνονται σε εικόνες ολοζώντανες οι παραστάσεις της, οι ήρωές της, οι πολύπλευροι χαρακτήρες της τα βιώματα… Πόσο προφητική η συγγραφέας για όλα αυτά που τελικά βιώνουμε αυτόν τον τελευταίο χρόνο...
Με γλώσσα γλαφυρή και απλή, κατανοητή στον πιο απλό αναγνώστη, με μικρά κεφάλαια που σε αφήνουν να αναπνεύσεις, με τόσες μορφές διαχρονικές, και με μια ζεύξη μεταξύ τους που αναρωτιέμαι πώς κατάφερε να συνταιριάξει τα αταίριαστα, τόσο το ταλέντο της, τόση η γνώση της, τόση η φαντασία της… Όσο και αν κάποια πράγματα –είτε σε σχέση με τα πρόσωπα είτε σε σχέση με τους χωροχρόνους– ίσως είναι άγνωστα, γίνονται οικεία λέξη με τη λέξη, εικόνα με την εικόνα, τα ρουφάς…
Θέλεις να γνωρίσεις έναν-έναν αυτούς τους εκατό απείθαρχους «ενοίκους», που συνυπάρχουν σε μια παράξενη Βαβέλ, καθώς τα ονόματά τους σε εξιτάρουν, γιατί σου δίνεται έτσι η ευκαιρία να μάθεις πράγματα που δεν ήξερες ίσως έστω και για κάποιους από αυτούς, όπως ο Μπόουι, ο Λένιν, η Νίνου, ο Αϊνστάιν, ο Μπέρνχαρντ, η Μονρόε, η Κοτοπούλη, ο Προυστ, ο Αττίλας, η Γουαινχάουζ, η Λαμπέτη, ο Βέγγος, ο Σαραμάγκου, ο Φρόιντ, ο Σιδηρόπουλος, ο Γουίλιαμς, η Γώγου, ο Πικάσο, ο Βάρναλης, ο Κομπέιν, η Βασιλειάδου, ο Χόκινγκ κ.ά.
Όλοι άγνωστοι μεταξύ τους, από διαφορετικούς χρόνους και τόπους, κι όμως συναντιούνται στον τεράστιο αυτό κόκκινο ουρανοξύστη και, ναι, συνεννοούνται άψογα μεταξύ τους.
«Θα καταφέρει τελικά, αυτός ο παράδοξος κόσμος των “Απείθαρχων” να δώσει σε όλα ένα τέλος ή μια αρχή, με την έμπνευση που τους αξίζει; Θα τολμήσει να πάρει μια καθοριστική απόφαση, για τη Μνήμη του Κόσμου;»
Είναι κάποια πράγματα που, αν δεν διαβάσεις ολόκληρο το βιβλίο, αν δεν εντρυφήσεις στις έννοιες του, στις ιδέες του, αν δεν απαντήσεις στο εσώτερο ερώτημα «τι θέλει να μας πει η συγγραφέας μέσα από αυτές τις σελίδες, με ποιο σκεπτικό τις πέρασε μπροστά από τα μάτια μας;» δεν γίνεται να απαντήσει κανείς. Γιατί όσο πιο απλό είναι κάτι, τόσο και πιο δύσκολο δείχνει να είναι το μήνυμά του… Και όταν η ιστορία συναντά τη φαντασία, σε μια τόσο σουρεαλιστική γραφή, το μυθιστόρημα κυλάει σαν γάργαρο νερό πνίγοντας τη δίψα για το άλλο, το διαφορετικό, εκείνο που μόνο ένα δυνατό ταλέντο μπορεί να σου προσφέρει σαν όαση στην ανομβρία μιας απέραντης ερήμου συναισθημάτων τού σήμερα…