ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ» Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ 1827
Ομογένεια: Μία ιστορική εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση στη Νέα Υόρκη.
«Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να ’ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του.
»Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας; Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ. Είναι η ποιότητα, που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα. Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη. Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό. Είναι η αμάθεια και το σκότος. Ότι οι λεγόμενοι “πρακτικοί άνθρωποι” –κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί– μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό.
»Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το παν. Πού βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα ’μαστε πια εδώ. Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς. Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας – και της εποχής μας».
Δήλωση του Οδυσσέα Ελύτη στις 19 Οκτωβρίου 1979, με αφορμή την αναγγελία της βράβευσής του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Είναι η στεντόρεια φωνή του Μάνου Κατράκη που σε κάνει να αναρουφάς την επόμενη λέξη πριν καν την ακούσεις… Είναι ο δικός μας Γρηγόρης Μπιθικώτσης, που σαν πραγματικός σερ τραγούδησε τούτους τους στίχους… Είναι ο βαρύτονος σαν σε αρχαία τραγωδία Θόδωρος Δημήτριεφ… Είναι οι μελωδίες του σπουδαίου Μίκη Θεοδωράκη που έντυσαν τις λέξεις… Μα είναι πάνω απ’ όλα η γέννα των λέξεων και το πλέξιμό τους από τον νομπελίστα ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη, που το ρίγος φέρνει στο πετσί της ψυχής και σε ταξιδεύει εκεί που τελειώνουν τα άστρα, κουβαλώντας στην αδύναμη πλάτη σου μια Ελλάδα τόσο μα τόσο μικρή, τόσο μα τόσο πληγωμένη, τόσο μα τόσο σπουδαία όσο κανείς άλλος σε τούτο τον πλανήτη.
Η αναγγελία της απονομής του βραβείου του από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου 1979, σημειώνοντας μεταξύ άλλων στο σκεπτικό της: «Για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα».
Με δέος προσπαθώ να εγκλωβίσω τις σκέψεις μου σε αυτό το ταπεινό αφιέρωμα για έναν τόσο μεγάλο ποιητή και το αξεπέραστο έργο του «Άξιον Εστί», το βραβευμένο με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979 – ο δεύτερος ποιητής μας με αυτό το βραβείο μετά τον επίσης σημαντικό Γιώργο Σεφέρη, που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963.
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Όμηρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη».
Με την ποίηση του Ελύτη καταπιάστηκα μαγεμένος –όπως και πολλοί άλλοι– από τα εφηβικά μου χρόνια. Ήταν τότε που μέσα από τα «Ρω του Έρωτα» αφουγκραζόμασταν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Ήταν τότε που μέσα από το «Μονόγραμμα» κλαίγαμε κρυφά και σιωπηλά το τέλος της πρώτης μας αγάπης. Ήταν τότε που ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας» συντάραζε το είναι μας για τη δύναμη που βγάζει με την «Όμορφη και παράξενη πατρίδα»… τη δική μας πατρίδα.
Μα το «Άξιον Εστί» είναι εκείνο που ωρίμασε τη σκέψη μας, έφερε στην επιφάνεια γνώσεις άγνωστες, ξύνοντας την ψυχή για ταξίδια στο παρελθόν και στο μέλλον μιας χώρας που λίγοι αγάπησαν και πολλοί εμίσησαν, όπως σκωπτικά ειρωνευόμενος τους τελευταίους έγραψε ο σπουδαίος φιλέλληνας ποιητής Φρίντριχ Σίλερ:
«Καταραμένε Έλληνα…
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω τη ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση…
Γιατί να σ’ αγγίξω;
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός;
Γιατί δεν μ’ αφήνεις στη δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου;»
Μόνο από μίσος εξηγούνται οι χαίνουσες πληγές που άφησαν στην Ελλάδα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα απόνερά του, ο Εμφύλιος. Δεν ήταν έτσι στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Κι αυτό το συνειδητοποίησε ο Ελύτης όταν χρειάστηκε να φύγει στο εξωτερικό. Αυτή η καταστροφή τον συγκλόνισε, και στάθηκε αυτός ο πόνος η έμπνευση για το σπουδαιότερο έργο του, όπως ο ίδιος εξήγησε σε μια συνέντευξή του:
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί –πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος– δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Θυμάμαι τη μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες στα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε τον δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
»Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου –η πρώτη ήτανε στην Αλβανία– που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως, τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ’χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: “Εμείς περάσαμε πόλεμο, κύριε!” Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο, με κοιτάζανε παράξενα: “Α, κι εσείς ε;”
»Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
»Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ’δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το “Άξιον Εστί”».
«ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιο το “νυν” και ποιο το “αιέν” του κόσμου…
Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Άνθρωπου
Νυν Νυν το μηδέν
και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!»
Κάποια μέρα του Σεπτέμβρη του 1960, ο Ελύτης πλησιάζει δειλά τον Μίκη Θεοδωράκη σε ένα καφέ του Λουμίδη, στο κέντρο της Αθήνας, λέγοντάς του: «Τελείωσα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ’θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…»
Σύμφωνα με τα όσα έχει δηλώσει ο ίδιος ο συνθέτης, ένα μήνα μετά έλαβε στο Παρίσι το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη. «Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ’ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίησα πως η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών», αναφέρει ο ίδιος. Άρχισε να μελοποιεί τους στίχους των τραγουδιών, εξηγώντας με πικρό χιούμορ: «Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική. Η κουζίνα δεν μας χωρούσε ούτε όρθιους. Η μπανιέρα ήταν φουσκωτή. Το αποχωρητήριο στην αυλή της πολυκατοικίας και το υπνοδωμάτιο μόλις και μετά βίας χωρούσε το κρεβάτι μας».
Ο Μίκης Θεοδωράκης, με την επιστροφή του στην Αθήνα, το 1962, βάλθηκε να φτιάξει την «ομάδα», πάντα με τη συγκατάθεση του Οδυσσέα Ελύτη. Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου απλά. Ούτε το έργο ήταν απλό. Εμπεριέχει τραγούδια, χορικά μέρη, βαρύτονο και αφηγητή. Βαρύτονος, ο Θόδωρος Δημήτριεφ. Τραγουδιστής ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, δειλά στην αρχή, μη σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά και για την εποχή που θα έβγαινε στον αέρα ένα τέτοιο έργο. Αφηγητής, ή μάλλον Αναγνώστης, ο Μάνος Κατράκης, παρόλο που τότε ήταν το κόκκινο πανί, καθώς είχε περάσει από Μακρόνησο.
«Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!»
Η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε μετά πολλών εμποδίων: Στην Κολούμπια ηχογραφήθηκε το τραγουδιστικό μέρος, ενώ στο Στούντιο Άλφα τα υπόλοιπα.
Η προετοιμασία για την παρουσίαση του έργου έγινε στο προεκλογικό κλίμα των εκλογών του Μαρτίου του 1964. Στις 19 Οκτωβρίου 1964 δίνεται η πρεμιέρα στο κατάμεστο «REX», αφού είχε προηγηθεί η άρνηση του κρατικού μηχανισμού της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου να παραχωρήσει το Ηρώδειο στον Μίκη Θεοδωράκη για την πρώτη παρουσίαση του έργου. «Η αγωνία και η συγκίνηση, μεγάλη. Ο Ελύτης στα παρασκήνια πήγαινε πάνω-κάτω. Ο Γρηγόρης και ο Δημήτριεφ, σφιγμένοι. Ο Κατράκης υπερσυγκινημένος, δεν απόφυγε τον στόμφο. Η χορωδία τρακαρισμένη. Τέλος χαιρετήσαμε όλοι κάμποσες φορές στη σκηνή. Συμφωνήσαμε πάντως πως η υποδοχή δεν ήταν τόσο θερμή όσο την περιμέναμε», σημειώνει ο Μίκης Θεοδωράκης.
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη εσύ δοξαστική
Μη παρακαλώ σας μη
μη τη λησμονάτε τη χώρα μου
Αετόμορφα τα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
Και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
Τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη εσύ δοξαστική
Μη παρακαλώ σας μη
μη τη λησμονάτε τη χώρα μου».
Το εξώφυλλο του δίσκου φιλοτέχνησε ένα άλλο ιερό τέρας των τεχνών, ο Γιάννης Τσαρούχης, που πίστεψε στο έργο και εμπνεύστηκε από αυτό, ένας δίσκος που, σε αντίθεση με το σφίξιμο του κόσμου στην πρώτη παρουσίαση του REX, έγινε ανάρπαστος.
«Κάτι θα ’πρεπε να γίνεται στον ουρανό
που να το πιάνει κανένας με το σώμα
σαν ονείρωξη
Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται
σαν σε δίχτυ στο σχήμα
του Αρχαγγέλου
Τιμή στον Γιάννη Τσαρούχη
που μας δίδαξε και τη Γη και τον Ουρανό
μ’ ευγνωμοσύνη.
Οδυσσέας Ελύτης»
Είναι το ποίημα που αφιέρωσε με φανερή συγκίνηση ο Ελύτης στον αγαπημένο του φίλο Γιάννη Τσαρούχη, που δημοσιεύτηκε το περιοδικό «Λέξη».
Στις 15 Ιουνίου του 1958, ο Οδυσσέας Ελύτης δίνει συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη, για λογαριασμό της εφημερίδας «Ελευθερία», και μεταξύ άλλων υπογραμμίζει:
«Αυτός ο λαός, που την έννοια του την έχουμε παραμορφώσει σε σημείο να μην την αναγνωρίζουμε, αυτός έχει φτιάξει ό,τι καλό υπάρχει – αν υπάρχει κάτι καλό σ’ αυτόν τον τόπο! Και αυτός, στις ώρες του κινδύνου, και στο πείσμα της συστηματικής ηττοπάθειας των αρχηγών του, αίρεται, χάρη σ’ έναν αόρατο, ευλογημένο μηχανισμό, στα ύψη που απαιτεί το θαύμα! Όσο, λοιπόν, και αν είναι λυπηρό, πρέπει να το πω: ο Ελληνισμός, για την ώρα τουλάχιστον, επέτυχε ως γένος, αλλ’ απέτυχε ως κράτος!»
Ήταν πριν από την παγκόσμια αποθέωσή του με το «Άξιον Εστί». Το 1958! Σήμερα, αναρωτιέμαι με θλίψη τι θα έλεγε…
Για ένα είμαι σίγουρος: Πως από τη δύναμη της ποίησης που μας χάρισε όλα αυτά τα χρόνια, δεν θα άλλαζε ούτε μία λέξη. Τόσο απλά…
Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό. Σπουδαίες, Πικασό κ.ά., μια μεγάλη αγκαλιά για τον δικό μας Οδυσσέα Ελύτη. Και ο Ρίτσος από τους δικούς μας; Η αλήθεια είναι πως οι δυο σπουδαίοι ποιητές μας επιλέχθηκαν την ίδια χρονιά, το 1979, για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μαζί. Από κοινού. Για την επίλυση της πρότασης η Σουηδική Ακαδημία έστειλε στην Ελλάδα τον φιλόλογο Ίνγκεμαρ Ρέντιν, και τους έκανε την πρόταση. Αλλά και οι δύο αρνήθηκαν να μοιραστούν το βραβείο, με αποτέλεσμα αυτό να καταλήξει στον Ελύτη. Αν και κάποιοι τότε ισχυρίστηκαν ότι η μη επιλογή του Ρίτσου οφειλόταν στην αριστερή ιδεολογία του, ο Ρέντιν το αρνήθηκε.
Ο ίδιος ο Ρίτσος ωστόσο στάθηκε στο ύψος του δηλώνοντας: «Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στον μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι μία τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μία τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ».
Ο Ελύτης από την πλευρά του απάντησε στους επικριτές του: «Αιώνες τώρα φωνάζω ελληνικά, κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας».
«Ο Ελύτης ανήκει σε μια γενιά που στον καιρό της χλευάστηκε και κοροϊδεύτηκε από το επίσημο “πνευματικό” κατεστημένο του τόπου μας και αναθεματίστηκε από τις δήθεν προοδευτικές παρατάξεις του καιρού του», ανέφερε σχετικά ο σπουδαίος Μάνος Χατζιδάκις.
Ο δε Μίκης Θεοδωράκης δήλωσε επίσης: «Στο πρόσωπο του Ελύτη βραβεύεται όλη η ελληνική ποίηση, όλη η ελληνική τέχνη, όλος ο ελληνικός λαός».
Ο Οδυσσέας Ελύτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη) γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 2 Νοεμβρίου 1911. Έζησε στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1914.
Η καταγωγή του από τη Λέσβο, η γέννησή του στην Κρήτη, τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων στις Σπέτσες και τις Κυκλάδες, διαμόρφωσαν μια βαθύτατα νησιωτική συνείδηση, που αργότερα στη διασταύρωσή της με τον υπερρεαλισμό δημιούργησε μια ποίηση πρωτότυπη, γεμάτη πλήθος λυρικών εικόνων, αλλά και επαναστατικών δυνάμεων. Μια ποίηση που με άξονα το φως ζήτησε να αποκρυπτογραφήσει το μυστήριο της ύπαρξης.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο στην Αθήνα, ακολούθησε νομικές σπουδές, ενώ υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στον πόλεμο της Αλβανίας. Εγκαταστάθηκε δύο φορές στο Παρίσι, (1948- 1951 και 1969-1971) όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας στη Σορβόννη και ήρθε σε επαφή με τους κυριότερους ποιητές και ζωγράφους του εικοστού αιώνα. Το 1979 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έφυγε από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, σε ηλικία 85 ετών.
«Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το ’χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
Σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ’χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος
Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση!»
Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Οδυσσέα Ελύτη στον χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1939 με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τίτλο «Προσανατολισμοί». Το 1942 δημοσίευσε το δοκίμιο «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου» και το 1943 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του «Ήλιος ο Πρώτος». Ακολούθησαν μεταξύ άλλων το «Άξιον Εστί» (1959), οι «Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό» (1960), το «Μονόγραμμα» (στις Βρυξέλλες), το «Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» και ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας» (1971), η «Σαπφώ και ο Μικρός Ναυτίλος» (1984), τα «Ελεγεία της Οξώπετρας» (1991), και οι τελευταίες του συλλογές «Δυτικά της λύπης» και «Ο κήπος με τις αυταπάτες» (1995). Ο Οδυσσέας Ελύτης τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1960), το Παράσημο Ταξίαρχου του Φοίνικος (1965), με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1979), με το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής του Δήμου Αθηναίων (1982), με το βραβείο Μεσόγειος της Κοινότητας των Μεσογειακών Πανεπιστημίων (1988), με το Παράσημο του Ανώτατου Ταξίαρχου της Λεγεώνας της Τιμής στο Παρίσι (1989). Το 1972 αρνήθηκε βραβείο θεσπισμένο από τη δικτατορία και το 1977 αρνήθηκε την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού. Το 1987 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων της Ρώμης και της Αθήνας. Εκτός από το ποιητικό του έργο στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν ο τόμος κριτικών κειμένων του «Ανοιχτά χαρτιά» (1974), ποιητικές και θεατρικές μεταφράσεις του, δοκίμια και πεζογραφήματα. Εικαστικά έργα του παρουσιάστηκαν το 1980 σε έκθεση με κολάζ του και τίτλο «Συνεικόνες στην Αθήνα», το 1988 στο Beaubourg της Γαλλίας και το 1992 στο Μουσείο μοντέρνας Τέχνης της Άνδρου. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.