ΕΑΛΩ Η ΣΑΛΑΜΙΣ, Η ΑΡΣΙΝΟΗ, Η ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ…
Τα ύπουλα σχέδια του Ερντογάν ξεδιπλώνονται με τη φιέστα του στην Αμμόχωστο την τραγική επέτειο της 20ής Ιουλίου
H εκστρατεία του Τζο Μπάιντεν τους τελευταίους μήνες περιστρεφόταν συνεχώς γύρω από ένα και μόνο μοτίβο: «Πάμε να ψηφίσουμε για να τους τελειώσουμε. Μπορούμε να τερματίσουμε την τρέλα, την ανικανότητα, το απόλυτο θέαμα που ήταν η Προεδρία του Τραμπ. Σας υπόσχομαι αυτό», είπε ο Μπάιντεν την περασμένη εβδομάδα, «θα τερματίσω το χάος του Ντόναλντ Τραμπ και θα τελειώσω αυτήν την κρίση».
Η ώρα αυτή όμως δεν έχει φτάσει ακόμη. Οι εκλογές του 2020, που με τόση λαχτάρα περίμεναν οι Δημοκρατικοί, δεν έφεραν το νοκ άουτ του Τραμπ, που θα ήθελε ο Μπάιντεν.
Η διαφορά μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ κρέμεται σε μια κλωστή και, παρόλο που ο Μπάιντεν μπορεί να τερματίσει πρώτος στο νήμα, το φάντασμα των γεγονότων της νίκης Τραμπ του 2016, με την εκλογική νομική αντιπαράθεση εβδομάδων, απειλεί και πάλι να κάνει την εμφάνισή του.
Ο Τραμπ πέρασε όλη την ημέρα των εκλογών υπονομεύοντας τα αποτελέσματα. Πριν καταμετρηθούν οι πρώτες ψήφοι, βροντοφώναξε: «Ακατάλληλη Εκλογή!» Έχει επαναλάβει αυτόν τον εξωφρενικό ισχυρισμό σχεδόν διακόσιες φορές από τον Αύγουστο, σύμφωνα με το Factba.se, το οποίο παρακολουθεί όλες τις δημόσιες δηλώσεις του Τραμπ.
Αλλά η νύχτα έχει τελειώσει και ο Τραμπ δεν έχει ανακηρυχθεί νικητής. Θα φέρει τον ανεμοστρόβιλο που είχε υποσχεθεί; Χρειάστηκαν μόνο λίγες ώρες για να βρει την απάντηση: Η επικίνδυνη ρητορική του Προέδρου ήταν στην πραγματικότητα μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Πριν από τη 1:00΄ π.μ., με ένα φαινομενικό διάλειμμα προς τον Μπάιντεν στην Αριζόνα, και με τον πρώην αντιπρόεδρο να λέει στους υποστηρικτές του στο Ντελαγουέρ ότι «είμαστε σε καλό δρόμο για να κερδίσουμε αυτές τις εκλογές», ο Τραμπ επιτέθηκε στα αποτελέσματα ακόμη και προτού επισημοποιηθούν.
«Προσπαθούν να ΚΛΕΨΟΥΝ τις εκλογές», έγραψε στο Twitter. «Δεν θα τους αφήσουμε ποτέ να το κάνουν. Δεν πρέπει να υπολογιστούν οι ψήφοι μετά το κλείσιμο της κάλπης».
Λίγο μετά τις 2:20΄ π.μ., ο Τραμπ μίλησε σε υποστηρικτές του Λευκού Οίκου, όπου ήταν ακόμη πιο σαφής ότι θα πραγματοποιήσει τις απειλές του. Δήλωσε ότι κέρδισε τις εκλογές και είπε ότι θα πάει στο Ανώτατο Δικαστήριο για να σταματήσει τα εκατομμύρια των ψήφων που εξακολουθούν να προσμετρώνται. «Πρόκειται για απάτη στο αμερικανικό κοινό», ισχυρίστηκε ο Τραμπ, χωρίς αποδείξεις για να το υποστηρίξει. Τα χειρότερα σενάρια, τραγικά, φαίνεται να γίνονται πραγματικότητα.
Μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια διχασμού και ανικανότητας του Τραμπ, η χώρα έχει πληγεί από πραγματικά σοβαρές κρίσεις το 2020. Με μια θανατηφόρα πανδημία που μαίνεται και μια συνακόλουθη οικονομική καταστροφή, περισσότερο από 70% των Αμερικανών δήλωσαν, στην τελευταία δημοσκόπηση της Gallup, ότι πίστευαν πως η χώρα πορεύτηκε προς λάθος κατεύθυνση..
Στο προηγούμενο διάστημα, ο Τραμπ ίσως είχε αμφισβητηθεί για ό,τι συνέβη στο έθνος κατά τη θητεία του. Ωστόσο, η υποστήριξη του Τραμπ από τη βάση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν κατέρρευσε ποτέ, και την παραμονή των εκλογών σχεδόν κάθε πιθανό αποτέλεσμα ήταν ακόμη δυνατό, από μια νίκη του Τραμπ μέχρι την κατολίσθηση του Μπάιντεν.
Ο μέσος όρος της τελικής δημοσκόπησης είχε τον Μπάιντεν να τερματίζει ισχυρότερος από ό,τι η Χίλαρι Κλίντον πριν από τέσσερα χρόνια, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίμαχες πολιτείες, αλλά με μικρή διαφορά. Στην τελική πρόβλεψη προτίμησης, το FiveThirtyEight έδωσε στον πρώην αντιπρόεδρο πιθανότητα 89% για μια νίκη του στους εκλέκτορες. Όμως, αν και ήταν πολύ πιθανό να κερδίσει ο Μπάιντεν, δεν ήταν αδύνατο να χάσει.
Προχωρώντας το βράδυ της Τρίτης, οι επίμαχες πολιτείες ήταν σε μεγάλο βαθμό οι ίδιες με αυτές του 2016: Αριζόνα, Φλόριντα, Μίσιγκαν, Πενσυλβάνια, Ουισκόνσιν. Αν ο Μπάιντεν μπορούσε να πάρει πίσω το Μίτσιγκαν, την Πενσυλβάνια και το Ουισκόνσιν –οι τρεις πολιτείες που ανέδειξαν πρόεδρο τον Τραμπ, με λίγο περισσότερο από εβδομήντα χιλιάδες ψήφους μεταξύ τους– ο αγώνας θα τελείωνε.
Το ότι ο Μπάιντεν, τις εβδομάδες πριν από τις εκλογές, αποφάσισε να αγωνιστεί επιθετικά σε περιοχές που υποστήριζαν τον Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων της Τζόρτζιας της Βόρειας Καρολίνας, του Οχάιο και του Τέξας, υπογραμμίζει μόνο πόσο μεγάλη ήταν η εκστρατεία του Τραμπ τους τελευταίους μήνες.
Και όμως, κερδίσει ή χάσει, ο Τραμπ θα έχει σίγουρα την υποστήριξη του 40% του αμερικανικού εκλογικού σώματος και ίσως και περισσότερο. Θα μπορούσε ακόμη και να καταλήξει με καλύτερο ποσοστό από ό,τι είχε πριν από τέσσερα χρόνια. Κράτησε τη Φλόριντα, το Οχάιο και το Τέξας.
Η βάση του τον ακολούθησε, παρά τις κατηγορίες και τον οικογενειακό χωρισμό, για τις «ερωτικές» επιστολές του με τον βίαιο δικτάτορα της Βόρειας Κορέας, ακόμη και για την άρνηση του κορωνοϊού. Εάν τους οδηγήσει πάνω από τον βράχο μιας συνταγματικής αντιπαράθεσης από τώρα έως τις 20 Ιανουαρίου, πρέπει να υποθέσουμε ότι θα τον ακολουθήσουν και εκεί.
Ο Τραμπ ήταν πάντα Πρόεδρος της μειοψηφίας, κυβερνούσε μέρος της χώρας σε αντίθεση με το υπόλοιπο. Το σοκ της εκλογικής του αναταραχής το 2016 έγινε το δικό του πολιτικό σκεπτικό και, τελικά, για τον Τραμπ, το σχέδιο για την επανεκλογή του. Γιατί να κάνει κάτι διαφορετικό όταν είχε αψηφήσει όλους και κέρδισε την πρώτη φορά;
Όταν καταμετρηθούν οι τελικές ψήφοι, σχεδόν σίγουρα θα δείξουν ότι ο Μπάιντεν ξεπερνά τις ψήφους που πήρε η Κλίντον (2,87 εκατομ.), και όμως ο Τραμπ πίστευε μέχρι το τέλος ότι τίποτα δεν θα είχε σημασία, εκτός από τη διατήρηση της υποστήριξής του από τη βάση των Ρεπουμπλικανών.
Και, ακόμη και χωρίς τελικά αποτελέσματα, μπορούμε ήδη να πούμε ότι υπάρχει μια διχασμένη Αμερική κομμένη στα δύο και ότι ο Τραμπ, παρά την καταστροφική πολιτική του, διατήρησε την πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας της «κόκκινης Αμερικής» (Ρεπουμπλικάνοι) – της δικής του Αμερικής.
Τελικά, το θέμα δεν είναι ότι οι δημοσκοπήσεις ήταν σωστές ή λανθασμένες, αν και σίγουρα φαίνονταν εκτός λειτουργίας σε ορισμένες περιπτώσεις. Το θέμα είναι η αβεβαιότητα μιας οδυνηρά διαιρεμένης χώρας – ίσως το καθοριστικό χαρακτηριστικό της Ουάσιγκτον και της αμερικανικής πολιτικής ευρύτερα, στα χρόνια του Τραμπ.
Η αδιάκοπη αμφισβήτηση του Τραμπ για τους βασικούς θεσμούς της κυβέρνησής του και το εκλογικό σύστημα, έφεραν τελικά το δυσοίωνο αποτέλεσμα, ακόμα κι αν δεν μπορεί να επιστρέψει για άλλα τέσσερα χρόνια στον Λευκό Οίκο: Μια υπερδύναμη που χωρίζεται από μέσα, δεν εμπιστεύεται πλέον τη δική της δημοκρατία.
Υπήρξαν πολλές φορές, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, που η Ουάσινγκτον του Τραμπ έμοιαζε ξένη, με οχυρωμένες βιτρίνες και δρόμους να κλείνουν γύρω από τον Λευκό Οίκο, εν αναμονή τής άνευ προηγουμένου βίας μετά τις εκλογές. Έχουμε ξαναδεί τέτοιες σκηνές, σε μέρη όπως το Αζερμπαϊτζάν και τη Ρωσία. Αυτή είναι η Αμερική του Τραμπ. Δεν είναι η Αμερική που γνωρίζουμε.
Και τώρα, τι; Μπορούμε να πούμε μόνο ένα πράγμα: το άγχος και η αβεβαιότητα αυτής της εκλογικής σεζόν θα επεκταθεί σε έναν αγώνα μετά την εκλογή, ίσως παρατεταμένο, με πιθανές αρνητικές συνέπειες για τη δημοκρατία. Μπορεί να έχουμε αποτελέσματα σύντομα από την Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν, αλλά ο Τραμπ έχει ήδη πει ότι δεν θα δεχτεί την ήττα του σε αυτές τις πολιτείες.
Πράγματι, ο Τραμπ, στην εμφάνισή του νωρίς το πρωί στον Λευκό Οίκο, δήλωσε ότι κέρδισε ήδη και τις τρεις πολιτείες και πρότεινε οι ψήφοι να πάψουν να καταμετρώνται. Ο αγώνας του θα διαρκέσει μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου, την ημερομηνία «ασφαλούς λιμένα» κατά την οποία οι πολιτείες θα πρέπει να ολοκληρώσουν τα αποτελέσματά τους; Μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου, όταν υποτίθεται ότι θα συναντηθεί το εκλεκτορικό σώμα; Μέχρι τις 20 Ιανουαρίου το μεσημέρι, όταν ο επόμενος Πρόεδρος θα ορκιστεί στο Καπιτώλιο;
Ακόμα και πριν από τις εκλογές, το περίγραμμα της στρατηγικής των Ρεπουμπλικάνων μετά τις εκλογές ήταν σαφές: να διαταράξει την καταμέτρηση, να διασφαλίσει όσο το δυνατόν λιγότερες ψήφους στις δημοκρατικές περιοχές, για να ισχυριστεί ότι υπήρχε εκτεταμένη απάτη.
Ο στόχος ήταν να φτάσει στο δικαστήριο. Την Κυριακή, ο Μπέντζαμιν Λ. Γκίνσμπεργκ, για χρόνια ο κορυφαίος Ρεπουμπλικανός, έκανε καταγγελία αυτής της στρατηγικής, με επιστολή του στην Washington Post. Με βάση την καταγγελία Γκίνσμπεργκ, έχουν ήδη κατατεθεί περισσότερες από σαράντα αγωγές σε ολόκληρη τη χώρα πριν από τις εκλογές, αμφισβητώντας διάφορα τοπικά ή πολιτειακά μέτρα ψηφοφορίας.
Ο Γκίνσμπεργκ είπε ότι οι ισχυρισμοί του Τραμπ για ευρεία απάτη ενισχύθηκαν από ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια, αλλά επιμένει να προωθήσει αυτό το «τέρας του Λοχ Νες» ούτως ή άλλως. «Το κόμμα μου καταστρέφεται στον βωμό του Τραμπ», προειδοποίησε.
Ό,τι κι αν συμβεί στα δικαστήρια, ο Τραμπ είναι σίγουρος ότι θα ακολουθήσει αβεβαιότητα για τους επόμενους δύο μήνες, ακόμα και μετά την τελική ετυμηγορία. Αναζητώντας εκδίκηση, ο Τραμπ είχε ήδη επισημάνει πριν από τις εκλογές ότι μπορεί να απολύσει έναν μακρύ κατάλογο αξιωματούχων της κυβέρνησής του, τους οποίους θεωρεί ανεπαρκείς ή απρόθυμους να ακολουθήσουν τις εντολές του.
Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο διευθυντής του FBI, Christopher Wray, ο γενικός εισαγγελέας, William Barr, η διευθύντρισα της C.I.A., Gina Haspel, και, ακόμη και εν μέσω της πανδημίας, τον κορυφαίο ειδικό για τις μολυσματικές ασθένειες του έθνους, Δρ Anthony Fauci.
Θα μπορούσε να επιδιώξει να τους απολύσει ακόμη και αν χάσει, ή ίσως ειδικά αν χάσει. Θα μπορούσε να το κάνει αύριο. Πώς το γνωρίζουμε αυτό; Επειδή αυτό ακριβώς έκανε μετά την απώλεια των μεσοπρόθεσμων εκλογών των Ρεπουμπλικάνων, τον Νοέμβριο του 2018, όταν απέλυσε τον Γενικό Εισαγγελέα του, Τζεφ Σέινς, την επόμενη μέρα.
Η εκδίκηση δεν είναι ο μόνος κίνδυνος που βρίσκεται μπροστά. Ακόμα και ηττημένος, ο Τραμπ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις εκτελεστικές του εξουσίες για να προκαλέσει σημαντικές πρόσθετες ζημιές πριν από τις 20 Ιανουαρίου.
Υπάρχουν πολλά σενάρια για το χάος που μπορεί να δούμε, ένα χάος που ταιριάζει με τη μέχρι στιγμής Προεδρία του Τραμπ.
Η αλήθεια είναι ότι, σε κάθε του βήμα, ήταν πρόθυμος να πει και να κάνει το αδιανόητο στην αμερικανική πολιτική. Έχει ενθαρρύνει δικτάτορες όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ ζήτησε από ξένες χώρες να τον βοηθήσουν να νικήσει τον Τζο Μπάιντεν. Έχει πει τόσα ψέματα, που η Washington Post κατέγραψε περισσότερες από είκοσι χιλιάδες από αυτά στις αναφορές του. Επωφελήθηκε ο ίδιος από την Προεδρία και δεν αποδέχθηκε καμία ευθύνη για την αποτυχημένη γραμμή της κυβέρνησής του σε μια πανδημία που έχει ήδη αφήσει περισσότερους από διακόσιες τριάντα χιλιάδες Αμερικανούς νεκρούς.
Επομένως, το ερώτημα τώρα δεν είναι πόσο θα παραμείνει στο αξίωμα –τα τελευταία τέσσερα χρόνια μάς έδειξαν ξεκάθαρα τι θα σημαίνει αυτό– αλλά αν έχει μείνει κάποιος για να τον σταματήσει, καθώς η Αμερική εισέρχεται στην επικίνδυνη αβεβαιότητα μιας εκλογικής αναμέτρησης χωρίς νικητή. Μέχρι τώρα.
(Για το συγκεκριμένο άρθρο συγκέντρωσα πληροφορίες από το Νew Υorker)