«Ο θόρυβος και η σιωπή του θανάτου...» είναι ο δικός μου τίτλος στο πένθος. Είναι το δικό μου πέπλο μυστηρίου στον θάνατο. Είναι η δική μου αλήθεια σε κάθε απώλεια. Θάνατος: Όσος θόρυβος επικρατεί με το άκουσμα της είδησης, τόσο μεγάλες σιωπές συνωμοτούν για μεγάλο διάστημα στις ζωές μας, για τις ζωές μας. Για μας, για τις ψυχές μας, για το παρόν και το μέλλον μας.
Ήταν 4 Ιουνίου 1994, ήταν 18 Μαρτίου 2004, ήταν 13 Σεπτεμβρίου 2014 , όταν ξεκληρίστηκα συναισθηματικά κλαίγοντας και σιωπώντας παράλληλα για τις απώλειες με τις οποίες ερχόμουν αντιμέτωπη για 26 χρόνια. Ημερομηνίες, τατουάζ στη συνείδηση της ψυχής μου, κι ας μην είναι χαραγμένες στο κορμί μου.
Η πρώτη ημερομηνία είναι του πατέρα μου, που τότε με το «τέλος του» ένιωσα ανακούφιση.
Η δεύτερη είναι της μητέρας μου, που νόμιζα στην αρχή ότι μπορούσα να το ελέγξω, ότι μπορούσα να διαχειριστώ το αντίο μας. Με την κυρα-Λένη μου είχαμε πει σχεδόν τα πάντα όσο ήταν εν ζωή. Όμως... δεν είχαμε ζήσει τα πάντα. Και αυτό πονάει περισσότερο τελικά.
Η τελευταία ήταν του αδερφού μου, όπου και κατέρρευσα. Ένιωσα πρώτη φορά πως δεν είχα κανέναν και τίποτα να με συνδέει με τη ρίζα. Δεν είχα πόδια να περπατήσω.
Πενθούσα συνολικά για όλους. Ανά μια δεκαετία έχανα κι έναν. Σιωπούσα, έκλαιγα, και μετά ένα μόνιμα απλανές βλέμμα χωρίς γιατί. Πονούσε η πλάτη μου, τα πόδια μου και δεν είχα τη δύναμη να κάνω το παραμικρό. Δεν μπορούσα να κάνω βήμα. Θάνατος ψυχικός και σωματικός. Κατάρρευση ψυχής και σώματος. Νόμιζα ότι μπορούσα να το ελέγξω, αλλά πάλι ερχόντουσαν εκείνες οι αναμνήσεις, εκείνες οι εικόνες, που τα δάκρυα έτρεχαν χωρίς σταματημό. Έκλαιγα για όσα είπα και δεν είπα. Για τις στιγμές που, ενώ μπορούσαμε να ζήσουμε παρέα, δεν ζήσαμε. Έκλαιγα για μένα που νόμιζα πως μπορούσα να ζήσω χωρίς τα πόδια τους. Έκλαιγα και για τους τρεις μαζί ή καλύτερα τέσσερις μαζί με μένα.
Καθόμουν αμέτρητα βράδια και προσπαθούσα να τους νιώσω στον αέρα του χώρου, να μου δώσουν μια απάντηση σε όσες απαντήσεις περίμενα από το σύμπαν, για να συνεχίσω να ζω.
Περίμενα ακόμη να έρθει εκείνη η κόκκινη σακούλα με τα γράμματα και τα φαγητά της. Ακόμη της τηλεφωνώ τις Κυριακές... Ο τηλεφωνικός αριθμός του σπιτιού μας στη Σκόπελο, ακόμη κι όταν ξεψυχάω, νομίζω θα τον λέω... 2421 (χωρίς μηδέν ανάμεσα τότε) 22... Είναι που πιστεύω θα ξαναζωντανέψει μέσα από το τηλέφωνο η κυρα-Λένη μου.
Τον Αλέκο, τον αδερφό μου, τον βλέπω συχνά σε δρόμους που περπατώ κι ας μην είναι. Για κάποιους λόγους τον συναντώ...
Η ραπτομηχανή του μπαμπά μου σαν να με περιμένει κάθε φορά σε κάποιο σπίτι που πηγαίνω για να μοιραστεί κάποιος τον πόνο του, τις αλήθειες του μαζί μου. Σαν από θαύμα μια ραπτομηχανή μπροστά μου, όπως τότε που καθόμουν μικρό παιδί στα πόδια του κι εκείνος έραβε... Καρμικό να τον συναντώ στις ζωές των άλλων που πονούν. Καρμικό να με κερνούν γλυκά από τα αγαπημένα του. Να θυμάμαι κάθε φορά τον δικό μας μπακλαβά που έτρωγε όλο το ταψί για να μου δείξει πως με αγαπούσε. Ήταν το φιλί μας, κι ας μη το είπαμε ποτέ. Είχε φροντίσει να τα κολλήσει μέσα μου με μέλι όλα, σαν να με ήξερε τελικά, ο κυρ-Γιώργης μου.
Το Αλεκάκι μου, το αδερφάκι μου, έφυγε με ψηλά το κεφάλι. Το δικό μου από τον θάνατό του και μετά χαμήλωσε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο θάνατός του ήταν μαχαίρι στην καρδιά, βόμβα στη γη, στο «σπιτικό της ψυχής μου». Το βλέμμα μου χάθηκε μετά. Δεν είχε στόχο πια.
Ήρθε και η απόλυση λίγες μέρες αργότερα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, μετά από 24 χρόνια συνεχούς εργασίας στον χώρο της τηλεόρασης, που νόμιζα πως όλα έγιναν για να πενθήσω για όλους μαζί τελικά. Ξεριζώθηκα για να ξαναγεννηθώ. Και συνέβη...
Ήρθα αντιμέτωπη με όλες μου τις αλήθειες. Με όσα έκρυβα καλά όλα τα χρόνια κι έλεγα ψέματα στον εαυτό μου ότι είμαι δυνατή. Έκατσα πολλά πρωινά, άνεργη... (εννέα μήνες σχεδόν) κλαίγοντας για όσα έχασα, μη μπορώντας να περπατήσω τελικά. Το Εμμάκι μου τότε ήταν τεσσάρων ετών. Πήγαινε στον παιδικό σταθμό, κι εγώ έβρισκα την ευκαιρία να πενθήσω τα πρωινά εκείνα για όσα έζησα και δεν έζησα. Κουνιόμουν σαν το εκκρεμές (από τη μέση και πάνω) για πολλές ώρες στον καναπέ σαν να ήμουν καλοκουρδισμένο ρολόι. Δεν έχανα ούτε δευτερόλεπτο ζωής, στιγμών που έζησα μαζί τους. Περνούσα από κάθε χτύπο όλες τις απώλειες που είχαν χαράξει το είναι μου και δεν μπορούσα να κλάψω, μέχρι τότε. Δεν σήκωνα κανένα τηλέφωνο γιατί δεν ήθελα να με αποσπάσουν από τις αλήθειες μου. Να βρω πάλι δρόμο να ξεφύγω.
Ήταν η απώλεια της εργασίας, που για 24 χρόνια μέχρι τότε δεν είχα απολυθεί ξανά, και όλα βγήκαν μπροστά. Είχα δώσει για τόσα χρόνια όλο μου το πάθος στη δουλειά, σε κάθε δουλειά, γιατί έτσι δεν είχα χρόνο για να μπω βαθιά μέσα μου. Να σκάψω την ψυχή μου και να βρω όλα τα καλά κρυμμένα μου μυστικά. Όλους τους φόβους μου, τους θυμούς μου, να βρω τη χαμένη μου παιδικότητα. Δεν είχα απολυθεί ποτέ ξανά, κι αυτήν τη φορά προερχόταν και από κάπου που εγώ είχα δώσει και πάλι πολύ από τη ζωή μου, όπως κάθε φορά. Έκλαιγα, και είχα αποκτήσει μια αυτιστική συμπεριφορά ως προς την κίνηση. Σαν να κουρδιζόμουν για να επιβιώσω ξανά. Σαν να με βοηθούσε το κούνημα αυτό να τα θυμηθώ όλα! Όπως τότε που ήμουν παιδί και από τις πολλές φασαρίες καθόμουν στο κρεβάτι και κουνιόμουν να μην τους ακούω που μάλωναν για να διαβάσω. Έκαναν τόσο θόρυβο που εγώ κουνιόμουν και το μετέτρεπα σε σιωπή. Το ίδιο και σε αυτόν τον θάνατο. Τον τελευταίο, του αδερφού μου. Κουνιόμουν, κουρδιζόμουν, θυμόμουν. Τους θορύβους, της σιωπής των θανάτων που για πάνω από 25 χρόνια είχαν σωπάσει μέσα μου.
Όταν έφτανε η Έμμα, χαμογελούσα, έπαιζα και ... ζούσα. Την άλλη μέρα τα ίδια! Έπαιρνα από το μέλι της χαράς της και θυμόμουν... έπαιρνα για να σηκωθώ.
Όμως έρχεται εκείνη η στιγμή, μπαίνει εκείνος ο ήλιος από το παράθυρο που νομίζεις πως τώρα έφτασε η ώρα να μάθεις πως όλες αυτές οι απώλειες που ανά δεκαετία ζούσες ήταν η ψυχή σου πια. Ήταν όλα ανεξίτηλα ακόμη. Ήμουν βέβαιη ότι, τώρα που ήμουν τόσο στον πάτο, δεν είχα περιθώριο παρά να σηκωθώ. Μέχρι να σηκωθώ όμως, και ενώ το ένιωθα πως μπορώ, για κάποιο λόγο έρχονταν και άλλα εμπόδια. Με πήγαιναν πιο χαμηλά, για να με σηκώσουν τελικά. Με μαθηματική ακρίβεια ο πάτος έχει δύο διαδρομές. Τον θάνατο, ή τη ζωή ξανά. Για κάποιο λόγο «ο διάβολος της ψυχής» σε θέλει στο σκοτάδι. Σε θέλει υποχείριό του.
Δεν έχει σημασία αν θεωρητικά οι άλλοι σού λένε «έχεις την οικογένειά σου», και τόσα άλλα όμορφα για να σου υπενθυμίσουν γιατί αξίζει να ζεις, εσύ έχεις καθηλωθεί γιατί δεν πένθησες όταν έπρεπε.
Σηκώθηκα και πέταξα τις πατερίτσες. Σηκώθηκα και περπάτησα. Πήγα στο γυμναστήριο! Περπάτησα... Έκανα βήματα σιγά-σιγά για να βγω από τον «τάφο» που είχα μπει. Άρχισα να φέρνω στην επιφάνεια τις καλές μου αναμνήσεις. Άρχισα να θυμάμαι ευτυχισμένες στιγμές και όχι μόνο τις δυσάρεστες. Άρχισα να βλέπω πως εκείνη η απόλυση ήταν για να δω αλλιώς τη ζωή. Και... όταν πια αναστήθηκα, ήρθαν όλα τα καλά που προσμονούσα. Οι όμορφες εικόνες από τα πρόσωπα που είχα χάσει ήρθαν και μου έφεραν το καλό. Μου ξεδιάλυναν το πραγματικό πένθος της ζωής που δεν ζούσα. Μου υπενθύμισαν πως είχα υποχρέωση στον εαυτό μου να τον αγαπήσω για να μη με πενθήσουν αυτοί που θα μείνουν πίσω για όσα δεν έζησα μαζί τους. Άλλαξε η ζωή μου. Βγήκα στο φως και ήρθε η πρόταση να βγω μπροστά στον φακό και να κάνω κάτι για μένα. Να ζήσω και να προσφέρω σε μένα όσα τα προηγούμενα χρόνια πρόσφερα στους άλλους. Η συνειδητοποίηση του δικού μου θανάτου μέσα από τον θάνατο των άλλων με σήκωσε ψηλά. Με έβγαλε στο φως και έβγαλε στην επιφάνεια πόνους 26 χρόνων από τον πρώτο θάνατο που ήρθε στη ζωή μου. Τότε που είχα χάσει το ένα μου πόδι, αυτό του πατέρα μου.
Ήρθε επιτέλους η χαρά, μπήκε το φως. Το σκοτάδι παραμέρισε. Το παράθυρο άνοιξε, ο βασιλικός μοσχομύρισε. Άργησε το φως, αλλά δεν με λησμόνησε. Σαν θείο δώρο ήρθαν οι «Αλήθειες με τη Ζήνα». Ήρθαν τώρα που ήμουν έτοιμη. Τώρα που μπορούσα να μοιραστώ, γιατί ήμουν καθαρή με μένα και τις απώλειές μου. Είμαι πια η Ζήνα και πάντα είμαι έτοιμη για να μοιραστώ αλήθειες μαζί σας, χωρίς φίλτρο. Τις δικές μου αλήθειες που δεν διαφέρουν από τις δικές σας και τους «κόπους» της δικής σας ψυχής. Η ρίζα της οικογένειας, ίδια για όλους. Το πατρικό μας είναι ένα, κι εμείς τριγυρνάμε πάντα εκεί. Ζούμε σε κάθε θεμέλιό του, και το προσέχουμε να μην καταρρεύσει γιατί είναι η ψυχή μας. Εμείς είμαστε εκείνο το σπίτι. Εμείς είμαστε ακόμη εκείνο το παράθυρο που παρέμεινε ανοιχτό για να το επισκεπτόμαστε κάθε φορά που θέλουμε να ζήσουμε για λίγο μαζί τους, κι ας μην κατοικούν μαζί μας. Μπορεί να έχουμε το κλειδί από την πόρτα να ανοίξουμε, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται και ανοιχτό το παράθυρο για να μπει το φως της αλήθειας της απώλειας. Μόνο έτσι η συμβίωση με τον θάνατο δεν κάνει θόρυβο, ούτε μετράει σιωπές. Μόνο έτσι ο θάνατος έχει ψυχή. Τη δική μας…