Η αλήθεια είναι ότι η ομογένεια ποτέ δεν ενσωματώθηκε ουσιαστικά στον σχεδιασμό για το μέλλον της χώρας ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της κρίσης. Κάθε προσπάθεια, η οποία οργανώθηκε στη χώρα μας, δεν κατάφερε να εισαγάγει επιτυχώς τον παράγοντα της ομογένειας, που για την Ελλάδα αποτελεί πολύτιμη δεξαμενή οικονομικής ανάπτυξης, αρχών, αξιών και ουσιαστικής αλληλεγγύης.
Έχει αποδειχθεί διαχρονικά ότι οι ομογενείς μας δεν απαιτούν, ούτε ζητούν πολλά. Είναι η άλλη «μισή Ελλάδα» που βρίσκεται εκτός των γεωγραφικών ορίων της χώρας και η οποία αποτελεί την «Ελλάδα παντού». Είναι το όχημά μας για τη διαφήμιση της χώρας μας, αλλά και για την προώθηση των συμφερόντων της «μητέρας πατρίδας». Είναι η «ζωντανή διπλωματία», που δύναται να εκπροσωπήσει και να προωθήσει τη χώρα στον πολιτιστικό τομέα, στον τουρισμό, στην παιδεία και την εκπαίδευση, ακόμη και στην εξωτερική μας πολιτική.
Αυτόν τον βραχίονα της εξωτερικής μας πολιτικής σπανίως αξιοποιήσαμε και αναδείξαμε. Οι άνθρωποί μας, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες οι οποίοι βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλο τον πλανήτη, πρέπει να αποτελέσουν μέρος της εθνικής μας πολιτικής και να δραστηριοποιηθούν στα κράτη τους αντίστοιχα.
Σημαντικό παράδειγμα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η περίοδος που διανύουμε είναι μια περίοδος με πολλές προκλήσεις και με φανερή όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Τουρκία αυξάνει την επιθετικότητά της προς τη χώρα μας και η ομογένεια θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν σημαντικό, καθοριστικό ρόλο ως μοχλός πίεσης και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, με συστηματική ενημέρωση και αναλυτική πληροφόρηση, στις ηγεσίες διαφορετικών χωρών, ώστε να στηρίξουν δυναμικά τη χώρα μας.
Η ομογένεια διαθέτει ένα ισχυρό δίκτυο διασυνδέσεων και εργαλείων, τα οποία θα μπορούσαν –υπό προϋποθέσεις– να μετατραπούν σε εθνικά εργαλεία προς όφελος όλων. Πιο συγκεκριμένα, η ομογένεια διαθέτει παγκόσμια μορφωτικά δίκτυα (500 έδρες ελληνικών σπουδών κ.λπ.), 3.000 θεσμούς οργάνωσης όπως κοινότητες, σύλλογοι, ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες, θρησκευτικά και πολιτιστικά δίκτυα, διεθνή επικοινωνιακά δίκτυα, όπως ΜΜΕ, δημοσιογράφους, site, πλατφόρμες, και προσωπικότητες κύρους στις χώρες, όπως γερουσιαστές, βουλευτές, κυβερνήτες, δήμαρχοι, στελέχη κρατικών θέσεων ή πολιτικών κομμάτων ελληνικής καταγωγής.
Όλα τα παραπάνω είναι πολύτιμα εργαλεία, που πολλές χώρες θα ήθελαν να έχουν – και δεν έχουν. Όμως η καταγραφή, ο συντονισμός και η αξιοποίησή τους δεν πραγματοποιείται χωρίς κατεύθυνση, πολιτική βούληση και στρατηγική. Η δημιουργία ενός οργανωμένου δικτύου ελληνικών συμφερόντων λειτουργεί ως ένα προπαρασκευαστικό άτυπο δίκτυο, το οποίο σταδιακά μετατρέπεται σε ένα παγκόσμιο δίκτυο πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων (lobbying) για την προώθηση των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών προτεραιοτήτων της Ελλάδας. Για να γίνει όμως αυτό, απαιτούνται σχέδιο, κανόνες και κατεύθυνση από τη «μητέρα πατρίδα» προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο αποτέλεσμα. Ποτέ δεν έχω συναντήσει και ακούσει από τους ομογενείς μας να αρνούνται τον ρόλο αυτό ή να είναι επιφυλακτικοί.
Αντίθετα, οι ομογενείς μας είναι έτοιμοι και έχουν ήδη δραστηριοποιηθεί προς όφελος της χώρας μας, αλλά ζητούν –και ορθώς– την κατεύθυνση των κυβερνήσεων αλλά και την άρση της γραφειοκρατίας ή και του ανορθολογισμού που πολλές φορές αντιμετωπίζουν μετατρέποντας τον ρόλο τους σε απλό παρατηρητή ή αδύναμο χειροκροτητή.
Είναι προφανές ότι το σχέδιο αυτό θα πρέπει να οργανωθεί με μεσο-μακροπρόθεσμη στόχευση και να αποτελεί κοινό τόπο κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ώστε να είναι μακρόπνοο και ανθεκτικό αλλά και να επιφέρει θετικά αποτελέσματα. Χρειάζεται συνεννόηση, συναινέσεις και όλους μας μια γροθιά, ώστε να υπερασπιστούμε τις προτεραιότητες –με βάση πάντα το διεθνές δίκαιο– της πατρίδας μας. Έχει μεγάλη σημασία να επιτευχθεί κοινά αποδεκτή προσέγγιση με ενότητα και ενιαία στρατηγική, και αυτή είναι μια από τις βασικές απαιτήσεις των ομογενών μας.
Έχουμε ανάγκη τους ομογενείς, τον ρόλο τους, την πολιτική τους επιρροή στα κέντρα λήψης αποφάσεων στις χώρες τους αλλά και την οικονομική τους υποστήριξη για επενδύσεις εντός της Ελλάδας. Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, χρειάζεται να διαμορφωθούν οι συνθήκες για προσέλκυση και ομογενών επιχειρηματιών, οι οποίοι με κάθε τρόπο υπογραμμίζουν την αγάπη τους για την πατρίδα και την ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας και επανασύνδεσης των ομογενών με τη χώρα.
Όμως δεν αρκούν τα λόγια και τα ευχολόγια. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα δεν έχει δημιουργηθεί μια πλατφόρμα καταγραφής των ομογενών μας, ώστε να υπάρχει το πρώτο και βασικότερο βήμα. Η σύγχρονη τεχνολογία και οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες επιτρέπουν γρήγορα και εύκολα να έχουμε έναν πλήρη κατάλογο με αναλυτικά στοιχεία και προφίλ, άρα να είναι δυνατή η επεξεργασία και η αξιοποίηση αυτών.
Η Ελλάδα διανύει μια κρίσιμη περίοδο μετά από 10ετή πολιτική και οικονομική κρίση, με λιτότητα, αμφιταλαντεύσεις, προβλήματα και αδιέξοδα. Η πανδημία που ταλανίζει όλο τον πλανήτη έχει χτυπήσει και την πόρτα της χώρας μας. Τα ελληνοτουρκικά και η εξωτερική πολιτική μας παραμένουν στην πρώτη γραμμή. Η Τουρκία πρέπει να πάρει απάντηση στην επιθετικότητά της με κυρώσεις, και σε αυτό χρειαζόμαστε την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η ομογένεια θα πρέπει να γίνει ενεργό και ζωντανό εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση.
Εν έτει 2020 πρέπει επιτέλους να κάνουμε ένα τολμηρό βήμα μπροστά. Σήμερα είναι όσο ποτέ απαραίτητη η αξιοποίηση των δικτύων των Ελλήνων του εξωτερικού και η δημιουργία ενός σύγχρονου, ισχυρού δικτύου, το οποίο είναι απαραίτητο για τη χώρα μας και για τον Ελληνισμό γενικότερα.
Ο ρόλος της ελληνικής διασποράς μπορεί να είναι μόνο θετικός για τη «μητέρα πατρίδα».
*Διδάσκουσα (ΕΔΙΠ) , Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών & Περιφερειακών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο – Αναπληρώτρια Εκπρόσωπος Τύπου ΚΙΝΑΛ – Αντιπρόεδρος Γυναικών Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος