Βρετανία. Στην πραγματικότητα μιλάμε για το «Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας», όπως είναι το πλήρες όνομά της, αν και στον κόσμο έχει μείνει το από πολλά χρόνια «Αγγλία».
Πρόκειται για μια χώρα που έκανε την εμφάνισή της την πρώτη χιλιετία π.Χ., όταν κατακτήθηκε η περιοχή από τους Βρετανούς Κέλτες. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Πυθέας την επισκέφτηκε και την ονόμασε «Πρεττανικές Νήσοι». Αργότερα κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους που έδωσαν την ονομασία «Britannia».
Τα χρόνια και οι αιώνες περνούσαν και η Αγγλία γνώρισε δόξες, με τη σκληρή αποικιοκρατική πολιτική της, καταλαμβάνοντας σχεδόν τον μισό πλανήτη και με την παρουσία της σε όλες τις ηπείρους.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, και με τη λήξη του, λίγο-λίγο έχανε τις αποικίες της, άρα και τον πλούτο που εισέπραττε από αυτές. Σήμερα, περιορισμένη στα σύνορά της, και μακριά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η χώρα που παντού «έφτιαχνε» δούλους, δείχνει το ρατσιστικό της πρόσωπο σε εκείνους που τη στήριξαν οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, επαληθεύοντας τον Μένανδρο που έλεγε: «Μετά τη δωρεά, η χάρη ξεχνιέται πολύ γρήγορα», δείχνοντας το σκληρό της πρόσωπο σε κάθε πρόσφυγα, σε κάθε μετανάστη.
Έτσι, μετά τις «υποσχέσεις» τού Μπόρις Τζόνσον για ενίσχυση του εθνικού κύρους των Βρετανών, ειδικότερα μετά το Brexit, η κυβέρνηση ξεδιπλώνει την πολιτική της στον τομέα της μετανάστευσης και τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Διεθνείς αναλυτές και πανεπιστημιακοί κάνουν λόγο για μία απολυταρχική λογική που χαρακτηρίζεται από ρατσισμό και αντι-μεταναστευτικό μένος.
Μπορεί η κοινή γνώμη του Ηνωμένου Βασιλείου να έχει στραμμένο το βλέμμα της προς τη διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού, ωστόσο, πριν από λίγες ημέρες, η υπουργός Εσωτερικών, Πρίτι Πάτελ, παρουσίασε το νέο σχέδιο της κυβέρνησης για τη μετανάστευση.
Το εν λόγω σχέδιο προβλέπει, εκτός των άλλων, ότι «ευπρόσδεκτοι» θα είναι μόνο εκείνοι οι πρόσφυγες που προέρχονται από προγράμματα επανεγκατάστασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο ποσοστό δεν φαίνεται να ξεπερνά το 1%. Εδώ και αρκετά χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι επιλέγουν τον δρόμο του ξεριζωμού, αναζητώντας διέξοδο από τον θάνατο και τις κακουχίες. Αυτοί που διακινδυνεύουν τις ζωές τους, πραγματοποιώντας ταξίδια προς το άγνωστο με σαπιοκάραβα στις θάλασσες της Μεσογείου και του Ατλαντικού ή ταξιδεύουν από τα βάθη της Ανατολής δεκάδες χιλιόμετρα με τα πόδια, θα θεωρούνται από τη βρετανική κυβέρνηση «παράνομοι». Όλοι αυτοί δεν θα έχουν δικαίωμα στην κρατική στήριξη, ενώ περιορίζονται οι δυνατότητες οικογενειακής επανένωσης. Ακόμη και αν κάποιοι έχουν πάρει άσυλο, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της εκδίωξης. Επί της ουσίας, πρόκειται για μέτρα που παραβιάζουν, όπως επισημαίνεται από ανθρωπιστικές οργανώσεις, τη σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες το 1951, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα σχέδια της Βρετανίδας υπουργού Εσωτερικών είχαν φανεί εδώ και καιρό. Σύμφωνα με καταγγελίες, που είδαν το φως της δημοσιότητας, κατά την προηγούμενη χρονιά υπήρξαν επαναπροωθήσεις από το Βρετανικό Ναυτικό ανθρώπων που είχαν προσφυγικό προφίλ. Οργανώσεις υπέρ των δικαιωμάτων των προσφύγων και μη κυβερνητικές οργανώσεις κάνουν λόγο για ένα απάνθρωπο και ρατσιστικό πλαίσιο αντιμετώπισης των προσφύγων και των μεταναστών.
Η πραγματικότητα μετά το Brexit
Ήδη από το 2019, η κυβέρνηση Τζόνσον επεδίωξε να θεσπίσει ένα πιο σκληρό, πιο τιμωρητικό σύστημα αντιμετώπισης των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών μέσα από τον αυστηρό έλεγχο των συνόρων. Το ίδιο το Brexit, από την 1η Ιανουαρίου, αντέστρεψε τους «κανόνες», με τη Βρετανία να αλλάζει εκ βάθρων την πολιτική της στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Τα τέλη μετανάστευσης έχουν αυξηθεί υπερβολικά, ενώ υπάρχει δραματική μείωση των κρατικών κονδυλίων. Την ίδια στιγμή, πρόσφυγες και μετανάστες αποκλείονται από βασικές κρατικές παροχές, ενώ είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν υπέρογκα ποσά για να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Όσοι επιθυμούν να εισέλθουν στη Βρετανία, πρέπει να έχουν κατοχυρώσει μία θέση εργασίας, η οποία μάλιστα πρέπει να έχει εγκριθεί από συγκεκριμένες κρατικές αρχές πιστοποίησης. Επιπλέον, για να εισέλθει στη χώρα κάποιος με μεταναστευτικό προφίλ, πρέπει να έχει ετήσιο εισόδημα τουλάχιστον 25.600 λίρες. Με αυτόν τον τρόπο, οι εργαζόμενοι που αμείβονται με χαμηλούς μισθούς αποκλείονται.
Κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, ανθρωπιστικές οργανώσεις κατέθεσαν στην κυβέρνηση έναν σαφή οδικό χάρτη για τη διασφάλιση της προστασίας των μεταναστών από τον κορωνοϊό, που προέβλεπε την ελεύθερη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Παρά τις μικρές αλλαγές που υπήρξαν, η κυβέρνηση δεν εισάκουσε τις εν λόγω προτάσεις.
Παράλληλα, μετά από πιέσεις ακτιβιστών για τις συνθήκες στα κέντρα κράτησης μεταναστών και προσφύγων, η κυβέρνηση απελευθέρωσε πολλούς ανθρώπους, ωστόσο είναι δεδομένο ότι χιλιάδες συνέχισαν να ζουν σε συνθήκες εγκλεισμού. Την ίδια στιγμή, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις όπου εντοπίστηκε διασπορά του ιού λόγω του συγχρωτισμού στα συγκεκριμένα κέντρα.
Μπορεί λόγω covid-19 τα ταξίδια προς άλλες χώρες να είχαν απαγορευθεί, ωστόσο η κυβέρνηση Τζόνσον προχώρησε σε απελάσεις. Άνθρωποι αποχωρίστηκαν τις οικογένειές τους, ενώ σοκάρει η περίπτωση του Τζαμαϊκανού Οσίμ Μπράουν, ο οποίος αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες και έχει αυτισμό. Ο 22χρονος νέος μετακόμισε στη Βρετανία όταν ήταν 4 ετών και σήμερα αντιμετωπίζει την απειλή της απέλασης. «Αν απελαθεί, θα πεθάνει», δήλωσε η μητέρα του.
Σύμφωνα με το νέο θεσμικό πλαίσιο, άτομα χωρίς έγγραφα δεν έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η στέγαση. Ακόμη και εν μέσω πανδημίας, η πολιτική της κυβέρνησης βασίζεται αποκλειστικά στα κέντρα κράτησης, τις απελάσεις, τη γραφειοκρατική σκληρότητα και τον θεσμικό ρατσισμό.
Η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον κατηγορείται ότι άφησε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες απροστάτευτους και εκτεθειμένους, ενώ δημιούργησε νέους περιορισμούς για όσους είχαν διαφορετικό χρώμα. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες κατηγορήθηκαν για όλα τα δεινά του κόσμου, ενώ βρέθηκαν στο στόχαστρο για τους χαμηλούς μισθούς αλλά και το υποχρηματοδοτούμενο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Υπενθυμίζεται ότι οι κανόνες ασύλου έγιναν πιο αυστηροί, ήδη, από τη δεκαετία του 2000, επί πρωθυπουργίας Τόνι Μπλερ. Όπως σημειώνουν διεθνείς αναλυτές, η κυβέρνηση Τζόνσον «κληρονόμησε» και αναβάθμισε, επί της ουσίας, την αντι-μεταναστευτική πολιτική, η οποία χαρακτηρίζει το βρετανικό κράτος εδώ και δεκαετίες, επενδύοντας παράλληλα στον ρατσιστικό λόγο. Ωστόσο, το Brexit σηματοδοτεί μία κομβική αλλαγή στη διαχείριση του ζητήματος, με καταστροφικές συνέπειες για τα δικαιώματα αυτών των ανθρώπων.
«Η μέρα είναι άλλοτε μητριά και άλλοτε μητέρα», έλεγε ο Ησίοδος. Και αυτοί οι άνθρωποι αναζήτησαν στη Μεγάλη Βρετανία μια μητρική αγκαλιά, που είναι προφανές όμως πως οι Αγγλοσάξονες δεν έχουν τη διάθεση να τους προσφέρουν…