Σύνθετες και γρήγορες είναι οι εξελίξεις, που καθορίζονται από την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ κρατών-μελών, κι αφορούν στην ενέργεια και τους ενεργειακούς δρόμους. Φυσικά αυτές οι αντιθέσεις δεν περιορίζονται μόνο στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, αλλά διεισδύουν και στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών, όπως π.χ. στις ΗΠΑ. Αυτή την περίοδο, οι αντιθέσεις ανάμεσα σε ξεχωριστά τμήματα της αστικής τάξης των ΗΠΑ σε πολιτικό επίπεδο και μάλιστα εν όψει των εκλογών του φθινοπώρου η όξυνση της αντιπαράθεσης είναι έντονη, σε μηχανισμούς του Κράτους, ανάμεσα σε ρεπουμπλικάνους και δημοκρατικούς, ακόμα κι ανάμεσα και σε τμήματα του κάθε κόμματος.
Ωστόσο, αυτό που σήμερα ανησυχεί και εκφράζεται σε σοβαρές αστικές αναλύσεις, είναι ότι διανύουμε προς τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση του καπιταλισμού, που συνοδεύεται με κλιμάκωση επίθεσης σε μισθούς, ξήλωμα συλλογικών συμβάσεων και άλλων εργατικών δικαιωμάτων. Η πίεση λοιπόν των εξελίξεων υποχρεώνει τις κυβερνήσεις σε αλλαγές στο περιεχόμενο της αστικής διαχείρισης, που φυσικά συνοδεύονται μ’ ένα νέο απατηλό προπαγανδιστικό αφήγημα.
Βασικά στοιχεία αυτής της νέας αστικής πολιτικής κι «επικοινωνιακής» επίθεσης είναι:
1ον) Η ανάδειξη των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού, σαν την βασική αιτία της εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης. Όμως, η υπερ-συσσώρευση του κεφαλαίου έχει προηγηθεί της πανδημίας. Αμύθητα κέρδη των προηγούμενων χρόνων λιμνάζουν, αδυνατούν να ξαναμπούν στη παραγωγική διαδικασία και ν’ αναπαραχθούν ως κεφάλαιο.
2ον) Προβάλλεται ως «προοδευτική στροφή» η επιλογή των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ΕΈ να προχωρήσουν σε μεγάλη κρατική παρέμβαση, για να στηρίξουν την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας.
Προβάλλεται λοιπόν τόσο στην ΕΕ όσο και στις ΗΠΑ, ότι η «νέα πράσινη κοινωνική συμφωνία» (ή πράσινο New Deal), δηλ. η μεγάλη κρατική ενίσχυση των Επενδύσεων στους τομείς της Πράσινης και της Ψηφιακής οικονομίας, θα διασφαλίσει τη γρήγορη, σταθερή και κοινωνικά δίκαιη επιστροφή στον «παράδεισο» της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ωστόσο, οι όποιες νέες επενδύσεις στους τομείς της “πράσινης” οικονομίας κι η κρατική στήριξη, αποτελούν συγκυριακή διέξοδο, με αναμενόμενη κατάληξη μία επόμενη βαθιά διεθνή κρίση.
Στην πραγματικότητα οι αστικές κυβερνήσεις γνωρίζουν ότι δεν έχουν άλλο δρόμο, για την εξασφάλιση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, από την κλιμάκωση της επίθεσης για να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Ακόμα και τα όποια προσωρινά μέτρα συγκράτησης της πτώσης του λαϊκού εισοδήματος γρήγορα ανατρέπονται, καθώς οξύνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και μεγαλώνει η απαίτηση του κεφαλαίου για σχετικά φθηνότερη εργατική δύναμη.
Οι κυβερνήσεις γνωρίζουν και φοβούνται, ότι η δυσαρέσκεια των σημερινών εξελίξεων πιθανώς θα δημιουργήσουν ρήγματα στις λαϊκές συνειδήσεις. Γι’ αυτό παίρνουν μέτρα καταστολής π.χ. ο νόμος στην Ελλάδα για τον περιορισμό των διαδηλώσεων. Γι αυτό οι συζητήσεις , για την ανάγκη μεγαλύτερης κοινοτικής στήριξης των οικονομιών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν ενταθεί πριν εμφανιστεί η Πανδημία, λόγω επιβράδυνσης στην ευρωζώνη αλλά και λόγω του Βrexit. Έτσι αποφάσισαν ο κοινοτικός προϋπολογισμός να φτάσει στα 1.074 τρισεκατομμύρια ευρώ και τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης στα 750 δις ευρώ. Μεγάλοι ωφελημένοι θα είναι οι όμιλοι της Ψηφιακής και της Πράσινης οικονομίας. Το ίδιο γίνεται και στις ΗΠΑ. Η πρόταση για το «πράσινο Νew Deal» κατατέθηκε το 2019 ως ψήφισμα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ από την «αριστερή Πτέρυγα των Δημοκρατικών».
Παράλληλα προωθήθηκε και από την Ευρωπαϊκή επιτροπή η «νέα Πράσινη Συμφωνία», ώστε να διαμορφωθεί μία προσωρινή κερδοφόρα διέξοδος επενδύσεων, για το υπερ-συσσωρευμένο κεφάλαιο, που διογκώνεται. Στην ουσία η συγκεκριμένη πρόταση, διασφαλίζει με τη μεγάλη κρατική παρέμβαση, αφενός τη διαμόρφωση κινήτρων χρηματοδοτώντας νέες επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας, μεταφορών και συγκοινωνιών, μεταποίησης και αφετέρου την ελεγχόμενη απαξίωση κεφαλαίου (π.χ κλείσιμο λιγνιτικών σταθμών, απόσυρση συμβατικών αυτοκινήτων, αλλαγή ενεργειακών δικτύων).
Πρόκειται για μία γιγαντιαία κρατική παρέμβαση στήριξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος και της Δημόσιας Υγείας. Είναι υποκρισία, όταν ξέρουμε ότι μόλις 90 μεγάλοι όμιλοι ευθύνονται για τα δύο τρίτα των παγκόσμιων εκπομπών καυσαερίων από το 1988, είκοσι(20) μονοπώλια ευθύνονται για το 35% των παγκόσμιων εκπομπών ρύπων άνθρακα που έχουν προέλθει από ανθρώπινες δραστηριότητες στη Γη από το 1751. Δέκα(10) χώρες παράγουν το 72% της ρύπανσης CO2. H "ExxonMobil", η BP, η "Shell ή η ΤΟTAL διαφημίζουν τα πράσινα προγράμματά τους ενώ αποτελούν ταυτόχρονα τους μεγαλύτερους ρυπαντές.
Αυτή είναι η περιβαλλοντική υποκρισία. Ο νέος παράδεισος της «πράσινης ανάπτυξης» που υπόσχονται περιλαμβάνει το πανάκριβο ηλεκτρικό ρεύμα, που προέρχεται από ΑΠΕ (όχι όμως από υδροηλεκτρικά έργα), τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, τη φθηνή εργατική δύναμη, τα νέα βάρη στα λαϊκά νοικοκυριά για αγορά «πράσινων» αυτοκινήτων και συσκευών, την εκτίναξη των απολύσεων σε μία σειρά κλάδους και την αύξηση της ανεργίας. Περιλαμβάνει τους πράσινους έμμεσους φόρους και τη γενικότερη αφαίμαξη του λαού για να στηρίξει το κράτος τις νέες πράσινες επενδύσεις των ομίλων.
Συνεπώς υποκριτικό είναι το ενδιαφέρον των αστικών κυβερνήσεων για το περιβάλλον. Αποκαλύπτεται και ότι για την καπιταλιστική κερδοφορία επιτρέπεται ο υπερκορεσμός περιοχών από γιγαντιαία αιολικά πάρκα, που δημιουργούν κινδύνους για τα δάση, τα υπόγεια και τα επιφανειακά νερά, ενώ από την άλλη πλευρά δεν διασφαλίζεται η επαρκής χρηματοδότηση της αντιπλημμυρικής και αντισεισμικής προστασίας και ο περιορισμός της βιομηχανικής ρύπανσης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ρύπανσης της ατμόσφαιρας από βιομηχανία αποβλήτων πετρελαιοειδών στη Δραπετσώνα, που έχει αποδειχθεί μέσα από μετρήσεις του ερευνητικού Ιδρύματος «Δημόκριτος» και του Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Όμως, αντί για μέτρα απομάκρυνσή της, δόθηκε επίσημα από την κυβέρνηση άδεια τα απόβλητα της να τα ρίχνει στη θάλασσα!! Το ίδιο συμβαίνει και με τα ΕΛΠΕ αλλά και το εφοπλιστικό κεφάλαιο, που είναι ο μεγαλύτερος ρυπαντής της θάλασσας. Τελικά η «ευρωπαϊκή νέα πράσινη συμφωνία» εγκρίθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πριν την εκδήλωση της κρίσης και εξειδικεύτηκε από τα κράτη –μέλη, με τα πρώτα «εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα».
Βέβαια, σε συνθήκες εκδήλωσης της κρίσης τροποποιούνται οι προτεραιότητες, το ύψος και οι όροι χρηματοδότησης των σχετικών σχεδίων και προγραμμάτων. Στην πραγματικότητα η περιβαλλοντική δήθεν ευαισθησία και η κρίση της πανδημίας χρησιμοποιούνται για διαφορετικό τρόπο σφαγής της εργατικής τάξης, του λαού, για να διαμορφωθούν κίνητρα και δυνατότητες για νέες, μεγάλες κερδοφόρες καπιταλιστικές επενδύσεις στο όνομα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Ταυτόχρονα διογκώνεται ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων σε κλάδους, που πλήττονται από την πράσινη μετάβαση, (π.χ 5.000 απολύσεις από κλείσιμο λιγνιτικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής) και μεταφέρονται στην πλάτη της λαϊκής οικογένειας. Τα βάρη επανεκπαίδευσης και επανακατάρτισης των εργαζομένων. Την ίδια ώρα διοχετεύεται ένας πακτωλός κρατικού - κοινοτικού χρήματος μέσα από επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις για το μεγάλο κεφάλαιο. Η υλοποίηση του «πράσινου new deal» σε συνδυασμό με την επίδραση της κρίσης, θα ενισχύσει την τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, την αύξηση του μεριδίου των μονοπωλιακών ομίλων στο σύνολο της οικονομίας.
Τελικά η καπιταλιστική ανάπτυξη, το καπιταλιστικό κέρδος και η προστασία του περιβάλλοντος είναι ασυμβίβαστα. Δεν μπορεί να υπάρχουν καπιταλιστική ανάπτυξη, “πράσινες” επενδύσεις και «σεβασμός» στο περιβάλλον. Βιώσιμη για το λαό ανάπτυξη, δεν μπορούν να την εξασφαλίσουν το κράτος του κεφαλαίου και οι κυβερνήσεις του. Ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος, αξιοποίηση της Ενέργειας, διαχείριση των αποβλήτων προς όφελος του λαού, προϋποθέτουν κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων. Ο ορυκτός πλούτος να γίνει λαϊκή περιουσία, η παραγωγή Ενέργειας να γίνεται με ευθύνη ενιαίου κρατικού φορέα, στο πλαίσιο του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού της οικονομίας, προς όφελος των λαϊκών αναγκών και των αναγκών της βιομηχανίας της χώρας.