Από την επομένη των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου, γνωρίζαμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα προχωρήσει σε μια ηρωική έξοδο, προτού παραδώσει την προεδρία στον Μπάιντεν. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την τοξική ομιλία που προηγήθηκε, λίγες ώρες πριν ακολουθήσει η εισβολή ακραίων στοιχείων που δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικό τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας, προκειμένου να ανατραπεί η επικύρωση του εκλογικού αποτελέσματος στο Κογκρέσο, ως ένα βαθμό δυστυχώς ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη. Αυτό όμως που έχει καταφέρει ως τώρα ο Τραμπ, και είναι το πλέον σοβαρό όσον αφορά στην επόμενη μέρα, είναι ότι ένα σημαντικό κομμάτι του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, οι μισοί ψηφοφόροι περίπου, θεωρούν ότι οι εκλογές έχουν κλαπεί από τον ίδιο. Άρα έχει καταφέρει έως τώρα ο Τραμπ να απονομιμοποιήσει το εκλογικό αποτέλεσμα και την ίδια στιγμή να προκαλέσει επιπλέον τραύματα στη δημοκρατική κουλτούρα της ναυαρχίδας της Δύσης. Από ’κεί και πέρα, ο πήχης τίθεται πολύ ψηλά για τη νέα αμερικανική διοίκηση εάν και κατά πόσο θα καταφέρει με μεγάλες παρεμβάσεις, οι οποίες θα πρέπει να έχουν και πολιτικά πέρα από οικονομικά χαρακτηριστικά, να εκκινηθεί μια πορεία αναστροφής επούλωσης των τραυμάτων, του διχασμού και κυρίως του κατακερματισμού που διέπει σήμερα την αμερικανική κοινωνία. Έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι αυτό που συνέβη την τελευταία τετραετία έχει συντελέσει στη διεύρυνση και εμβάθυνση ενός μακροχρόνιου σχίσματος που αφορά το μείζον ζήτημα των συστημικών ανισοτήτων στην Αμερική. Αν δεν αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα, θα συνεχίζει να αποτελεί έναν παράγοντα συστημικού ρίσκου για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών.
Δεν πρέπει την ίδια στιγμή να διαφεύγει της προσοχής το πλήγμα που έχουν υποστεί οι Ηνωμένες Πολιτείες σε επίπεδο ήπιας ισχύος. Αυτό είναι ένας λόγος παραπάνω προκειμένου ο Μπάιντεν να ενώσει δυνάμεις με τις υπόλοιπες φιλελεύθερες δημοκρατίες ανά τον κόσμο, προκειμένου να αντιστρέψουμε την ορατή δημοκρατική οπισθοδρόμηση των δυτικών, φιλελεύθερων δημοκρατιών τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε συλλογικά και με συντονισμό πολιτικών το ευρύτερο ζήτημα του ανελεύθερου λαϊκισμού των αυταρχιστών ανά τον κόσμο, που επιθυμούν να επαναπροσδιορίσουν τους κανόνες του παιχνιδιού μακριά από το πλαίσιο που τέθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη.
Άρα εδώ ο πήχης είναι πολύ ψηλά για τις ΗΠΑ. Αυτό που συνέβη στο αμερικανικό Κογκρέσο δεν αφορά μόνο στην Αμερική, αφορά συνολικά στη Δύση, αφορά στο μέλλον του διεθνούς συστήματος που περνάει μια μεταβατική περίοδο από κοινού με το μέλλον της παγκοσμιοποίησης. Το μέλλον έρχεται με ορμή, άρα σε αυτό το πλαίσιο η τεχνολογική πρόοδος που θα έχουμε τα χρόνια που έρχονται είναι ένας επιπλέον λόγος για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των συστημικών ανισοτήτων στην Αμερική. Παρ’ ότι θα έχουμε εξελίξεις που θα οδηγήσουν σε εξοικονόμηση θέσεων εργασίας.
Από ’κεί και πέρα, κλείνω όσον αφορά στο ποια θα είναι η πορεία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος την επόμενη μέρα. Είναι βαριές οι ευθύνες του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Μέχρι τώρα έχει αποφασίσει η μεγάλη πλειοψηφία να ακολουθήσει τον δρόμο του λαϊκισμού, να μην κινηθεί το κόμμα τους σε μια πιο υγιή κατεύθυνση, και αυτό διότι θεωρώντας ότι ναι μεν είναι μια εξαιρετικά προβληματική περίπτωση ο Τραμπ, την ίδια στιγμή θεωρούν ότι το πολιτικό του υπόβαθρο εξακολουθεί να εκφράζει ένα σημαντικό τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας. Δεν είναι ότι δεν ήθελαν να χάσουν μόνο την εύνοιά του, θεωρήσανε ότι αυτή η πολιτική δούλεψε δυστυχώς με τρομερά επιζήμια αποτελέσματα για την ίδια τη συνοχή της αμερικανικής κοινωνίας. Άρα αν δεν αντιμετωπιστεί το μείζον ζήτημα –και τα μηνύματα ήταν ηχηρά από το 2016–, ενδέχεται στο μέλλον αν αποτύχει η προεδρία Μπάιντεν να δούμε μια εξελιγμένη μορφή του μοντέλου του Τραμπ. Με το ίδιο κουτί, αλλά με διαφορετικό περιτύλιγμα. Αυτήν τη φορά η δουλειά που έχει μείνει στη μέση δεν πρέπει να σταματήσει. Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς μνήμη. Την ίδια στιγμή οι σύγχρονες κοινωνίες, η ναυαρχίδα της Δύσης, οι ΗΠΑ, δεν κρίνονται μόνο από το ιστορικό τους παρελθόν, αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται το παρόν για να χτίσουν το μέλλον τους. Όλα θα είναι διαφορετικά από ’δώ και πέρα.
Ο λόγος που αναδεικνύω το θέμα των συστημικών ανισοτήτων είναι ότι το λεγόμενο αμερικανικό όνειρο είναι βαθιά ριζωμένο, κλειδωμένο θα έλεγα στο αμερικανικό DNA. Κι αυτό είναι που έχει τεθεί εν αμφιβόλω εδώ και πολλά χρόνια. Και αυτό πρέπει να είναι το πρώτο μέλημα της νέας αμερικανικής διοίκησης. Ο έλεγχος των δύο σωμάτων από τους δημοκρατικούς αποτελεί μια κεντρική εξέλιξη από κοινού βέβαια με το πώς θα εξελιχθεί το Ρεπουμπλικανικό κόμμα και κυρίως να βρεθεί η βέλτιστη δυνατή ισορροπία επ’ ωφελεία της αμερικανικής κοινωνίας και της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης όσον αφορά τόσο στην αριστερή πτέρυγα του δημοκρατικού Κόμματος όσο και στην πλέον κεντρώα. Ο Μπάιντεν καλείται να ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σχοινί.
Κοντολογίς, οι πολιτικές που ασκήθηκαν έχουν «κουμπώσει» με δομικό τρόπο στη διεύρυνση του μακρόχρονου σχίσματος συστημικών ανισοτήτων εντός της αμερικανικής κοινωνίας. Με την απόσταση να μεγαλώνει θα αποτελούν σοβαρό παράγοντα ρίσκου για το μέλλον. Κι αυτό διότι στις ώριμες δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ, δεν υπάρχουν τα περιθώρια για μεγάλη ευελιξία και κινητικότητα, εξαιτίας των συνεχιζόμενων τεχνολογικών αλλαγών, που ευνοούν την εξοικονόμηση και όχι τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η ανατροπή τους προϋποθέτει ισχυρές πολιτικές παρεμβάσεις, που η οικονομία από μόνη της δεν μπορεί να προσφέρει.