Πέραν των διαφωνιών που σημειώθηκαν στους κόλπους της κυβέρνησης για το τρίτο lockdown, σε κεντρικό πρόσωπο της υγειονομικής κρίσης αναδείχθηκε ο υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας, καθώς, όταν ήρθε ενώπιον του ενδεχομένου να μεταβληθεί η Αττική σε Μπέργκαμο, προέβη σε κινήσεις υψηλού πολιτικού ρίσκου – για τον ίδιο, αλλά τουλάχιστον όχι για τη δημόσια υγεία…
Το κατά πόσον η απόφαση για επιβολή σκληρών περιοριστικών μέτρων που μας γυρίζουν πίσω στην πρώτη φάση της πανδημίας, όταν ακόμη μας συστηνόταν ο κορωνοϊός ως ένας άγνωστος και αόρατος εχθρός, ελήφθη αρκετά νωρίς, μένει να αποδειχθεί το επόμενο δεκαήμερο, όπως συνομολογούν όλοι οι ειδικοί. Εξάλλου, μετά τις ανησυχητικές τάσεις ανόδου των ημερήσιων κρουσμάτων και, κυρίως, των διασωληνωμένων στα νοσοκομεία του Λεκανοπεδίου, όλα δείχνουν ότι η ισορροπία με την πανδημία παραμένει ευαίσθητη και εύθραυστη: για τον λόγο αυτό, άλλωστε, στην ενημέρωση της Παρασκευής στο υπουργείο Υγείας, η Βάνα Παπαευαγγέλου επέστησε την προσοχή στους πολίτες να μη δέχονται συγγενείς και φίλους στα σπίτια τους, ενώ ο καθηγητής Γκίκας Μαγιορκίνης παραδέχθηκε πως οι Αρχές αναμένουν κορύφωση των θανάτων, αλλά και των εισαγωγών στα νοσοκομεία (και των παρεπόμενων διασωληνώσεων στις κλίνες ΜΕΘ, ασφαλώς) το επόμενο δεκαήμερο. Με άλλα λόγια, μπορεί να μετράμε πλέον αρκετές ημέρες εντός του τρίτου lockdown (πριν καν βγούμε από το δεύτερο…), ωστόσο η κορύφωση του τρίτου κύματος δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί. Οι ειδικοί, λοιπόν, απλώς ελπίζουν ότι το τρίτο κύμα δεν θα μεταβληθεί σε τσουνάμι και πως οι εξελίξεις δεν θα τρέξουν με τον ίδιο ρυθμό που έτρεξαν μετά την 26η Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη – όταν η «Νύμφη του Θερμαϊκού» ήρθε επικίνδυνα κοντά με το Μπέργκαμο των θανάτων εκτός ΜΕΘ και της ασφυκτικής κατάστασης που διαμορφώθηκε για τους Ιταλούς γιατρούς, οι οποίοι έπρεπε να επιλέγουν καθημερινά ποιοι θα ζούσαν και ποιοι θα πέθαιναν…
Ο συναγερμός και η πρώτη διαφωνία
Σε κάθε περίπτωση, την ώρα που τα ημερήσια κρούσματα είχαν αρχίσει να «τσιμπάνε» μεν αλλά όχι όσο τον περασμένο Νοέμβριο, η υποψία ότι τα δειλά βήματα επιστροφής στην κανονικότητα θα μας οδηγούσαν στο τρίτο κύμα ήταν αυτό ακριβώς: μία υποψία. Έτσι, ο υπουργός Υγείας, όπως λένε όσοι γνωρίζουν τα τότε κυβερνητικά τεκταινόμενα, είχε αποφασίσει να «πάει πάσο» στις ανησυχίες των συναδέλφων του υπουργών για την πορεία της οικονομίας και να δώσει χρόνο στον χρόνο, ώστε να φανεί πού πάνε τα πράγματα. Άλλωστε, καθημερινά, η μεν υπουργός Παιδείας δήλωνε δημοσίως ότι τα σχολεία πρέπει να παραμείνουν ανοιχτά και πως δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στη διάδοση του ιού, ο δε υπουργός Ανάπτυξης εγκωμίαζε τους παράγοντες της αγοράς, λέγοντας διαρκώς πόσο «κατά κεραίαν» τηρούν τα μέτρα οι έμποροι και πόσο δεν συμβάλλει στην ενίσχυση της πανδημίας η απελευθέρωση του λιανεμπορίου. Βεβαίως, τα δείγματα που έφταναν στην οδό Αριστοτέλους, αλλά και στην επιτροπή των ειδικών, ήταν κάπως διαφορετικά: το ένα σχολικό συγκρότημα έκλεινε μετά το άλλο και, αυτήν τη φορά, τα κρούσματα δεν αφορούσαν μόνο παιδιά που προσιδιάζουν βιολογικά με ενήλικες – δηλαδή παιδιά του Λυκείου. Αντιθέτως, τα μεταλλαγμένα στελέχη του ιού, που συνεχίζουν να «σαρώνουν» την κοινότητα, προσέβαλαν γρηγορότερα και ευκολότερα μικρά παιδιά της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας βαθμίδας εκπαίδευσης και καθημερινά στο υπουργείο Υγείας τα «καμπανάκια» χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο. Σαν να μην έφτανε αυτό, η απελευθέρωση του εμπορίου με πλήρη τρόπο –δηλαδή μόνο με το όριο του διώρου, αλλά με κανονική λειτουργία των καταστημάτων– άρχισε να δείχνει γρήγορα την υγειονομική επιβάρυνση: και, παρ’ ότι στο υπουργείο Υγείας γνωρίζουν ότι η ιχνηλάτηση έχει αδυναμίες και δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα από τα καθημερινά «μαθηματικά» των κρουσμάτων, η ανάλυση των λυμάτων της Αττικής ήταν αποκαλυπτική και δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας: ο ιός ετοιμαζόταν να σαρώσει την κοινότητα, ήταν θέμα χρόνου να γίνει η Αθήνα Θεσσαλονίκη –αν όχι Μπέργκαμο– και να ζήσει η χώρα τον χειρότερο εφιάλτη της από πέρυσι τον Μάρτιο.
Κι όμως, την Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου, όσο κι αν από το αρμόδιο υπουργείο το διαψεύδουν, οι πιέσεις προς τους λοιμωξιολόγους «να μην κλείσουν τα πάντα» ήταν αφόρητες. Η συνεδρίαση των γιατρών κράτησε 9 ώρες και τελικώς αποφασίστηκαν μέτρα αμφιλεγόμενα, όπως η επέκταση του ωραρίου απαγόρευσης κυκλοφορίας από τις 6 το απόγευμα τα… Σαββατοκύριακα, αλλά και η επιστροφή του λιανεμπορίου στο σύστημα click away.
Το ρίσκο και η τελευταία έξοδος
Όμως, μέσα σε τρεις ημέρες, τα δείγματα που έφτασαν στο γραφείο του Βασίλη Κικίλια κατέστησαν ανεπαρκή τα ήδη ληφθέντα μέτρα και η αβεβαιότητα για το κατά πόσον η Ελλάδα θα μπορούσε να πάρει με ασφάλεια τη στροφή του τρίτου κύματος φώλιασε τόσο στην πολιτική ηγεσία όσο και μεταξύ των εμπειρογνωμόνων. Και τότε, ο υπουργός Υγείας πήρε τη μεγάλη απόφαση: να αναλάβει το ρίσκο να «σπρώξει» μόνος του σε lockdown, παρ’ ότι γνώριζε αφενός τις ενστάσεις του Μεγάρου Μαξίμου –που ήθελε να εξαντληθεί κάθε περιθώριο– αφετέρου τα «βέτο» που είχαν θέσει οι υπουργοί των λεγόμενων «παραγωγικών υπουργείων», επισείοντας την απειλή του πλήρους οικονομικού εκτροχιασμού και της καταρράκωσης της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, σε στιγμές οριακές, ο πολιτικός είναι μόνος. Και ο κ. Κικίλιας γνώριζε, ασφαλώς, ότι αν η ελληνική Πολιτεία δείξει για δεύτερη φορά μετά το φιάσκο της Θεσσαλονίκης ότι δεν μπόρεσε να προβλέψει την αναζωπύρωση της πανδημίας, τότε οι συνέπειες θα ήταν δραματικές τόσο για τη χώρα, όσο όμως και για τον ίδιο: θα «καιγόταν» πολιτικά και θα μετατρεπόταν σε έναν «αναλώσιμο» υπουργό που θα έφευγε στον επόμενο ανασχηματισμό, παίρνοντας και την ευθύνη για την πανδημία. Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση: να «σπρώξει» τα πράγματα προς την επιβολή lockdown. Το πρωί της Τρίτης, 9 του μηνός, σε τηλεοπτική του εμφάνιση, προανήγγειλε ότι «θα εισηγηθεί στην επιτροπή την επιβολή σκληρού lockdown» στη Αττική. Ο τρόπος που «πάγωσε», λίγα λεπτά αργότερα σε άλλο κανάλι που βρισκόταν, ο Άδωνις Γεωργιάδης, έδειξε και πόσο αιφνιδίασε ο υπουργός Υγείας την κυβέρνηση. Ταυτοχρόνως, κυβερνητικοί παράγοντες δεν έκρυβαν τη δυσφορία τους, ενώ στη σύσκεψη που ακολούθησε στο Μέγαρο Μαξίμου υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο πρωθυπουργός ζήτησε από τον υπουργό Υγείας να ζητήσει από την επιτροπή των ειδικών να συνεδριάσει για να αποφανθεί αν υπάρχει όντως λόγος για επιστροφή στον περασμένο Μάρτιο. Όμως, τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους και, κάπως έτσι, ο πρωθυπουργός το ίδιο βράδυ αναγκαζόταν, με διαγγελματικού χαρακτήρα τηλεοπτικό του μήνυμα, να επικυρώσει αυτό που είχε προαναγγείλει ο υπουργός Υγείας το πρωί της ίδιας ημέρας.
«Τσαμπουκάς»
Βεβαίως, το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, πλέον το ρήγμα μεταξύ του υπουργού Υγείας και του πρωθυπουργού είναι βαθύ. Βεβαίως, την ώρα που το τρίτο κύμα ετοιμάζεται να φουντώσει, η αποπομπή ή η αντικατάσταση του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού θα αποτελούσε ομολογία αποτυχίας για όλη την κυβέρνηση. Κάπως έτσι, ο Βασίλης Κικίλιας έμεινε στη θέση του – και οι άσπονδοι εσωκομματικοί του φίλοι τον κατηγορούν πως ήξερε εκ των προτέρων ότι τα περιθώρια αντικατάστασής του ήταν περιορισμένα. Τον κατηγορούν, μ’ άλλα λόγια, πως προχώρησε σε έναν «τσαμπουκά εκ του ασφαλούς». Όμως, ακόμη κι έτσι, προσώρας ο Κικίλιας απέφυγε να καεί πολιτικά και φαίνεται ότι εφεξής η απόφασή του να μην καταστεί αποδιοπομπαίος τράγος θα καθορίζει όλες τις επιλογές του: εξ ου και όταν, σύμφωνα με πληροφορίες, στενότατος συνεργάτης του πρωθυπουργού με πολιτικό ρόλο τού τηλεφώνησε για να τον επιπλήξει εκ μέρους του Κυριάκου Μητσοτάκη, η απάντηση που έλαβε ήταν κάτι του στιλ «έκανα ό,τι υποχρεούται να κάνει ένας υπουργός Υγείας. Αν δεν σας αρέσει, πείτε μου να πάρω το καπελάκι μου και να φύγω».