Η έννοια της πατριαρχίας διατρέχει την ελληνική κοινωνία, επιβιώνοντας μέχρι σήμερα. Η δολοφονία μιας γυναίκας στην Πελοπόννησο από τον σύζυγό της ανοίγει ξανά το κεφάλαιο «γυναικοκτονίες».
Σκηνή Νο 1. Λάμπει από χαρά η νεαρή γυναίκα στο πανέμορφο νυφικό της. Τον λατρεύει. Εκείνος είναι αγχωμένος, αλλά χαμογελά. Το νεαρό ζευγάρι φιλιέται κι αγκαλιάζεται μπροστά στον κόσμο.
Σκηνή Νο 2. Έρχεται το πρώτο χαστούκι. Γιατί είναι πιο κοντή η φούστα. Γιατί δεν ήταν το φαγητό έτοιμο στην ώρα του. Γιατί καθυστέρησε και του φώναξε.
Τώρα ζητάει συγγνώμη, την παρακαλάει να τον συγχωρήσει. Είναι τα παιδιά στη μέση. Είναι μικρά. Αν δεν ήταν μικρά, θα χώριζε. Ας του δώσει μία ευκαιρία να μη χαλάσει το σπιτικό τους. Από την γυναίκα κρατιέται το σπίτι.
Σκηνή Νο 3. Του έδωσε και δεύτερη ευκαιρία. Του έδωσε τρίτη. Του έδωσε δέκατη πέμπτη. Έγινε το «να η ευκαιρία», για να πατήσει. Και το αποφάσισε. Θα φύγει. Δεν αντέχει άλλο. Χρόνια η ίδια ιστορία. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Ναι, τώρα θα φύγει. Το αποφάσισε. Ήρθε η ώρα να χωρίσουν την επιχείρηση. Και ας την απειλεί. Δεν θα κάνει πίσω αυτήν την φορά. Την βρίσκει, την προλαβαίνει ο θάνατος…
Η νεαρή Βαλεντίνα, η Μανιάτισσα, η σκοτωμένη, θα μπορούσε να ανήκει στον ατελείωτο κατάλογο των Βαλεντίνων, που δεν γιορτάζουν ποτέ πια στις 14 Φλεβάρη. Η Βαλεντίνα της διπλανής πολυκατοικίας, του διπλανού γραφείου, του διπλανού εμπορικού κέντρου, που δεν γιορτάζει στις 14 Φλεβάρη, γιατί ο έρωτάς της κομματιάστηκε. Μετά τον γάμο, ο πρίγκιπας άρχισε να χοροπηδά περίεργα και ντύθηκε βάτραχος…
Ο έρωτάς της, ο δήμιός της. Δυο αλήθειες κομμένες στη μέση. Το χτυποκάρδι, που σιγά-σιγά ξεφτίζει, όταν μπολιάζεται κάθε μέρα με φαρμάκι.
Πριν από λίγο, ίσως κοίταζε την φωτογραφία του γάμου τους. Ίσως να ετοίμαζε τις βαλίτσες της. Κι ίσως πάλι να σκεφτόταν το πλατύ χαμόγελο της νιότης, την πρώτη νύχτα, που την έκανε δική του. Το χαμόγελο, που σταδιακά τής στέρησε. Και περίμενε ν’ αλλάξει. Χρόνια περίμενε. Χρόνια ολόκληρα καρτερούσε. Μα, δεν ερχόταν η ρημάδα η μέρα. Και κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι πια με τον φόβο της. Γιατί κάθε μέρα γινόταν χειρότερος.
Κι εκείνη τη στιγμή μπορεί και να σκεφτόταν τα παιδιά της. Μα, ήρθε η ώρα να σκεφτεί και τον εαυτό της. Γιατί χρόνια ζούσε έναν εφιάλτη μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Και μπορεί να ήθελε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της, να πειστεί πως δεν είναι όλοι οι έρωτες ψεύτικοι και μαύροι. Η φράση «δεν περνούσε καλά χρόνια τώρα», που διατυπώθηκε από προσφιλές της πρόσωπο, απηχεί απλά την εικόνα πολλών ζευγαριών που είναι στα όρια. Κι ο χωρισμός φάνταζε λύτρωση, ανάσταση.
Ο άντρας της νιότης, ο λεβέντης, ο Ιανός, ο αγαπημένος και δυνάστης. Μπορεί σημάδια να υπήρχαν από πριν και να μην τα έβλεπε. Μπορεί να τα έβλεπε, αλλά να μην ήθελε να τα δει. Μπορεί να τα είδε, αλλά ήθελε να πιστέψει ότι κάπου θα υπερνικήσει ο άγγελος τον δαίμονα. Μα, όσο περνούν τα χρόνια οι ευθύνες σ’ έναν γάμο μεγαλώνουν, ειδικά όταν έρχονται παιδιά.
Ο άντρας ο κυρίαρχος, και η σύζυγος στα μετόπισθεν. Ο άντρας, η κεφαλή του σπιτιού, κι εκείνη ο λαιμός και οι ώμοι του. Στήριγμα. Συνέχεια. Κι όταν έρθει η ώρα, ο άντρας δεν είναι απλά μία εικόνα, ο μεγάλος έρωτας είναι θανατηφόρος.
«Δεν περνούσε καλά». Κι αυτό το «δεν περνούσε καλά» είναι ένα απόλυτο θραύσμα, μία σειρά από εικόνες δύσκολες, γροθιά στο στομάχι, γιατί όλοι το ήξεραν πως η γυναίκα αυτή ήταν θύμα και όσο ζούσε. Όλοι. Και τώρα κλαίνε για την Βαλεντίνα. Την κάθε Βαλεντίνα της διπλανής πόρτας, που τα δάκρυά της έγιναν ποταμός και την έπνιξαν. Κλαίνε όλοι ετούτοι, ο Χορός των Τεθλιμμένων, ο Χορός της Τραγωδίας με τις μαύρες πλερέζες. Δεν θα σε ξενυχτήσουν, όπως σου πρέπει, γιατί έχουμε κορωνοϊό. Και εδώ άτυχη γλυκιά μου Βαλεντίνα. Κι εδώ χωρίς μοιρολόι θα φύγεις, μα όλη η Μάνη θα σε μοιρολογήσει τώρα. Κατόπιν εορτής.
Μην κλαίτε τη σκοτωμένη, τον εαυτό σας να κλαίτε. Να κλαίτε που ξέρατε και δεν ήσασταν εκεί. Να κλαίτε που σας έλεγε και την περνούσατε για τρελή. Εσείς, ο Χορός των Απόντων.
Χιλιάδες, εκατομμύρια Βαλεντίνες εκεί έξω περιμένουν κάτι ν’ αλλάξει. Χιλιάδες βιώνουν τον Χορό των Απόντων. Νομίζουν ότι θα ξυπνήσει ο άντρας τους την άλλη μέρα και θα γίνει καλύτερος. Όμως, δεν συμβαίνει. Και περιμένουν. Και δίνουν χρόνο. Κι ο χρόνος δεν φτάνει. Λίγο το θεριό κοιμάται και μετά ξυπνάει. Και περιμένει να πατήσει στις μύτες για να μην τον ξυπνήσει, διότι μαζί του θα σηκωθεί και το θεριό. Και τότε είναι δύσκολα όλα.
Η έννοια της διαμόρφωσης του Οικογενειακού Δικαίου στη χώρα μας, που είναι σε εξέλιξη από το υπουργείο Δικαιοσύνης, οφείλει να προστατέψει το δικαίωμα του άνδρα στη συνεπιμέλεια, αλλά πρώτα απ’ όλα το δικαίωμα της γυναίκας να είναι όρθια.
Χιλιάδες γυναίκες εκεί έξω υποφέρουν. Πονούν και πνίγουν τον πόνο τους, και φοβούνται. Και πάλι απλώνουν τις φτερούγες, γιατί φοβούνται ότι το ξέσπασμα του αχρείου θα πέσει πάνω στα παιδιά της.
Είναι αδιανόητο να ζει στο ίδιο σπίτι με αυτόν που την κακοποιεί, ώσπου να βγει το διαζύγιο με την πολιτεία να της γυρνά την πλάτη. Και πέφτει στο δίλημμα: αν μείνει «θα τις τρώει», κι αν φύγει θ’ απειλεί πως θα τη σκοτώσει… Πού είναι η μέριμνα απέναντι στις γυναίκες που φοβούνται και τον ίσκιό τους;
Δεκάδες Βαλεντίνες είναι εκεί έξω, που νομίζουν πως έχουν καταδικαστεί επειδή οι γονείς τους ντρέπονται να ζήσουν με το στίγμα της κόρης της χωρισμένης. Δεκάδες Βαλεντίνες είναι εκεί έξω, γιατί δεν έχουν ένα σπιτικό να μείνουν με τα παιδιά τους. Μια δουλειά, για να μπορέσουν ν’ ανασάνουν. Καμία μέριμνα για συνεταιριστικές επιχειρήσεις κακοποιημένων γυναικών, ώστε να βρουν ξανά τα πατήματά τους. Καμία μέριμνα για να έχουν προτεραιότητα στα πινάκια. Χρόνια ολόκληρα να παιδεύονται για να πάρουν τη διατροφή. Να ζητιανεύουν για να έρθει στην ώρα της. Ζουν φοβούμενες ότι, μέχρι να βγει το διαζύγιο, μπορεί και να έχουν πεθάνει. Δεν ξέρουν αν αστειεύεται ή αν το λέει σοβαρά η «αγάπη» τους, πως θα γίνει δήμιός τους.
Η Βαλεντίνα είναι απλά το κερασάκι σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη και φαλλοκρατική. Και οι μανάδες έχουμε μεγάλη ευθύνη για το πώς μεγαλώνουμε τους γιους μας, να σέβονται τη σύντροφό τους. Έχουμε μεγάλη ευθύνη να μην αναπαράγουμε το κακό στο σπίτι μας. Όταν βλέπουμε πως ο σύντροφός μας δεν σέβεται την προσωπικότητά μας, να τον αφήνουμε πίσω μας. Γιατί απλά δεν κάνει για σύντροφος. Δεν φταίμε εμείς για τα νεύρα του, δεν φταίμε γιατί τον στενοχώρησαν στο γραφείο, δεν φταίμε γιατί δεν βρίσκει δουλειά.
Όσες συνθήκες της Κωνσταντινούπολης και αν γίνουν, το Οικογενειακό Δίκαιο που υπάρχει σήμερα είναι μακριά από την πραγματικότητα των ζευγαριών. Είναι πολύ μακριά από τις ανάγκες μιας γυναίκας, η οποία παρατά τη δουλειά της, γιατί δομές δεν υπάρχουν να της κρατήσουν τα παιδιά.
Και πολλές φορές μπορεί να μη θέλει να καταγγείλει τον πατέρα των παιδιών της, γιατί ξέρει πως και θα τον στοχοποιήσει αλλά και δεν θα έχει και το πενιχρό εισόδημα που μπορεί να της δίνει. Η γυναίκα που χωρίζει, δεν προστατεύεται. Δεν ασχολείται καμία οργανωμένη δομή μαζί της. Και αν έχει περιβάλλον να την υποστηρίξει –γονείς, αδέλφια, φίλους, συγγενείς που να είναι δίπλα της– έχει καλώς. Αλλιώς είναι επί ξύλου κρεμάμενη, σε μια εποχή που οι δουλειές δεν προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια.
Παρά τη βελτίωση του Οικογενειακού Δικαίου επί Ανδρέα Παπανδρέου και πρόσφατα την κύρωση της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, είναι πολλά τα θολά σημεία για να προστατεύονται οι γυναίκες, με τους ήδη υπάρχοντες νόμους. Από την εκλογή της Σκούρα μέχρι σήμερα, έχουν συμβεί πολλά για ν’ αλλάξει η θέση της Ελληνίδας, με τις γυναίκες όλων των κομμάτων να πρωτοστατούν σε αυτό από διαφορετικά μετερίζια.
Το παράδειγμα της Βαλεντίνας στον Διρό, η οποία πυροβολήθηκε και φονεύθηκε μπροστά στα μάτια της κόρης της, είναι άλλο ένα ισχυρό σοκ για την τοπική κοινωνία, που θα το θυμάται αλλά δεν θα το αξιοποιήσει, για να πετάξει τους δυνάστες στον κάλαθο των αχρήστων. Εκατομμύρια άντρες δίνουν αγώνα μαζί με τις γυναίκες και είναι πια δίπλα τους. Και ο Έλληνας άντρας δεν είναι εκείνος του παρελθόντος, τουλάχιστον στα αστικά κέντρα. Δίνει τη μάχη του απέναντι σε αυτό το πλάσμα, που το μεγάλωσαν να τα θέλει όλα δικά του, αντί να είναι καλός σύντροφος.
Για ένα «sms», λοιπόν. Για μια στιγμή, γύρισε το μάτι του. Το δικό της μάτι γύριζε χρόνια. Αλίμονο στην κοπέλα, αλίμονο στον γιο της Βαλεντίνας. «Δεν περνούσε καλά για χρόνια», αποφάνθηκαν άνθρωποι κοντά της. Το «δεν περνούσε καλά» μπορεί να είχε απαξίωση, ξύλο, στενοχώρια. Και η Βαλεντίνα ήταν έτοιμη να φύγει. Δεν της το συγχώρησε το φευγιό, ο άθλιος… Ο έρωτάς της, ο σκέτος δυνάστης της.