«Tο µίσος είναι το εθνικό χόμπυ της φυλής. Χωρίς µίσος, ο Έλληνας είναι μισός».
Φρέντυ Γερμανός
Γεννημένος στις 5 Σεπτεμβρίου του 1934 –«τουλάχιστον κανείς δεν αμφισβητεί ότι κάπου είμαι Παρθένος», έλεγε γελώντας–, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, ο Γερμανός όφειλε το όνομά του σε έναν Άγγλο αξιωματικό τον οποίο είχε ερωτευτεί τρελά η μητέρα του όταν ήταν 18 ετών. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του Ναυτικού και όσο θυμόταν τον εαυτό του θυμόταν και την μπλε πολυκατοικία στα Εξάρχεια, εκεί που μεγάλωσε.
Από παιδί είχε ένα μεγάλο όνειρο: να γίνει συγγραφέας. Έτσι, αγόρασε μια γραφομηχανή και ξεκίνησε να γράφει. Η πρώτη του εφημερίδα, στα οκτώ του μόλις χρόνια, είχε τίτλο «Όλα για όλους» και κυκλοφορούσε σε 20-25 αντίτυπα: «Ήταν μια υπέροχη εφημερίδα. Τη γράφαμε μόνοι μας, την τυπώναμε μόνοι μας και τη διαβάζαμε μόνοι μας…» έλεγε.
Στα είκοσί του έπιασε την πρώτη του δουλειά στην εφημερίδα «Ελευθερία», γράφοντας τη στήλη με τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία. «Νομίζω ότι ήταν τα καλύτερα Διανυκτερεύοντα Φαρμακεία που πέρασαν ποτέ απ’ τις στήλες του ελληνικού Τύπου. Ήταν γραμμένα με φαντασία και στιλ. Συχνά είχαν και κάποια ποίηση». Όλα όσα ακολούθησαν είναι Ποίηση και Ιστορία μαζί για τον πιο ευφάνταστο, αξιοπρεπή και γοητευτικό ευπατρίδη που γνώρισε η Ελληνική Δημοσιογραφία από το 1963 και μετά…
Θα γνώριζα τον Φρέντυ Γερμανό σε μια πολύ γνωστή καφετέρια στην οδό Μητροπόλεως, ύστερα από δύο τηλεφωνήματα και την γκρίνια της γιαγιάς: «Δεν μας φτάνουν οι Έλληνες, τώρα τηλεφωνούν και οι Γερμανοί!»
«Θα κρατάω ένα τριαντάφυλλο για να με γνωρίσετε», μου είχε πει με το θανατηφόρο χιούμορ του. Ποιος; Εκείνος που περπατούσε στον δρόμο με αυτή την μπεζ καπαρντίνα και ήταν ο απόλυτος σταρ της εποχής.
Νομίζω πως το πρώτο μας ραντεβού πήγε καλά. Ο Φρέντυ έψαχνε μια νεαρή με όνειρα και όρεξη για δουλειά, υποψήφια δημοσιογράφο, εγώ άλλο που δεν ήθελα, να εξαργυρώσω τον πρώτο λαχνό που έπεσε μπροστά μου. Και για τα επόμενα 25 σχεδόν χρόνια ήμουν η μόνιμη βοηθός του στις πολυθρύλητες εκπομπές του.
Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τον θάνατό του –στις 21 Μαΐου του 1999 στις 10:30΄ το πρωί–, και κανείς από όσους συναναστράφηκε στη ζωή του δεν τον ξέχασε. Επαγγελματικά κανείς δεν τον ξεπέρασε. Οι εκπομπές του όσες απόμειναν στην ΕΡΤ, που είναι γνωστό πόσο τρώει τα παιδιά της, θα έπρεπε να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο για την αρτιότητά τους. Στην Ελλάδα βέβαια δεν γίνονται αυτά, ίσως κάπου αλλού σε άλλες εποχές.
Αυτή η βελούδινη και καυστική πένα έφερε σε πέρας πολλές δημοσιογραφικές αποστολές, πήρε συνεντεύξεις από τις σπουδαιότερες –εγχώριες και διεθνείς– προσωπικότητες της εποχής του καλλιτεχνικού, πολιτικού και πνευματικού χώρου. Και αργότερα, όταν τον υποδέχτηκε ο χώρος της τηλεόρασης, παρουσίασε εκπομπές-σταθμούς στην ιστορία της, είπε ειδήσεις και στη συνέχεια κυκλοφόρησε πλήθος βιβλίων, τουλάχιστον 25, που έγιναν μπεστ-σέλερ – μεταξύ αυτών νουβέλες, ευθυμογραφήματα και μυθιστορηματικές βιογραφίες.
Έβγαλε το Βαρβάκειο ως ο χειρότερος μαθητής της τελευταίας πεντηκονταετίας στα θετικά μαθήματα και δεν κατάφερε να κάνει το όνειρο του παππού του –που ήθελε να γίνει πολιτικός μηχανικός– πραγματικότητα. «Mε τα μαθηματικά έχω τη σχέση που έχουν οι τυφλοί με τα χρώματα. Γι’ αυτό το έσκαγα πάντα τις δύο πρώτες ώρες που είχαμε μαθηματικά και γυρνούσα στους δρόμους», έλεγε ο ίδιος.
Έτσι, έγινε πλασιέ υφασμάτων και υπάλληλος λογιστηρίου, κάνοντας παράλληλα σπουδές στη Δημοσιογραφία στην τότε Πάντειο Ανωτάτη Σχολή και στη Σχολή Δημοσιογραφίας Όλσον. «Στη μάνα μου χρωστάω το παν, το ότι διάβαζα, ότι έγραφα, ότι απέκτησα σε τρία χρόνια δύο βαθμούς μυωπίας».
Μπήκε στο γράψιμο όταν ήταν 18 χρόνων. Ξεκίνησε παίρνοντας το δεύτερο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος που καθιέρωσε ο Μπάμπης Κλάρας στη «Βραδυνή». Συνέχισε τον ίδιο χρόνο ως ελεύθερος ρεπόρτερ στην «Ελευθερία», αργότερα ως χρονογράφος στη «Μεσημβρινή» της Ελένης Βλάχου, κι έκλεισε τον κύκλο του στις εφημερίδες, πάλι ως χρονογράφος, αυτήν τη φορά στην «Ελευθεροτυπία».
«Ξεκίνησα να γίνω συγγραφέας, αλλά στον δρόμο έκανα δύο λάθη: έγινα δημοσιογράφος και έκανα τηλεόραση. Ήταν σαν να ξεκίνησα για να χορέψω μπλουζ και όταν έφτασα στην πίστα η ορχήστρα το γύρισε σε ροκ. Tι κάνεις στην περίπτωση αυτή; Χορεύεις ροκ όσο καλύτερα μπορείς… Η ζωή όµως ήταν καλή μαζί µου. Εδώ και κάμποσα χρόνια η ορχήστρα παίζει και πάλι µπλουζ...»
Η ζωή του στην τηλεόραση
«Ένα πρωί του 1966 με φώναξε ο Μιχάλης Γιαννακάκος –ήταν αυτός που είχε ξεκινήσει την τηλεόραση– και με ρώτησε αν θέλω να λέω τις ειδήσεις. “Θέλω”, του είπα, “αλλά δεν ξέρω αν κάνω. Δεν έχω καλή άρθρωση, δεν είμαι καλός αφηγητής, δεν έχω φωτογένεια και επιπλέον παθαίνω τρακ”. Γέλασε και μου είπε ότι όλα αυτά σημαίνουν πως κάνω για την τηλεόραση. Έτσι άρχισα να λέω τις ειδήσεις στην “Hχώ των γεγονότων” (EIP). Eκείνη την εποχή οι ειδήσεις ήταν μια πολύ περίεργη υπόθεση: τις γράφαμε εμείς, τις λέγαμε εμείς και... τις ακούγαμε εμείς». Κάποτε μου είχε εξομολογηθεί πως στον δρόμο τού έσφιγγαν το χέρι και του έλεγαν μπράβο για την πειστικότητά του στις ειδήσεις. «Πού να ξέρουν», μου είπε, «ότι ανέβαινα έξι ορόφους με τα πόδια και όταν καθόμουν μπροστά στη κάμερα μου είχε φύγει η ψυχή…».
H πρώτη του εκπομπή ήταν το «Καλειδοσκόπιο», η επιτυχία όμως ήλθε το 1970, όταν βγήκε στον αέρα το «Αλάτι και Πιπέρι». Από την εκπομπή αυτή πέρασαν όλοι οι σημαντικοί Έλληνες της εποχής (ο Mίκης Θεοδωράκης στα 50ά του γενέθλια, ο Χορν, η Λαμπέτη, αλλά και ο Τζον Λένον με τη Γιόκο Όνο, η Τζίντζερ Ρότζερς, η Τζόαν Κόλινς κ.ά.). Oι εκπομπές της τελευταίας περιόδου αφορούσαν προσωπικότητες που επέστρεφαν από το εξωτερικό μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, όπως ο Παναγούλης, ο Θεοδωράκης, η Μερκούρη. Σε αυτή την εκπομπή, κόβεται από την τηλεόραση.
Tο 1978 επέστρεψε με το «Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί», που παρουσίαζε με τη Λιάνα Κανέλλη, και την επόμενη χρονιά με την παρουσίαση των δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ της «Πρώτης Σελίδας». Αργότερα έκανε το «Πορτρέτο της Πέμπτης», το «Φλας μπακ» και τελευταία το «Ελλάς υπό το μηδέν» με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου στο MEGA.
Όλα αυτά τα χρόνια, από το 1964, δεν σταμάτησε να εκδίδει με όλο και μεγαλύτερη επιτυχία βιβλία με τα ευθυμογραφήματά του («Γράψ’ το όπως το λέω», «Σκέψου πριν το αγοράσεις», «Oύτε αλάτι, ούτε πιπέρι», «Φαπ», «Tζίμμυ, πάρε ένα φυστίκι» κ.ά.). Από το 1964 έως το 2000 εξέδωσε 29 βιβλία, που όλα βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό και έγιναν επιτυχίες. «Το αντικείμενο», που αναφέρεται στη ζωή του Νίκου Ζαχαριάδη, είναι το τελευταίο του χειρόγραφο. Είχε πει σχετικά: «Το πρόβλημα της Ενωµένης Αριστεράς σήµερα είναι πώς να μείνει ενωμένη και πώς να μείνει Αριστερά».
Ο δικός μου Φρέντυ
Άρχισα τη συνεργασία μαζί του το 1977, όταν προετοίμαζε την επάνοδό του στη μικρή οθόνη. Στην αρχή έκανα πολύ σοβαρές δουλειές, όπως να φροντίζω το ουίσκι του, κάτι που όπως μου έλεγε ήταν πολύ σημαντικό και απολύτως εμπιστευτικό. Μετά από ένα χρόνο πήρα προαγωγή και βγήκα στο ρεπορτάζ για την ανακάλυψη ταλέντων ηλικίας πάνω από 95 ετών. Ο Φρέντυ ήθελε στις μαρτυρίες του ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, που να θυμούνται τα γεγονότα, γιατί πάντα έλεγε πως οι μεγάλοι άνθρωποι είναι οι ίδιοι η ιστορία που διηγούμαστε. «Θυμάμαι τη δολοφονία του Δεληγιάννη μπροστά στα σκαλιά της παλιάς Βουλής που έγινε το 1908». Οι άνθρωποι που έπρεπε να βρω ήταν πάνω από 90-95 ετών τουλάχιστον. Αφού ξεποδαριάστηκα στην Πλάκα και στα πέριξ, η τύχη μού έφερε έναν παππού περίπου 90, που όμως θυμόταν από διηγήσεις την ταραγμένη εκείνη εποχή. Ο Φρέντυ, αφού με άκουσε με μεγάλη προσοχή, μου είπε εξαιρετικά γλυκά: «Μήπως είναι μικρός;»
Υπάρχουν πολλές ιστορίες που θα μπορούσα να διηγηθώ για αυτόν που πάντα θα αποκαλώ μέντορά μου, που τύχη αγαθή τον έφερε στον δρόμο του, αλλά νομίζω τη μεγαλύτερη ταραχή την έπαιρνε ο Φρέντυ από τους ανθρώπους της ΕΡΤ. Οι μοντέρ, μόλις έβλεπαν ότι έχει βάρδια, άλλαζαν τις δικές τους, γιατί απλά τους άλλαζε τα φώτα. Υπήρχε εκπομπή που παιζόταν στον αέρα και εκείνος μοντάριζε το δεύτερο μέρος. Κάτι που για την ΕΡΤ εκείνα τα χρόνια ήταν αδιανόητο. Υπήρχαν όμως και άνθρωποι που τον λάτρευαν. Η παραγωγός του, η Κατερίνα Κατωτάκη, πολλοί άνθρωποι στην ΕΡΤ και βέβαια ο σύλλογος ΤΑΞΙ, αφού ποτέ του δεν είχε οδηγήσει.
Όταν πήγαμε στο MEGA το ’90, ήταν και η τελευταία συνεργασία μαζί του, καθώς τότε δούλευα στον «Ελεύθερο Τύπο». Αργότερα έμαθα ότι απολύθηκα από τον κ. Θεοχάρη, και κάναμε μια εκπομπή για τον Λεωνίδα Κύρκο.
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς δέκα η ώρα το βράδυ, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και ο Φρέντυ με ρώτησε αν είχα κάτι να κάνω. Ήμουν έτοιμη να βγω αλλά είπα «όχι», και μου έδωσε μια σειρά από τηλεφωνήματα που έπρεπε να γίνουν. «Θα με εξυπηρετούσε να μου έλεγες έως αύριο το μεσημέρι τι έκανες», μου είπε. Εκείνη τη βραδιά κάναμε Πρωτοχρονιά με τον Λεωνίδα Κύρκο στο τηλέφωνο, μιλώντας για την μπλε πολυκατοικία των Εξαρχείων. Μερικά χρόνια αργότερα, σε ένα αφιέρωμα του Κώστα Χαρδαβέλα, του το είπα και έπαθε πλάκα. «Σοβαρολογείς; Σε έβαλα να δουλέψεις παραμονή Πρωτοχρονιάς;»
Ας μην ερχόταν εκείνο το καταραμένο μαντάτο της ασθένειας, που αντιμετώπισε με απίστευτη δύναμη και αξιοπρέπεια, και θα δούλευα και Πάσχα και Χριστούγεννα και όσο ήθελες. Γιατί «αφεντικό» σαν κι εσένα ούτε πέρασε ούτε θα περάσει άλλος, στη φωτεινή πλευρά της Δημοσιογραφίας που έλαμψες.
Τι έχει πει…
Όλοι οι Έλληνες πάσχουν από το σύνδρομο του αυτοκινήτου. Εκτός από μένα που είμαι Γερμανός.
Ξεκίνησα να γίνω συγγραφέας, αλλά στον δρόμο έκανα δύο λάθη: έγινα δημοσιογράφος και έκανα τηλεόραση. Ήταν σαν να ξεκίνησα για να χορέψω μπλουζ και όταν έφτασα στην πίστα η ορχήστρα το γύρισε σε ροκ. Tι κάνεις στην περίπτωση αυτή; Χορεύεις ροκ όσο καλύτερα μπορείς.
Όλοι οι Έλληνες είναι λίγο συγγραφείς, εκτός από μερικούς συγγραφείς.
H Ελλάδα είναι μια σχετικά μικρή χώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι μισοί Έλληνες μισούν τους άλλους μισούς.
Άρχισα να λέω τις ειδήσεις στην «Ηχώ των Γεγονότων». Εκείνη την εποχή οι ειδήσεις ήταν μια πολύ περίεργη υπόθεση: τις γράφαμε εμείς, τις λέγαμε εμείς και... τις ακούγαμε εμείς.
Tο µίσος είναι το εθνικό χόμπυ της φυλής. Χωρίς µίσος ο Έλληνας είναι μισός.
Φαίνεται πως κάποια μαγικά πλάσματα δίνουν ραντεβού όταν έρχονται στον κόσμο αυτό (για τον Δημήτρη Χορν και την Έλλη Λαμπέτη).
Το πρόβλημα της Ενωμένης Αριστεράς σήμερα είναι πώς να μείνει ενωμένη και πώς να μείνει Αριστερά.
Η ζωή ήταν καλή μαζί μου – η ορχήστρα παίζει και πάλι μπλουζ.
Το πάρτυ θα κλείσει με μπλουζ…