Αν με ρωτήσετε, θα τον θυμάμαι πάντα για τον αγέρωχο αξιωματικό Joe Roberts στον ασπρόμαυρο «Λόφο», («The Hill» - 1965), την συγκλονιστική πολεμική ταινία του Sidney Lumet που είδα τότε, φοιτήτρια, όταν καθόμουν ώρες ατέλειωτες μέσα στα σινεμά.
Αν με ρωτήσετε, θα τον θυμάμαι πάντα ως τον έμπειρο Ιρλανδο-αμερικανό αστυνομικό Jim Malone στους υπέροχους «Αδιάφθορους» («The Untouchables»-1987), το γκανγκστερικό φιλμ του Brian De Palma, όπου πήρε και το Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου –ένα καθυστερημένο χρυσό αγαλματίδιο που -πίσω από τις κουΐντες- βασικά του δόθηκε σαν αντιστάθμισμα για όλη την έως τότε σπουδαία προσφορά του στο σινεμά.
Αν με ρωτήσετε, θα τον θυμάμαι πάντα ως τον γοητευτικό καθηγητή Henry Jones, Sr., πατέρα του Indiana-Harrison Ford στο περιπετειώδες «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία» («Indiana Jones and the Last Crusade» – 1989), του Steven Spielberg.
Αν με ρωτήσετε, θα τον θυμάμαι πάντα ως τον γήινο μεγαλομανή θεό Daniel Dravot στο «Ο άνθρωπος που θα γινόταν Βασιλιάς» («The Man Who Would Be King - 1975), το αριστούργημα του John Huston.
Αυτός είναι ο δικός μου Sean Connery. Δηλαδή, αν με ρωτήσετε, θα έβαζα σχεδόν στο τέλος της λίστας τον θρυλικό 007! Αδιαμφισβήτητα, θα είναι πάντα ο ακαταμάχητος my name is Bond… James Bond, που με το… εξοντωτικό “στραβό” χαμόγελο και σαρδόνιο χιούμορ έθρεψε γενιές με όνειρα και στυλ, έφερε λιποθυμία στα κορίτσια, έδωσε όνομα στο «shaken not stirred» βότκα μαρτίνι κι έστρωσε δρόμους για χιλιάδες πράκτορες και ανάλογα φιλμ –κακά τα ψέματα.
Όμως, το απίστευτο ταλέντο του ξετυλίχθηκε σε ταινίες όπως οι προαναφερόμενες, έργα τεράστιων σκηνοθετών που τον πίστεψαν, δημιουργίες που ίσως άγγιζαν και την καρδιά του περισσότερο, την καρδιά αυτού του αλήτη τζέντλεμαν, αυτού του παιδιού της εργατικής τάξης που μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου και δεν την ξέχασε ποτέ. Το όνομά της περιοχής άλλωστε έδωσε στη δική του εταιρεία παραγωγής, Fountainbridge Films.
Τα δύο tattoo του, “Mum and Dad” και “Scotland Forever”, από την εφηβεία του ως το τέλος του, δήλωναν τις δύο μεγάλες του αγάπες. Αν μπεις στο site του, αυτό το σχετικά παλιομοδίτικο για τέτοιον σούπερ σταρ -πράγμα που προφανώς δηλώνει πώς δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η νέα τεχνολογία παρά μόνο για τα απόλυτα αναγκαία-, στη σελίδα με το φιλανθρωπικό του έργο, έχει link στο site του Σκωτσέζικου Κοινοβουλίου. Γιατί μέχρι την τελευταία του πνοή ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της Σκωτίας και φόραγε όλος περηφάνια το παραδοσιακό kilt.
«Ελπίζω να περνάτε καλά εξερευνώντας την ιστοσελίδα μου», γράφει ο sir εκεί. «Καθώς την περιηγείστε, θα σας ζητούσα να πάρετε λίγα λεπτά για να σκεφτείτε πώς θα βοηθήσετε κάποιον άλλον. Θα σας ζητούσα να με βοηθούσατε να βοηθήσω άλλους. Τα τρία πεδία που είναι πολύ σημαντικά για μένα είναι: εκπαίδευση, πολιτισμός και Σκωτία». Αυτός ήταν - και εκείνη η μελαγχολική φλόγα στο βάθος του γοητευτικού του βλέμματος, εκείνη η μικρή φλόγα, δεν έσβηνε ούτε την ώρα που έλιωναν οι σταρ ή οι κοινές θνητές στο πέρασμά του.
Δεν έτρεφε αυταπάτες. Ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν και μέχρι πού μπορούσε να φτάσει. Κάτι που αποτυπώνεται μοναδικά, με καυτό χιούμορ, σε μια φράση του, όταν, το 1989, τον ρώτησαν πώς ένοιωθε που στα 60 του σχεδόν χρόνια, το περιοδικό People τον έκανε εξώφυλλο με τίτλο “Sexiest Man Alive”: “Λοιπόν, θα έλεγα ότι δεν υπάρχουν και πολλοί sexy νεκροί τύποι –ή κάνω λάθος;».
Το παρελθόν του, ο αγώνας του, η πορεία του δεν ήταν εύκολη. Χιλιάδες διαφορετικές δουλειές, από τα 13 του που εγκατέλειψε το σχολείο, για τον αγώνα της επιβίωσης. Εργάτης οικοδομής, λουστραδόρος φέρετρων, ναυαγοσώστης, Βασιλικό Ναυτικό –απ’ όπου έφυγε λόγω έλκους. Η μοίρα προφανώς δεν τον άφηνε να στεριώσει πουθενά γιατί είχε άλλα σχέδια για αυτόν που αγαπούσε το ποδόσφαιρο (όμως δεν δέχθηκε στα 22 του, πρόταση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ επειδή θεωρούσε πως ήταν μεγάλος) και το bodybuilding –μάλιστα τότε, σε διαγωνισμό “Mr Universe” βγήκε τρίτος.
Τυχαία, ψάχνοντας μια ακόμη δουλειά, έφθασε στο κατώφλι ενός θεάτρου όπου γύρευαν χορευτές για ένα μιούζικαλ. Κι από εκεί, χρειάστηκε οχτώ χρόνια μέχρι την εγκαθίδρυσή του στον ουρανό των αστέρων, το 1962, μέσα από τον πρώτο James Bond -«Dr.No» («Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίον Δρος Νο»), του σεβαστού Terence Young, που τον σκηνοθέτησε, επίσης, στο ακόμη καλύτερο «From Russia With Love» («Από την Ρωσία με αγάπη»), ένα χρόνο μετά.
Από τότε, η λάμψη του δεν έσβησε ποτέ. Όσο πέρναγαν τα χρόνια, τόσο μεγάλωνε. Ακόμη κι όταν αποφάσισε να κλείσει πίσω του την πόρτα της μεγάλης οθόνης, σχετικά “νέος”, στα 73 του. Γιατί όπως είχε πει κάποτε ως James Bond (στο «Goldfinger»-1964) στην Pussy- Honor Blackman: «Τι χρειάζεται για να δεις τα πράγματα από την σκοπιά μου;». Ήξερε τι έκανε.
Για αυτό συγχίστηκα τόσο όταν είδα να κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, από την οικογένειά του, φωτογραφίες της τελευταίας δύσκολης περιόδου της ζωής του. Respect στους θρύλους, έχω μόνο να πω.
Respect στον δικό μου Sean Connery παρακαλώ…