Ήμουν μαθήτρια, γύρω στις αρχές του ’80, όταν πήγαμε με το συγκρότημα του δήμου Νέας Σμύρνης να χορέψουμε σε πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Πρέβεζα και τη Λευκάδα. Ο θαυμασμός απέναντι στα χορευτικά συγκροτήματα λαϊκών χορών στα Βαλκάνια και γενικότερα στο ανατολικό μπλοκ, με τις εξαιρετικές χορογραφίες, ήταν δεδομένος, μολονότι διαφοροποιήθηκε αισθητά στην πορεία, αναζητώντας το αυθεντικό, το αρχετυπικό. Η πρώτη θετική εικόνα μου για τους Αλβανούς μουσικούς και χορευτές είχε φανεί στο Φεστιβάλ της Οχρίδας στην ενωμένη τότε Γιουγκοσλαβία – σημερινή Βόρεια Μακεδονία. Έναν χρόνο, λοιπόν μετά τη συμμετοχή στο Φεστιβάλ της Οχρίδας, τη θετική εικόνα για τον πολιτισμό της Αλβανίας ήρθε να επιβεβαιώσει το πρόσωπο ενός νεαρού έφηβου, βιολιστή, μ’ ένα κοστούμι μαύρο, κάπως ξένο πάνω του, που συμμετείχε με μία μικρή κλασική ορχήστρα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ακούγοντας τη λέξη «Αργυρόκαστρο» νόμιζα πως ήταν Βορειοηπειρώτης αλλά μου εξήγησε πώς τον λένε Εμπέν, γιατί είναι Αλβανός.
Καταγόμενη από μια περιοχή, που γειτνιάζει με την Αλβανία, έναν τόπο, που ταλαιπωρήθηκε από την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, με αποτέλεσμα ακόμη κι αδέρφια, που παντρεύτηκαν από τις δυο πλευρές των συνόρων, να έχουν δεκαετίες ολόκληρες να συναντηθούν, η άποψή μου περί Βορειοηπειρωτικού ζητήματος και σχέσεων Ελλάδας με τη γείτονα, διαφέρει από τον μέσον όρο. Έλκοντας την καταγωγή μου από τα όρη της Μουργκάνας Θεσπρωτίας, οι Βορειοηπειρώτες για εμάς ήταν απλά η τύχη ή η ατυχία να είσαι στην άλλη πλευρά του φεγγαριού. Κι όταν ακούω ελαφρά τη καρδία Νεοέλληνες να λοιδορούν ακόμη κι ομογενείς, αναρωτιέμαι πόσο δεν έχουν ιδέα για την μεγάλη προσφορά των Βορειοηπειρωτών σε σύγχρονες υποδομές της χώρας ή αγνοούν πως όλη η υφήλιος υποκλίνεται στο επιστημονικό έργο του Δημήτρη Νανόπουλου, ο οποίος δεν δίστασε ποτέ να πει, πως κατάγεται από εκείνη την περιοχή.
Αν εγώ, λοιπόν, ως μικρό κορίτσι είχα μείνει μόνο στην εικόνα του νεαρού Εμπέν, θα είχα μία απόλυτα θετική εικόνα για την Αλβανία, γιατί και ο ίδιος ήταν ενθουσιασμένος, που θα παίξει σε φεστιβάλ τη μουσική του. Έτσι, θα έμενα με την εντύπωση ότι στην Αλβανία ζουν πάνω – κάτω, όπως στην Ελλάδα, με κάπως πιο παλαιά ρούχα αλλά έχουν σίγουρα καλύτερη, κλασική παιδεία, από τη γενιά μου.
Οι άνθρωποι των συνόρων έχουν διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας με το «γειτονικό αλλότριο Άλλο», που είναι ενίοτε εχθρικό ή φιλικό, ανάλογα με τη συγκυρία της Ιστορίας. Ωστόσο, δυο ήταν τα σημεία, τα οποία καθιστούν το ελληνοαλβανικό ζήτημα, θέμα της επικαιρότητας:
*Αφενός η υπερψήφιση συμφωνίας συνεργασίας Ελλάδας – Αλβανίας στον γεωργικό τομέα, μόλις την περασμένη Πέμπτη 24/9/2020 από τα 4 κόμματα της Ελληνικής Βουλής με δυο αρνητικές ψήφους από το ΚΚΕ και την Ελληνική Λύση, με αποτέλεσμα να συγκροτήσει ελληνο-αλβανική γεωργική επιτροπή.
*Αφετέρου με τα τραγικά γεγονότα στα Καμένα Βούρλα, σε σημείο να παρέμβει ορθώς κι ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Νότης Μηταράκης για την απάνθρωπη στάση Ελλήνων απέναντι σε προσφυγόπουλα.
Η αντίδραση ορισμένων Ελλήνων από τα Καμένα Βούρλα εναντίον των παιδιών είναι ευθεία βολή απέναντι σε οποιαδήποτε ιδέα περί δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού κι ανθρωπισμού, διαλύει και το τελευταίο ψέλλισμα περί αρχαίου ελληνικού πνεύματος, και βάλλει δομικά στην έννοια της ευθείας προόδου.
Τείνει, δε, προς τη γελοιοποίηση ολόκληρου του ελληνικού λαού, που δεκαετίες ολόκληρες, έχει επιβιώσει από εμβάσματα ομογενών, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρώα γη είτε για πολιτικούς είτε για οικονομικούς λόγους. Καίει, όμως, ακόμη περισσότερο, όταν πρόκειται για απογόνους Μικρασιατών προσφύγων, που οι παππούδες τους έχουν ζήσει στο πετσί τους, τον κοινωνικό ρατσισμό, καίτοι ομογάλακτοι με τους υπόλοιπους Έλληνες.
Προπαγάνδα, ξενοφοβία, ρατσισμός
Οι εξαθλιωμένοι, που αναζητούσαν δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί και γίνονταν συχνά αντικείμενο εκμετάλλευσης ήταν συνήθως η ανύπαρκτη μειοψηφία στο δελτίο ειδήσεων. Στον αντίποδα, οι «κλέφτες» κι οι «λωποδύτες» Αλβανοί, που βρήκαν κι ακούμπησαν στα ελληνικά δίκτυα εμπορίας ανθρώπων και ναρκωτικών, οι Αλβανοί εθνικιστές, που καταπίεζαν τους μειονοτικούς, οι Αλβανοί, που δεν πλήρωναν φόρους αλλά ήθελαν μόνο επιδόματα έγιναν μέρος της κυρίαρχης μιντιακής κουλτούρας. Οι υπολειπόμενες εικόνες, δια της προπαγάνδας, έγιναν κυρίαρχες κι αντιπάλεψαν την εικόνα του Αλβανού, Εμπέν, που είχε όλη την ευγένεια ενός νεαρού εφήβου, που θέλει να κάνει καριέρα στην κλασική μουσική και που σήμερα αγνοώ την τύχη του.
Η τηλεοπτική προβολή αγνόησε το γεγονός ότι ουκ ολίγοι Αλβανοί έμειναν απλήρωτοι ή κακοπληρωμένοι από έναν Έλληνα, απατεώνα εργοδότη, που κάλεσε την Αστυνομία, για να τους διώξει, την ώρα της πληρωμής. Αγνόησε πως οι Αλβανίδες μπήκαν μέσα στα σπίτιά μας, τα καθάρισαν, κράτησαν τους παππούδες μας, ντάντεψαν τα παιδιά μας, ξενύχτησαν, αντί για μας στα νοσοκομεία με χαμηλό μισθό ή και ελάχιστα ένσημα. Ο λαός αυτός κατέστη με το σπαθί του απαραίτητος σε μια ελληνική κοινωνία, που απογειωνόταν, ζώντας τη μακαριότητα της ευφορίας των δανεικών. Είναι επομένως πολύ πιο πολύπλοκη η εικόνα του Αλβανού γείτονα – φονιά, η οποία είναι υπαρκτή αλλά μηδαμινή, απέναντι στον οικογενειάρχη Αλβανό, που φροντίζει τα παιδιά του, δουλεύοντας ώρες – ατελείωτες, για να κάνει προκοπή, αλλά το μιντιακό σύστημα τον καπελώνει. Αγνοεί επιπλέον, όλους εκείνους τους Έλληνες, που είναι πατριώτες, αλλά επιζητούν συνύπαρξη, ορθή, θεσμική συνεργασία και φιλία με τον γειτονικό λαό κι όχι επιβολή και κυριαρχία.
Αν λοιπόν η γλώσσα διαχωρίζει τους Έλληνες, σε «καλούς» και «κακούς», σε «βόρειους» και «νότιους», σε «έντιμους» κι «απατεώνες» και γενικότερα σε αντιφατικά δίπολα, η λέξη «Αλβανός καταγράφηκε, δυστυχώς, δια της προπαγάνδας στο ελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο, τα πρώτα χρόνια ως ο «εγγύς βάρβαρος». Ως αποτέλεσμα αυτής της μιντιακής προπαγάνδας όλοι οι Αλβανοί έγιναν … ίδιοι. Αγνοήθηκε εσκεμμένα ότι και στη γειτονική χώρα είχαν καλές επιδόσεις και στον αθλητισμό και στον πολιτισμό κι ό, τι η Ελλάδα τροφοδοτήθηκε αθλητικά παίρνοντας μεγάλα ονόματα, τα οποία στη συνέχεια αξιοποίησε, με πρώτο βιολί τον Πύρρο Δήμα. Σε ελάχιστες περιπτώσεις, η Ελλάδα άνοιξε μουσικό διάλογο με την καλλιτεχνική κληρονομιά της γειτονικής χώρας, μ΄ εξαίρεση ίσως το Φεστιβάλ Πολυφωνικού Τραγουδιού στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία και κατά κανόνα μεμονωμένα.
Πόσο γνωρίζουμε την ίδια την Αλβανία;
Ενώ η πλειοψηφία των Αλβανών γνωρίζουν καλά την Ελλάδα, έστω και πίσω από μία διαπολιτισμική κουρτίνα, ο ελληνικός λαός αγνοεί βασικά στοιχεία ή ερεθίσματα της Αλβανίας. Δεν γεννήθηκαν όλοι οι Αλβανοί, κτηνοτρόφοι, γεωργοί, ψαράδες. Γεννήθηκαν και γιατροί και λογοτέχνες και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι. Ενώ οι Αλβανοί γνωρίζουν τις αργίες μας, εμείς αγνοούμε τις δικές τους. Ενώ οι Αλβανοί γνωρίζουν τι τρώμε στο σπίτι μας, εμείς δεν ξέρουμε τη δική τους κουζίνα. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν μονοσήμαντο κώδικα, όπως συμβαίνει συνήθως στις χώρες υποδοχής μεταναστών.
Η Αλβανία ζει από την αφήγηση των ανθρώπων της αλλά κι από τις δουλειές, που αναλαμβάνουν, για να ζήσουν. Έτσι, ο χθεσινός στρατιωτικός σήμερα μπορεί να είναι οικοδόμος. Η χθεσινή λογίστρια μπορεί να πλένει στο καθαριστήριο, σεντόνια για τουρίστες. Η καθηγήτρια Πανεπιστημίου να φτιάχνει νύχια ή να καθαρίζει σπίτια. Η έννοια της κανονικής ροής της αλβανικής ιστορίας σημαδεύτηκε από την ηγεμονία του Χότζα κι από το μαζικό μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του ’90 προς Ελλάδα κι Ιταλία. Πολλά γεγονότα, τα οποία δεν είναι γνωστά σ΄ εμάς, όχι μόνο λόγω της πτώσης του σοβιετικού μοντέλου αλλά και λόγω αλλεπάλληλων γεγονότων, που την πλήγωσαν (πυραμίδες, σεισμοί κ.ά.) τα ζήσαμε στον απόηχό τους.
Η διαρκής σχέση Ελλήνων – Αλβανών στο συνεχές της ιστορίας
Τα Ελληνόπουλα, που γεννιούνται σήμερα στη χώρα μας, δεν μπορούν ν΄ αντιληφθούν ή και να φανταστούν, πως θα ήταν, χωρίς τους Αλβανούς γείτονές μας. Τα παιδιά των Αλβανών μεταναστών είναι κομμάτι του ιστορικού, ελληνικού αφηγήματος, της τελευταίας 30ετίας. Η Αλβανίδα, που σήκωσε το βάρος της γιαγιάς, που ασθένησε, ο Αλβανός εργάτης, που φτιάχνει τα «μερεμέτια», ο Αλβανός, που βρέθηκε στην οικοδομή και δημιούργησε δικό του συνεργείο, ο Αλβανός, που έχει το μικρομάγαζο δίπλα μας, ο νεαρός Αλβανός, δεύτερης γενιάς, που είναι ντιλιβεράς αλλά σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο, ο Αλβανός που φέρνει όπλα και ναρκωτικά στην Ελλάδα και τσακώνεται με φατρίες Ρομά στα Λιόσια, ο Αλβανός που περιποιείται τα δέντρα και τα μποστάνιά μας και του έχουμε δώσει κλειδί του σπιτιού μας, ο Αλβανός που μπήκε στο εξοχικό και το λήστεψε, ο Αλβανός, που έγινε φίλος και μας κάλεσε στο γάμο του, ο Αλβανός, που είναι στη φυλακή κι ανήκει σε δίκτυα μπράβων, ο νευρικός Αλβανός, που τρέχει στα γυμναστήρια και μπλέκεται σε καβγάδες, ο νεαρός Αλβανός, που τα έφτιαξε με τον γκέι γείτονά μας, η Αλβανίδα που έγινε νύφη μας, ο νεαρός, όμορφος Αλβανός, που ανέλαβε πρόεδρος του δεκαπενταμελούς σε ελληνικό σχολείο ή σήκωσε τη σημαία. Όλοι αυτοί, παιδιά, άνδρες, γυναίκες είναι οι συμβολικές και πραγματικές όψεις της Αλβανίας, σε «μικρολογικό πεδίο», όπως αντιλαμβάνομαι την άποψη της καθηγήτριάς μου στο Πανεπιστήμιο, Νάντιας Σερεμετάκη, στο βιβλίο της «Αναγνωρίζοντας το καθημερινό» από τις εκδόσεις Πεδίο.
Ο πολιτισμός ως δύναμη συνεργασίας
Οι Αλβανοί βίωσαν μία ιστορική ασυνέχεια – αυτό, που αποκαλούν οι πολιτισμικοί ανθρωπολόγοι «τραύμα». Προήλθαν από ένα κράτος – πατερούλη, το οποίο αποφάσιζε κεντρικά αλλά προσαρμόστηκαν γρήγορα στην ελληνική πραγματικότητα, στις ομορφιές και τις δυσκολίες της. Παρά τον πλούτο της η Αλβανία παρέμεινε, ίσως, το πιο φτωχό σοσιαλιστικό κράτος και λόγω της σύγκρουσης του ιστορικού της ηγέτη, Ένβερ Χότζα με τον γραμματέα της ΕΣΣΔ, Νικήτα Χρουστσόφ. Η ιστορία λέει πως ο Χρουστσόφ αντιτάχθηκε στις σταλινικές μεθόδους Χότζα. Κάτω από το τραπέζι, ορισμένες αλβανικές πηγές υποστηρίζουν ότι ο Χότζα είχε δίκιο, γιατί δεν ήθελε να παραδώσει άνευ όρων τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Η ιστορία του παρτιζάνου, Ένβερ Χότζα, ο οποίος είχε την επωνυμία ως ο «Στάλιν των Βαλκανίων», λόγω των διαρκών εκκαθαρίσεων, αλλά στη συνέχεια γοητεύτηκε από το κινεζικό μοντέλο, είναι κομμάτι αυτής της αλβανικής αφήγησης, πέραν του αιμοσταγή, Αλή πασά, που η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, αγνοεί.
Μεγαλοϊδεατισμός κι αλβανικός εθνικισμός
Από τον μεγαλοϊδεατισμό, όμως της «Μεγάλης Αλβανίας» και την πλήρη άγνοια ακόμη και πολλών Ελλήνων περί της Τσαμουριάς ως την ελληνική μειονότητα, που έχει περάσει των παθών της τον τάραχο, οι δυο λαοί έχουν διανύσει μία μεγάλη απόσταση, που τείνει προς την προσέγγιση.
Η πολιτική κι η διπλωματική προσέγγιση μεταξύ των δυο λαών
Η εικόνα ανάμεσα σε δυο λαούς, που έχουν περάσει από πολλά κύματα στο διάβα της ιστορίας, επιβεβαιώθηκε και στη Βουλή, με διαφορετικούς τρόπους. Η ελληνική Βουλή ψήφισε με ευρεία πλειοψηφία την κύρωση της σύμβασης Ελλάδας - Αλβανίας στον γεωργικό τομέα. Τέσσερα κόμματα, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ΜέΡΑ25 ψήφισαν «Ναι» ενώ τοποθετήθηκαν αρνητικά ΚΚΕ (Διαμάντω Μανωλάκου) και Ελληνική Λύση (Βασίλης Βιλιάρδος), για διαφορετικούς λόγους.
Η πλευρά του ΚΚΕ θεώρησε πως έχουμε νέα παρέμβαση του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. στα Βαλκάνια ενώ η Ελληνική Λύση επικαλέστηκε εθνικούς λόγους (καταπίεση βορειοηπειρωτικής μειονότητας, απειλές και λεονταρισμούς της γείτονος με χάρτες περί Μεγάλης Αλβανίας και σχέσεις στοργής με την μουσουλμανική Τουρκία). Ιδιαίτερα στάθηκε ο αγορητής της, στα μεγάλα προβλήματα με τα δίκτυα εγκληματικότητας και ναρκωτικών σημειώνοντας πώς δυστυχώς μέχρι σήμερα η Αλβανία έχει χαρακτηριστεί ως η «Κολομβία της Ευρώπης».
Η εικόνα της σύγχρονης Αλβανίας
Η εικόνα της Αλβανίας βέβαια διαρκώς αλλάζει, αν και οι μισθοί παραμένουν πολύ χαμηλοί και μεγάλο μέρος του ΑΕΠ της οφείλεται στα εμβάσματα των ομογενών της. Σύμφωνα με ελληνική, διπλωματική έκθεση η Αλβανία, που ξέρουμε, σαφώς έχει κάνει άλματα σε σχέση με το παρελθόν, αν και δεν έχει πιάσει τους στόχους για ευρωπαϊκή προοπτική. Παραμένει υψηλό το επίπεδο διαφθοράς κι ιδιαίτερα χαμηλό το βιοτικό επίπεδο. Είναι γεωργική χώρα, που έχει αδυναμίες, αν κι έχουν γίνει βήματα, ιδίως στις τουριστικές περιοχές κι μεγάλες δυνατότητες για ανάπτυξη στη γεωργία – κτηνοτροφία και τον τουρισμό. Θρησκευτικά η κατανομή σήμερα υπολογίζεται ως εξής: Μουσουλμάνοι (σουνίτες) : 56,7% – Ορθόδοξοι: 6,75% – Καθολικοί: 10,03% – Λοιπά θρησκεύματα: 26,52%. Οι νομοί της και πληθυσμιακά κατανέμονται ως εξής:
Τίρανα (Tiranë): 906.166 (πρωτεύουσα), Φιέρι (Fier): 289.889, Δυρράχιο (Durrës): 290.697 , Ελμπασάν (Elbasan): 270.074, Κορυτσά (Korçë): 204.831, Σκόδρα (Shkodër): 200.007, Αυλώνα (Vlorë): 188.922, Μπεράτι (Berat): 122.003, Λέζα (Lezhë): 122.700, Ντίμπερ: (Dibër): 115.857, Κούκες (Kukës): 75.428, Αργυρόκαστρο (Gjirokastër): 59.381.
Η ιστορία της προσφυγιάς
Οι Αλβανοί ως παλαιοί μετανάστες κι επί αιώνες συγκάτοικοι στον βαλκανικό χώρο, που έχουν το ίδιο χρώμα μ’ εμάς, μπαίνουν στην άκρη. Παρά τα επιμέρους διμερή και σημαντικά πολιτικά προβλήματα, είναι πια σε δεύτερο, αν όχι σε τρίτο πλάνο. Από τον ξένο τον μετανάστη, τον Αλβανό, πλέον το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινής γνώμης μετατοπίζεται στα Καμένα Βούρλα, με τη ανεπίτρεπτη στάση ορισμένων Ελλήνων, απέναντι στα παιδιά, σε μικρά προσφυγόπουλα, όπου δεν τα άφησαν να πάρουν ούτε φαγητό. Με νοοτροπία όχλου τήρησαν στάση απάνθρωπη, εγκληματική και κατακριτέα, κόντρα σε κάθε διεθνή συνθήκη για τους πρόσφυγες και τα παιδιά.
Είναι το ίδιο ελεεινή η στάση αυτή και επαναφέρει από τη συλλογική μνήμη την απάνθρωπη συμπεριφορά πολλών Ελλήνων απέναντι σε Σμυρνιούς, Πόντιους, Καππαδόκες, που τους έβριζαν ως «Τουρκόσπορους» και σήμερα τους αποθεώνουν, μαζί με τους Αρμένηδες, για τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της χώρας.
Στην υπόθεση των Καμένων Βούρλων, η χώρα του Ξένιου Δία βρέθηκε στην ίδια όχθη, που αντιπάλευε, παρά τα αλλεπάλληλα μεταναστευτικά ρεύματα της Ελλάδας, το κυνηγητό των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ, την ταλαιπωρία στην Αυστραλία και τον κοινωνικό ρατσισμό στη Γερμανία.
Τελικά, ίσως «νεκρώθηκε» ένα σημαντικό κομμάτι της χώρας του Ξένιου Δία μετά την έλευση του πρώτου Έλληνα ή ξένου πρόσφυγα/ μετανάστη, που πάτησε πόδι στο ελληνικό έδαφος. Με τον πρώτο Έλληνα της Σμύρνης και της Καππαδοκίας με τον Πόντιο, που ήρθε από τη Ρωσία, με τον Βορειοηπειρώτη κι ας είναι «δικό μας αίμα».
Οι κάτοικοι των Καμένων Βούρλων με τη στάση τους αυτή έφεραν στην επιφάνεια τις φασίζουσες αντιλήψεις και νοοτροπίες στο πλαίσιο μίας ιδεολογικής καθαρότητας, η οποία ρήμαξε την ανθρωπότητα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εικόνες ντροπής, που κανείς δεν θέλει να θυμάται. Δυστυχώς απέδειξε, πως κάποιοι Έλληνες είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως, παρότι η Χρυσή Αυγή έμεινε εκτός Βουλής με αποτέλεσμα η Ιστορία να επαναλαμβάνεται δυστυχώς ως (τραγική) φάρσα.