Βρίσκονται παντού και μας κατακλύζουν τέτοια εποχή. Σε όλα τα μεγέθη μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων από το κλασικό κόκκινο έως τα χρώματα της εποχιακής μόδας, σε όλες τις τιμές για όλα τα βαλάντια. Από τις κλασικές vintage φιγούρες μέχρι τις μεταμοντέρνες εκδοχές του. Πλαστικοί μαζικής παραγωγής ή ιδιαίτεροι από πορσελάνη ή χειροποίητοι με την τέχνη της ξυλουργίας. Για τον Άγιο Βασίλη ο λόγος.
Στο όνομα δε της ισότητας όλων των ανθρώπων και της παγκοσμιοποίησης, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε και Άγιους Βασίληδες με μαύρη επιδερμίδα ή με σχιστά μάτια. Αυτή η μαζική ισότητα που δείχνει να αποκλείει τη διαφορετικότητα σε κάνει να αναρωτιέσαι, οι Αφρικανοί ή οι Ασιάτες δεν έχουν άραγε τους δικούς τους αγίους και θεότητες της αγάπης, της γενναιοδωρίας, της προσφοράς, της χαράς, της μαγείας;
Όπως και να έχει, ένα είναι το σίγουρο: όσο κουρασμένοι και φορτισμένοι συναισθηματικά να είμαστε, σίγουρα έχουμε σταθεί μια φορά μπροστά σε μια φιγούρα του χαζεύοντας τον με το χαμόγελό μας, προσμένοντας το θαύμα και τη μαγεία. Ίσως και να τον ρωτάμε πώς να είναι η καινούργια μας χρονιά. Τι θα μας φέρει; Θα μας ανταμείψει για τα πεπραγμένα μας της περασμένης χρονιάς;
Σε αυτή την προσωπική μας συνομιλία, ο Άγιος Βασίλης είναι ο εξομολογητής μας, είναι η ανάγκη που νιώθει η ψυχοκαρδιά μας να ανοιχτεί στη θαλπωρή της χαράς, στο ανάλαφρο της ομορφιάς και να αδειάσει από τα βαρίδια της πρόσθεσης. Να ζήσει όπως είναι η ζωή, αφαίρεση του περιττού, συμπύκνωση του ουσιαστικού. Όσο ο Άγιος Βασίλης είναι η βίβλος της διαφήμισης και της κατανάλωσης, άλλο τόσο για εμάς τους ανθρώπους είναι η βίβλος της αναμονής και της προσμονής του μαγικού θαύματος.
Τι αλλόκοτη είναι όμως αυτή η προσμονή. Μάθαμε σιγά-σιγά να την κρατάμε χώρια από τη ζωή μας, να ζούμε έξω από αυτήν και να την περιμένουμε σαν «εξωτερική» βοήθεια, σαν κάποιον πρωτοχρονιάτικο επισκέπτη, αντί η μαγεία, το θαύμα να είναι συνοδοιπόρος, σύντροφος της καθημερινότητάς μας. Μάθαμε να ζούμε στο έξω και στο εκτός, και όχι μέσα μας και εντός. στο χώρισμα και όχι στην ενότητα.Τα μάτια μας βλέπουν μόνο το ορατό και όχι τις ασημένιες χορδές της συνδεσής μας με τα αστέρια, τις λίμνες, τα βουνά, τα λουλούδια. Βλέπουμε το δέντρο, μα δεν ακούμε τη ζωογόνο φωνή των χυμών του, το αγγίζουμε μα δεν νιώθουμε την παλλόμενη ύπαρξή του.Δεν ακούμε τη φωνή μας, μα τις φωνές και τα λόγια των άλλων. Δεν βυθιζόμαστε στην αναπνοή μας για να ακούσουμε τους χτύπους της ζωής, έχουμε τα πιεσόμετρα και τα οξύμετρα για αυτό. Αντί να στεκόμαστε ακίνητοι παρατηρητές των γεγονότων και να αφουγκραζόμαστε τη συλλογική αρχέγονη συλλογική συνείδηση, καταστρώνουμε σχέδια και στρατηγικές.
Και όταν όλα αυτά καταγκρεμίζονται, τότε, ναι, ο εύκολος λόγος έρχεται στα λόγια μας, δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, δεν γίνονται θαύματα. Μόνο που το θαύμα και η μαγεία απαιτεί προσήλωση και πίστη, στροφή του κεφαλιού μας, όχι για να δεχτούμε ένα ακόμα χαστούκι, μα για να αλλάξουμε αντίληψη για το τι είναι η ζωή και πώς θα τη ζήσουμε. Το θαύμα και η μαγεία θέλουν απόφαση να τα ζεις, σιγή για να ακουστούν, ηρεμία για να μη θορυβηθούν, θέλουν τη συγκατάθεσή μας για να μας κατακλύσουν. Δεν επιβάλλονται και σίγουρα δεν μας επισκέπτονται μεταξύ τσιγάρου και κινητού, επειδή φευγαλέα θα δούμε κάποιον Άγιο Βασίλη. Θέλουν ζέση και θέρμη διαρκή. Δεν είναι υπόθεση κάποιων γιορτινών ημερών και γιρλάντων. Και σίγουρα δεν μας τα φέρνει κανένας Άγιος Βασίλης.
Εκείνος είναι μόνο η αφορμή και η υπενθύμηση ότι υπάρχει. Για αυτό και μας κοιτά σκανδαλιάρικα και χαμογελαστά. Είναι σαν να μας λέει, «έλα τώρα, αφού το κάνω εγώ, κάν’ το και εσύ, απλά αποφάσισε».
Για αυτό, όταν πλησιάζουμε τις χριστουγεννιάτικες μπάλες στο δέντρο μας και βλέπουμε να καθρεπτίζεται το πρόσωπό μας, απλά λέμε, «είμαι το θαύμα και η μαγεία της ζωής μου, είμαι ο Άγιος Βασίλης».
Γιατί εμείς είμαστε οι Άγιοι Βασίληδες ή οι καλικάντζαροι της ζωής μας – εξαρτάται από το τι επιλέγουμε…