ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ» Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ 1827
Ομογένεια: Μία ιστορική εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση στη Νέα Υόρκη.
Όταν εκείνος άφησε το γήινο περίβλημά του, εγώ δεν είχα καν μπει στο σπέρμα του πατέρα μου. Κι έτσι, τον γνώρισα μέσα από το έργο του, ένα έργο τόσο πλούσιο που μια ζωή δεν φτάνει για να το μελετήσεις. Αλλά δεν είναι μόνο το έργο του που σε εκστασιάζει. Είναι και η ζωή του ολάκερη. Μια ζωή αντίστασης σε όσα εκείνος θεωρούσε μικρά και ποταπά. Μέχρι τον θάνατό του… Ένας θάνατος του σώματος, αφού η ψυχή του ολοζώντανη κυκλοφορεί από χώρα σε χώρα, από σχολειό σε σχολειό, από έρευνα σε έρευνα και χιλιάδες κιτρινισμένες σελίδες σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Ο επίλογος, σταθμός στη λογοτεχνική και φιλοσοφική συντροφιά με σύνθημα έναν ξύλινο σταυρό κι εκείνη τη φράση: «Δε φοβούμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι λέφτερος». Φράση που έγινε δικό μου σύνθημα και στάση ζωής πια… Τόσος ο θαυμασμός μου σε τούτο τον ασυμβίβαστο φιλόσοφο και συγγραφέα που τίμησε την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο, και που η μεγάλη μητέρα-πατρίδα αρνήθηκε διπλά να τον τιμήσει με τη σειρά της ως όφειλε, θέτοντας αφ’ ενός εμπόδια στην πρόταση να του απονεμηθεί το Νόμπελ, και αφ’ ετέρου μέσω της Εκκλησίας στο ύστατο ταξίδι του προς την πολυπόθητη δική του ελευθερία…
Ε, και λοιπόν; Τι κέρδισαν όλοι τούτοι οι μικρόψυχοι; Ο πιο πολυμεταφρασμένος συγγραφέας του κόσμου, ο οικουμενικός, ο κλασικός, δεν έχει ανάγκη από βραβεία Νόμπελ. Βραβείο του οι εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο! Ο πιο ασυμβίβαστος φιλόσοφος δεν έχει ανάγκη από τις ευλογίες των όποιων ιερατείων. Ευλογία του η αγάπη του κόσμου όπου γης διαχρονικά! Το έργο του ήταν, είναι και θα είναι επίκαιρο, πλούσιο σε αγάπη και δέος για τη λευτεριά ψυχής και σώματος.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη Αλέξης Ζορμπάς ήταν υπαρκτό πρόσωπο, και κομμάτι της ζωής του Καζαντζάκη, μόνο που το πραγματικό όνομά του ήταν Γεώργιος Ζορμπάς. Είχε γεννηθεί το 1865 στον Κολινδρό της Πιερίας από πλούσιο τσέλιγκα. Μα ο ατίθασος χαρακτήρας του τον έφερε στο στόχαστρο των Τούρκων και άρχισε η περιπλάνησή του. Πολυτάραχη η ζωή του, συγκίνησε τον σπουδαίο Καζαντζάκη ο οποίος γνωρίστηκε μαζί του στο Άγιο Όρος, όταν ο Ζορμπάς, μετά τον θάνατο της γυναίκας του –και ήδη πατέρας εφτά παιδιών (είχε αποκτήσει δώδεκα, αλλά τα υπόλοιπα πέθαναν νωρίς)– αποφάσισε να μονάσει, το 1915. Αυτή η γνωριμία με τον σπουδαίο συγγραφέα τον έκανε για άλλη μια φορά να αλλάξει γνώμη, αφού έφυγαν μαζί για τη Μάνη, όπου επιδόθηκαν σε επιχειρήσεις εξόρυξης κάρβουνου – προσπάθεια που διήρκεσε δύο χρόνια για να περάσει τελικά στην αποτυχία. Δύο χρόνια μετά, ο Ζορμπάς δέχθηκε την πρόταση του Καζαντζάκη να έρθει στην Αθήνα, προκειμένου να τον βοηθήσει στην αποστολή που ανέλαβε να μεταβούν στον Καύκασο για τον επαναπατρισμό 100.000 Ελλήνων (150.000 αναφέρει ο Καζαντζάκης ότι επέστρεψαν στην Ελλάδα) που κινδύνευαν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Μετά την επιτυχία της αποστολής, οι δυο τους δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Ο Ζορμπάς έφυγε για τη Σερβία το 1926, όπου επανέλαβε την προσπάθειά του με τα ορυχεία, ενώ παντρεύτηκε δεύτερη φορά και απέκτησε κι άλλα παιδιά. Το 1941, με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να πνίγει τα Βαλκάνια, δεν άντεξε τη ναζιστική σκλαβιά και τη φτώχεια –αφού οι Γερμανοί κατέσχεσαν το ορυχείο του– κι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο των Σκοπίων «Μπούτελ».
Λεπτομέρεια: Ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν δισέγγονος του «Αλέξη»-Γιώργου Ζορμπά και ανιψιός της Γαλάτειας Καζαντζάκη και της Έλλης Αλεξίου.
Τα ιερατεία πάντα φοβούνται τη δύναμη ενός μορφωμένου λαού. Κι έτσι προτιμούν όχλους για να μπορούν να ασκούν την εξουσία τους ή τη συνεργασία τους με δόλια συμφέροντα. Ένας τρόπος επιβολής της χριστιανικής Εκκλησίας ήταν ο φόβος που επισύρει ο αφορισμός.
Ο Καζαντζάκης δεν ήταν ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που έμπαινε στο στόχαστρο μικρόψυχων εκκλησιαστικών λειτουργών. Ας μην ξεχνάμε τον αφορισμό της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγόριο Ε΄, κατόπιν πιέσεων του σουλτάνου. Νωρίτερα ο ίδιος πατριάρχης είχε αφορίσει τον Ρήγα Φεραίο και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αργότερα, αφορίζουν τον Ανδρέα Λασκαράτο με αφορμή το έργο του «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς» και με υπότιτλο «οι σκέψεις απάνου στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά», και τον Εμμανουήλ Ροΐδη για το έργο του «Η πάπισσα Ιωάννα». Και πιο πρόσφατα, είχαμε τον αφορισμό του Θόδωρου Αγγελόπουλου για την ταινία του «Το μετέωρο βήμα του πελαργού».
Ως τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, και προς επίρρωση του γελοίου του πράγματος, μπορούμε απλά να αναφέρουμε πως όλες οι περιπτώσεις αφορισμού στέφθηκαν με απόλυτη αποτυχία, αφού όλοι μα όλοι οι αφορισμένοι Έλληνες έδρεψαν δάφνες επιτυχίας για το έργο τους, όσο και αν ακόμη και με αυτό το όπλο υποταγής συνειδήσεων πάλεψαν κάποια μικρόψυχα μαυροφορεμένα ανθρωπάκια για το αντίθετο…