ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ» Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ 1827
Ομογένεια: Μία ιστορική εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση στη Νέα Υόρκη.
Μια μελωδία – ποίημα. Ένα ποίημα- μελωδία. Τι ν’ αφήσεις και τι να κρατήσεις από το σύμπαν που μπόρεσε και «διάβασε» ένας Έλληνας που το γήινο όνομά του είναι Νίκος Γκάτσος. Διάβαζα την «Αμοργό» του, βράδυ που η σελήνη μοιάζει να κυνηγιέται ξέφρενα με τα σύννεφα στον ουρανό λίγο πιο δίπλα από την αρχή του Ειρηνικού και βουτάω στην Ελλάδα. Ζεύξη αφόρητη ο Γκάτσος που με τον Χατζιδάκι παντρεύτηκαν για να μαθευτεί μια ιστορία που μόνο από μέθεξη πνευματικών οργασμών προκύπτει.
Ο Γκάτσος είναι ποιητής, ζωγράφος, ανατόμος, μελωδός, φιλόσοφος, στιχουργός, αρθρογράφος, μεταφραστής. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει για την «Αμοργό» και τον Γκάτσο.
«η Αμοργός αποτελεί μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου»
Μπορεί να μην έχετε διαβάσει την Αμοργό, μπορεί να μην έχετε πάει στην Αμοργό, αν όμως έχετε έστω και μία φορά αναπνεύσει νοσταλγία, αν έχετε πεθυμήσει αγκαλιά, αν έχετε αγαπήσει παραμύθια για γοργόνες που ανησυχούν, αν έχετε αγκαλιαστεί με Χατζιδάκι βράδια βροχερά, αν έχετε ψιθυρίσει στίχους και ζωγραφίσει καρδιές σε κορμούς αν έχετε οργιστεί με την φτήνια και τους σαλτιμπάγκους, αν σιχαίνεστε τον προδότη και αν γιορτάζετε την ελευθερία τότε θα πρέπει ν’ ανακαλύψετε τον Γκάτσο.
Τρία ποιήματα δημοσίευσε. «Ελεγείο», ο «Ιππότης και ο θάνατος» και το «Τραγούδι του παλιού καιρού»
Γεννήθηκε στην Αρκαδία. Ο πατέρας του ήταν από τους πρώτους μετανάστες που αναζήτησαν τύχη στην Αμερική, όπου και δεν έφτασε ποτέ. Πέθανε στον πηγεμό πάνω στο πλοίο. Τον πέταξαν κάπου στον Ατλαντικό.
Ο Νίκος Γκάτσος, αγάπησε την λογοτεχνία, θαύμασε τον Παλαμά, τον Σολωμό, τα δημοτικά τραγούδια, την λογοτεχνία.
Τους στίχους των ποιημάτων του μελοποίησαν οι: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μούτσης, Κηλαηδόνης. Είναι σχεδόν αδύνατο να μην έχετε συναντηθεί με «της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο», «Αρχιπέλαγος», «Πορνογραφία», «Μικρή Ραλλού», «Αν θυμηθείς τ ’όνειρό μου», «Αντικατοπτρισμοί», «Χάρτινο το φεγγαράκι», «Πάει καιρός»
Υπήρξε επίσης σπουδαίος μεταφραστής. «Ματωμένος Γάμος», « Το σπίτι της Μπερνάρντα ’Αλμπα , το «ταξίδι μιας μακριάς ημέρας μέσα στην νύχτα», «Λεωφορείο ο Πόθος». Μεταφράζει Λόρκα, Ευγένιο Ο’ Νηλ, Λόπε ντε Βέγκα, Τένεσι Ουίλιαμς.
«Στα τέλη του 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και αναζητούσε κάποια δισκογραφική εταιρεία ώστε να τον ηχογραφήσει. Η “FIDELITY” του Αλέκου Πατσιφά τον έπεισε και ξεκίνησαν οι πρόβες με την Άννα Χρυσάφη, από τις πιο σπουδαίες λαϊκές τραγουδίστριες της εποχής. Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα, ο Πατσιφάς του είπε ότι τα τραγούδια θα ηχογραφούνταν τελικώς με τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία είχε ακούσει τις πρόβες και είχε ενθουσιαστεί.
Στο διάστημα αυτό, ο συνθέτης με τη σύζυγό του Μυρτώ συναντάνε τον τότε διευθυντή του ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) Πύρρο Σπυρομήλιο και τον Νίκο Γκάτσο. Ο Σπυρομήλιος του ζητά να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού που επρόκειτο να γίνει το καλοκαίρι του 1961, ενώ ο Γκάτσος δε μίλησε πολύ και παρατηρούσε για αρκετή ώρα τη γυναίκα του Θεοδωράκη.
Την επόμενη μέρα, συνθέτης και ποιητής συναντήθηκαν στον περίφημο «Φλόκα» και ο Γκάτσος άρχισε να μιλά με θαυμασμό για τη σύζυγο του Μίκη. Λίγα λεπτά μετά, έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί με στίχους και τους έδωσε στον δημιουργό, λέγοντάς του ότι τους έγραψε για τη Μυρτώ που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση! Το τραγούδι ήταν «Η Μυρτιά» (από το Μυρτώ…) και ο Θεοδωράκης συγκινήθηκε πολύ μόλις το διάβασε, υποσχόμενος στον ποιητή ότι πολύ σύντομα θα έγραφε τη μελωδία…
Η τύχη της Γιοβάννας και η άρνηση της Νάνας…
Λίγο μετά, πήγε στο σπίτι κι έγραψε τη μουσική ενώ την άλλη μέρα την έπαιξε στον Αλέκο Πατσιφά, ο οποίος ενθουσιάστηκε και συμφωνήθηκε να ηχογραφηθεί με τη Νάνα Μούσχουρη. Όμως, παρούσα στην ακρόαση ήταν μια τραγουδίστρια που ακόμη δεν είχε κάνει δίσκο. Ο λόγος για τη Γιοβάννα (Ιωάννα Φάσσου), η οποία εκδήλωσε αμέσως την επιθυμία να πει εκείνη το τραγούδι, ο Θεοδωράκης την άκουσε και δέχτηκε κι έτσι η νεαρή ερμηνεύτρια έκανε την πρώτη δισκογραφική της εμφάνιση! Πιάνο έΩστόσο, υπήρχε ένα θέμα αναφορικά με το τραγούδι που θα έμπαινε στη δεύτερη πλευρά του δίσκου 45 στροφών. Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ο Γκάτσος έγραψε στίχους πάνω σε μια μελωδία του Θεοδωράκη από το φιλμ “Honeymoon” κι έτσι δημιουργήθηκε το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» που ερμήνευσε επίσης η Γιοβάννα. Αμφότερα, αναγράφηκαν στο δίσκο με στιχουργό τον «Βασίλη Καρδή» που ήταν ένα από τα ψευδώνυμα του Γκάτσου…
Πάντως -σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μίκη-, η «Μυρτιά» έγινε αιτία να σταματήσουν οι ηχογραφήσεις του «Επιταφίου» με τη Μούσχουρη. Όπως υποστηρίζει ο συνθέτης, όταν η σπουδαία ερμηνεύτρια άκουσε τη Γιοβάννα στη «Μυρτιά» εκνευρίστηκε πολύ και του δήλωσε ότι από δω και πέρα εκείνη θα τραγουδά μόνο Χατζιδάκι, αφήνοντας έτσι τον «Επιτάφιο» στη μέση. Εν συνεχεία βεβαίως ολοκλήρωσε τις ηχογραφήσεις του, αλλά με απόντα τον -εκνευρισμένο από την όλη τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα- Θεοδωράκη…
Η επιτυχία της «Μυρτιάς» ήταν άμεση και πολύ μεγάλη -όπως φυσικά και του «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου»- και σχεδόν ταυτόχρονα ηχογραφήθηκε τόσο με τη Μαίρη Λίντα, όσο και με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε μια πιο «λαϊκή» εκδοχή και με τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι. Αυτές οι εκτελέσεις -ειδικά της Λίντα- έγιναν περισσότερο γνωστές, όμως και η ερμηνεία της «πρώτης διδάξασας» Γιοβάννας είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική…»
Σίγουρα για σας είστε θαυμαστές του Γκάτσου ή του Χατζιδάκι θα έχετε «συναντήσει» την συγκεκριμένη ιστορία που αφορά την φιλία και την σχέση των δύο μεγάλων δημιουργών.
Αυτή ακριβώς η συνομιλία καταγράφηκε από τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο στο περιοδικό «Η λέξη» (τον Φεβρουάριο του 1986)
"Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του “Λουμίδη” ή του “Πικαντίλλυ” να μιλάμε.
Ο Γκάτσος μπορεί να δέχτηκε πληροφορίες από μένα, αλλά όχι επιρροή. Και να σας πω μεταξύ των σπουδαίων μαθημάτων ένα παράδειγμα: όταν σε ηλικία εικοσιπέντε ετών έγραψα για την Μαρίκα Κοτοπούλη μουσική για την “Ορέστεια”, είχα κάνει και δυο θαυμάσια μέρη για τις “Χοηφόρες”, λόγω των οποίων απολάμβανα μεγάλο θρίαμβο εις τον κύκλο των ειδικών.
Είχε επισημανθεί η σημασία τους, η δε Μαρίκα με λάτρευε εν ονόματι των δύο αυτών μεγάλων στιγμών. Όταν λοιπόν ήρθε και τ’ άκουσε ο Γκάτσος, γύρισε και μου έκανε ένα αυστηρότατο μάθημα: ότι αυτά είναι θαυμάσια, αλλά για τον Ευριπίδη κι όχι για τον Αισχύλο. Μου δίδαξε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ιερατικό στοιχείο του Αισχύλου – το οποίο αγνοούσα – και στο ύφος του Ευριπίδη, του πιο “σύγχρονου” από τους τρεις τραγικούς. Τότε μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, όπως κάθε μαθητής έτσι κι εγώ λιγάκι θύμωσα, διότι δεν ασπάστηκε τη “μεγαλοφυΐα” μου· αλλά βέβαια αυτό μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ και να δω πόσο πράγματι είχε δίκιο και πόσο η δουλειά που είχα κάνει στηριζόταν σε άγνοια του αισχυλικού πνεύματος. Καταλαβαίνετε, ο Γκάτσος ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος.
Μη κοιτάτε τώρα που γίναμε… συνομήλικοι πια – γιατί από μια ηλικία και πέρα, από τα πενήντα και πάνω, οι άνθρωποι γίνονται συνομήλικοι. Αλλά τον καιρό που εγώ ήμουν εικοσάρης – εικοσιπεντάρης, αυτός ήταν μεγάλος και μ’ έβλεπε σα νεαρό. Την εποχή εκείνη στο “Εθνικό Θέατρο” ήταν διευθυντής ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος θαύμαζε πολύ το ταλέντο μου και μ’ άφηνε να κάνω ό,τι μου κάπνιζε. Στο “Όνειρο θερινής νύχτας” μάλιστα, εκτός από τη μουσική ήθελα να κάνω και τη χορογραφία. Ο Θεοτοκάς μου έδωσε να την κάνω. Με μάγεψε το ότι είδα στις αφίσες του “Εθνικού” όχι το: “Μουσική Μάνου Χατζιδάκι” – που το είχα συνηθίσει – αλλά: “Χορογραφίες Μάνου Χατζιδάκι”.
Λοιπόν έγινε η πρεμιέρα, όλος ο κόσμος με κοίταζε σαν ένα παιδί θαύμα, σαν τον Σγούρο της εποχής, με συγχαίρανε, έρχεται και ο Γκάτσος πολύ αυστηρός και μου παρατηρεί μπροστά σε όλους: “Ελπίζω να σταματήσεις να κάνεις αυτές τις ανοησίες”. Ο Θεοτοκάς του λέει: “Μα Νίκο, πώς μιλάς έτσι στον Μάνο;”. “Ξέρω, ξέρω” λέει αυτός, μας χαιρέτησε κι έφυγε. Εγώ έμεινα αποσβολωμένος. Ενώ ζούσα έναν θρίαμβο, ξαφνικά έρχεται εκείνος και μου δίνει μια τεράστια ψυχρολουσία. Μια βδομάδα έκανα να μιλήσω μαζί του. Αλλά τελικά κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Είχα μεθύσει από την επιτυχία μου σε όλα τα επίπεδα, και έκανα ανοησίες. Αυτά είναι χαρακτηριστικά ανεκδοτολογικά δείγματα. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομαι ακριβά κι όχι εύκολα. Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του. Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του. Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων: δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων".
Αυτά, τα ελάχιστα, περιμένοντας ν’ αναζητήσετε αυτόν τον σπουδαίο Έλληνα δημιουργό, αφού έχετε αφιερώσει πριν…. «το αν θυμηθείς τ όνειρό μου»