«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα». Έτσι συστηνόταν. Έτσι ήθελε να τον ξέρουν οι φίλοι του, αν και μέσα στο θολωμένο του μυαλό δύσκολα καθρεφτίζονταν οι φίλοι. Μιλάμε για τον Νικόλα Άσιμο, έναν από τους «δικούς μας άγιους», όπως τον κατονόμασε στο βιβλίο του ο Λεωνίδας Χρηστάκης ανάμεσα στους άλλους και δίπλα-δίπλα με την Κατερίνα Γώγου και τον Παύλο Σιδηρόπουλο – οι «Άγιοι των Εξαρχείων», η τριάδα αυτή που συγκλονίζει ακόμη και σήμερα όταν τους ακούμε ή τους διαβάζουμε.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου του 1949 και έζησε στην Κοζάνη μέχρι τα 18 του. Από μικρός έδειξε τον ανήσυχο χαρακτήρα του. Είχε μεγάλη αντίληψη, περιέργεια και ήταν πολύ φιλομαθής. Σαν μαθητής, του άρεσε να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία και στο σχολείο ήταν από τους πρώτους μαθητές. Μελέτη ελάχιστη (κυρίως στο γυμνάσιο). «Από μικρός ήταν ζωηρός, αμφισβητούσε, έψαχνε τη ζωή», είπε ο αδελφός του, Δημήτρης Ασημόπουλος. Ολόκληρη η –μικρή– ζωή του μια αντίδραση. Τα σχολικά βιβλία ή τα διάβαζε μια κι έξω ή δεν τα άγγιζε. «Εγώ τα ξέρω, δεν πάν’ να χτυπιούνται, εγώ θα γράψω στα γραπτά», έλεγε για να καθησυχάζει τους γονείς του.
Μετά το Λύκειο πέρασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1967. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Καθώς από μικρός είχε αδυναμία στα ποιήματα του Σουρή, άρχισε να σκαρώνει στίχους. Όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη πήρε την πρώτη κιθάρα του και άρχισε να φτιάχνει τα πρώτα του τραγούδια, ενώ έπαιρνε μέρος σε διάφορες μικρές παραστάσεις και σε μπουάτ της πόλης. Από την αρχή της φοιτητικής του ζωής ήθελε να φτιάξει το Φοιτητικό θέατρο με δική του θεατρική αίθουσα στο υπόγειο της Φιλοσοφικής σχολής. Εκεί ανέβασε έργα από Αριστοφάνη, Μένανδρο και Μολιέρο. Καθώς όμως δεν δεχόταν καμιά λογοκρισία στα τραγούδια του και στη συμπεριφορά του είχε μπει στο μάτι της χούντας, η οποία τον κυνήγησε και τον χτύπησε άγρια στα κρατητήρια της ασφάλειας.
Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα, πιστεύοντας ότι όλα θα ήταν καλύτερα. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε με διάφορους καλλιτέχνες, όπως οι Πάνος Τζαβέλας, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς, Θάνος Αδριανός, Περικλής Χαρβάς, Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος, Γκαϊφύλιας. Η συνεργασία τους όμως έσπαγε, λόγω του χαρακτήρα του. Με το σχήμα «Για ένα πολιτικό καφενείο» έδινε παραστάσεις στον πεζόδρομο της Μνησικλέους για «να συμβάλουμε έμπρακτα κι εμείς οι καλλιτέχνες στην ανατροπή των καταπιεστών του λαού μας», όπως έλεγε. Δημιούργησε την «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, εκδηλώσεις κοινωνικοπολιτικές, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου, διάφορα δρώμενα. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με πολλά σχήματα και καλλιτέχνες. Τα τελευταία χρόνια ήταν αρκετά κοντά με την Κατερίνα Γώγου.
Έγραφε πολλά τραγούδια που τα ηχογραφούσε σε κασέτες μόνος του (σε στούντιο φίλων του): η πρώτη του ήταν η «παράνομη κασέτα Νο 000001 – με το βαρέλι που για να βγει το σπάει». Συνολικά κυκλοφόρησε 8 διαφορετικές κασέτες, που τις διακινούσε ο ίδιος στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στον Λυκαβηττό, σε συναυλίες.
Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες-συγγραφείς, με την κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο». Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ξαναπές το», σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου.
Το 1983 άνοιξε ένα μικρό στέκι στα Εξάρχεια, στην Καλλιδρομίου 55, που το ονόμασε «Χώρο προετοιμασίας». Ήταν μαγαζί και σπίτι μαζί. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνιδάκια για τα παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, και άλλα, που τα πουλούσε τριγυρνώντας με το ποδήλατό του.
Από τη σχέση του με τη Λίλιαν Χαριτάκη –καθώς ήταν αντίθετος με τους κοινωνικούς θεσμούς δεν πίστευε στον γάμο– γεννήθηκε το 1976 η κόρη του, η μικρή του «Νιουνιού», όπως την έλεγε, τη μασκότ των Εξαρχείων, και που για χάρη της έγραψε το τραγούδι «Το παπάκι», καθώς το ζευγάρι χώρισε και τη μεγάλωνε μόνος του, κάτι που ήταν δύσκολο για εκείνον που δεν ήξερε τι σημαίνει πατρότητα, παρόλο που είχε καταφέρει μια τρυφερή σχέση μαζί της.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο ψυχισμός του είχε αρχίσει να καταρρέει έντονα. Έπαθε νευρική κρίση και νοσηλεύτηκε στο «Δαφνί» για λίγες ημέρες όπου οδηγήθηκε βίαια, αλλά το 1987 οδηγήθηκε στις φυλακές του Κορυδαλλού με την κατηγορία του βιασμού από μια φοιτήτρια. Και από τότε άρχισε ο ψυχολογικός κατήφορος του Άσιμου. Βγήκε από τη φυλακή με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να «χωνέψει» αυτήν την κατηγορία. Κι ενώ η δίκη του εκκρεμούσε, δεν άντεξε, ήταν πολλά όσα είχαν συσσωρευτεί μέσα του.
Και στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του, στον «Χώρο προετοιμασίας» της Καλλιδρομίου.
Προηγουμένως είχε επανειλημμένα τηλεφωνήσει απεγνωσμένα σε φίλους του, ανάμεσα στους οποίους και ο Νίκος Ζερβός, προειδοποιώντας τον πως έχει σκοπό να αυτοκτονήσει. Μα εκείνος δεν τον πίστεψε. Η κόρη του ήταν μόνο δώδεκα χρόνων, κι εκείνος τριάντα εννιά…
Αποκομμένος απ’ όλους κι απ’ όλα σε μαγεμένη τροχιά.
Πήρα το δρόμο να φύγω μα ήρθα τίποτα δεν με ακουμπά.
Στον παράξενό μου χρόνο.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα, μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
να σ’ αγκαλιάσω να μ’ αγκαλιάσεις, να ξεγελιέσαι, να ξεγελιέμαι
να σ’ αγαπήσω, να μ’ αγαπήσεις, έστω για λίγο, για τόσο δούλι
σαν ζευγαρώνουν δυο βεγγαλικά,
μοιάζουν με μηνύματα τηλεπαθητικά,
στων προσώπων μας τις ζάρες.
Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες, δίχως καβάντζα καμιά.
Ντύθηκε η μέρα τα ρούχα της νύχτας και η ψυχή μου πηδά, στου απέραντου την ψύχα.
Θες ν’ αγγίξεις την αλήθεια, για βγες απ’ έξω, απ’ τη συνήθεια.
Σύρε κι έλα να με λούσεις κι ας είμαι της καθαρευούσης.
Να σ’ αγαπήσω, να μ’ αγαπήσεις, έστω για λίγο, για τόσο δούλι.
Δρεπανοφόρα άρματα περνάν,
στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν,
ασυγκίνητο σ’ αφήνει.
Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα, θωρακισμένε καιρέ.
Με μια πικρή, παγερή τρυφεράδα σε θυσιάζουν μωρέ
μα αυταπάτες πια δεν έχω.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα, μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα.
Δες θα φτιάχνουμε στιχάκια, να περπατάν σαν καβουράκια.
Πλάγια και ακριβά τα χάδια, φως αχνό μες τα σκοτάδια.
Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ,
στο μαγγανοπήγαδο της ήττας μου περνώ.
Venceremos, Venceremos…