Ένα βασικό ζήτημα που τέθηκε μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία το 1917 ήταν τι θα γινόταν με την ομογενοποίηση των πληθυσμιακών διαφορετικών εθνοτήτων που ζούσαν στην επικράτεια της Ρωσίας, και οι οποίες τώρα θα έπρεπε να έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς: τον μπολσεβικισμό. Ο φόβος ήταν πως, κάποια στιγμή, ίσως μερικές από αυτές τις εθνότητες που κατοικούσαν σε συγκεκριμένα και οριοθετημένα εδαφικά σύνορα, κάτω από τις πιέσεις του καθεστώτος ή την παρότρυνση ξένων δυνάμεων, δημιουργούσαν μια αντεπανάσταση.
Ως λύση προτάθηκε κατ’ αρχήν η μετακίνηση και διασκόρπιση αυτών των εθνοτήτων σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ή η συνένωση αυτών των διαφορετικών εθνοτήτων σε μια ενιαία εδαφική περιοχή. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τη διασπορά των Τατάρων από την Κριμαία στο εσωτερικό της Ρωσίας. Στη δεύτερη περίπτωση, τη συνένωση τριών διαφορετικών εθνοτήτων –Αρμενίων, Αζέρων, Γεωργιανών– σε μια εδαφική οντότητα. Με αυτό το σκεπτικό καταργήθηκαν τα υπάρχοντα σύνορα και δημιουργήθηκε κατά κάποιον τρόπο ένα κράτος, μια δημοκρατία. Αυτό της Υπερκαυκασίας, που αποτελείτο από την Αρμενία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Όμως αυτή η συνένωση έγινε πολύ πρόχειρα. Επειδή οι μπολσεβίκοι είχαν το σκεπτικό, από τη μια της αέναης ύπαρξής τους και από την άλλη τον διεθνισμό και την κατάργηση των συνόρων, προχώρησαν σε ιστορικές αυθαιρεσίες. Επί παραδείγματι, στην Υπερακαυκασία ενέταξαν υπό τον έλεγχο της Γεωργίας την περιοχή της Οσετίας, καθαρά ρωσική περιοχή. Αργότερα, την περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ, καθαρά αρμένικη περιοχή, τη δώρισαν στο Αζερμπαϊτζάν, όπως πολύ αργότερα έκαναν με την περιοχή της Κριμαίας που τη δώρισαν στην Ουκρανία.
Αξιοσημείωτο είναι πως αυτή η λογική επικράτησε και σε άλλα κράτη των οποίων οι ηγεσίες ήταν κάτω από την επιρροή του μπολσεβικισμού. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Τίτο της Γιουγκοσλαβίας, όπου την ιστορική περιοχή των Σέρβων, το Κοσυφοπέδιο, την πέρασε κάτω από τον έλεγχο της πληθυσμιακής μειοψηφίας των Αλβανών. Από το 1917 και μετά, στην Ευρώπη συντελέστηκαν κοσμογονικές αλλαγές. Από τη μια ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, από την άλλη η Συμφωνία της Γιάλτας άλλαξαν δραματικά τον χάρτη της Γηραιάς Ηπείρου και διαμόρφωσαν νέες σφαίρες επιρροής. Έτσι, ανάλογα με την ιστορική επικαιρότητα, οι συγκεκριμένες περιοχές Κριμαίας, Οσετίας, Ναγκόρνου Καραμπάχ που δωρίστηκαν, άλλαζαν συνέχεια δικαιούχους, ανάλογα με τη δύναμη που είχε η κυρίαρχη εθνότητα στο Πολίτ Μπιρό του Κρεμλίνου. Μέχρι που η διάλυση της ΕΣΣΔ το 1988 επανέφερε τα πράγματα στην αρχική τους κατάσταση. Η ίδια η Ρωσία διεκδίκησε και πήρε πίσω τόσο την Οσετία, όσο και την Κριμαία, οι Σέρβοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας διεκδίκησαν το Κοσσυφοπέδιο, και οι Αρμένιοι το Ναγκόρνο Καραμπάχ, την ιστορική τους περιοχή. Οι διεκδικήσεις αυτές δεν έγιναν με ειρηνικό τρόπο ή διαπραγματεύσεις από τους αρχικούς κατόχους, αλλά με συγκρούσεις και πολέμους. Οι δυνατοί, όπως η Ρωσία, κέρδισαν. Οι αδύνατοι, όπως οι Σέρβοι, έχασαν. Και οι μέτριοι, όπως οι Αρμένιοι, συνεχίζουν να βρίσκονται σε πόλεμο για το Ναγκόρνο Καραμπάχ ή Αρτσάχ.
Η περίπτωση της Αρμενίας κρύβει ένα κοινό σημείο με την Ελλάδα. Αυτό το κοινό σημείο δεν είναι άλλο από το ερώτημα των καλοθελητών: «Μα είναι δυνατόν να σκοτώνονται και να πολεμάνε για 4.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα;» Ακριβώς το ίδιο ερώτημα διατυπώνεται και στην Ελλάδα για τις βραχονησίδες. Αυτό ακριβώς διατυπώνεται και για τα νησιά Ρω, Στρογγύλη και Μεγίστη (Καστελόριζο). Οποία όμως σύμπτωση, αυτός ο προβληματισμός να τίθεται από τους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης και από τους Τούρκους…
Το Αρτσάχ για τους Αρμένιους έχει θρησκευτική αξία. Είναι τμήμα της ύπαρξής τους και της ιστορίας τους. Για τους Αζέρους και τους υποκινητές συμμάχους τους, Τούρκους, μόνο εμπορική και στρατηγική αξία.
Κατ’ αρχάς, είναι το πιο ισχυρό στρατηγικό σημείο ανάμεσα σε πέντε κράτη: Ρωσία, Γεωργία, Ιράν, Αζερμπαϊτζάν και Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο πως, με την έναρξη των εχθροπραξιών μεταξύ των Αρμενίων του Αρτσάχ και των Αζέρων, η χριστιανική Γεωργία έκλεισε τα σύνορά της προς τη χριστιανική Αρμενία και δεν παρέχει καμιά βοήθεια, ενώ από την άλλη το μουσουλμανικό Ιράν κράτησε ανοιχτά τα σύνορά του και βοηθά το Αρτσάχ. Η περιοχή του Αρτσάχ έχει τα πλουσιότερα ορυκτά κοιτάσματα, ενώ οι πεδιάδες του είναι από τις πιο εύφορες της περιοχής. Εξ ίσου σημαντικό είναι πως τυχόν πτώση του Αρτσάχ στα χέρια των Αζέρων φέρνει στην πόρτα της Αρμενίας την ίδια την Τουρκία, αφού, όπως ισχυρίζονται τόσο ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, όσο και ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίγιεφ, «Τουρκία και Αζερμπαϊτζάν είναι δύο κράτη - ένα έθνος».