«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ: ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ»
Η Διεθνής Ημέρα Μουσείων 2021 βρίσκει τα ελληνικά μουσεία έτοιμα να υποδεχθούν και πάλι τους επισκέπτες τους
Βρέθηκαν τη φετινή χρονιά τα δύο χρυσά και ασημένια κομμάτια από μια πανοπλία της εποχής της Αναγέννησης που είχαν κλαπεί από το Λούβρο το μακρινό 1983. Πώς συνέβη αυτό; Πραγματοποιήθηκε διασταύρωση των δεδομένων σε μια ηλεκτρονική βάση που περιλαμβάνει χαμένα και κλεμμένα έργα τέχνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετές φορές τα μουσεία δεν δημοσιοποιούν τυχόν κλοπές έργων τέχνης καθώς υπάρχει ο φόβος ότι η δημοσιοποίηση ενός τέτοιου συμβάντος θα αποτρέψει άλλα μουσεία να τους δανείσουν έργα, επικαλούμενα ελλιπή μέτρα ασφαλείας. Ωστόσο, όσοι καταπιάνονται με την ασφάλεια των έργων ισχυρίζονται ότι η μη δημοσιοποίηση αντικειμένων τέχνης που έχουν κλαπεί από αποθήκες έχει εμποδίσει πολλές φορές στην ανάκτησή τους.
Ο Philippe Malgouyres, επιμελητής της τέχνης στο Λούβρο, είπε ότι όταν άρχισε να εργάζεται σε μουσεία πριν από δεκαετίες, άκουγε ιστορίες για κλοπές και εξαφανίσεις για τις οποίες ποτέ δεν αναφέρθηκε κάτι, τουλάχιστον επίσημα. Ο λόγος που τα μουσεία δεν δημοσιοποιούν μια κλοπή ή δεν καταφεύγουν στην αστυνομία είναι ότι νιώθουν ντροπή ή θέλουν να δείχνουν την ακεραιότητά τους όπως επισημαίνουν εμπειρογνώμονες.
Πριν από λίγες ημέρες η ισπανική εφημερίδα «El País» ανέφερε ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας ανακάλυψε το 2014 ότι ένα βιβλίο του 17ου αιώνα του Γαλιλαίου είχε αντικατασταθεί από ένα αντίγραφο, γεγονός το οποίο άργησε να γίνει γνωστό.
Στελέχη του FBI επισήμαναν ότι τα μουσεία μπορεί να κάνουν και δέκα και δεκαπέντε χρόνια να καταλάβουν αν κάτι λείπει από τις συλλογές τους. Όσο πιο πίσω πάει η κλοπή, τόσο πιο δύσκολο είναι να βρεθεί το μουσείο στα ίχνη των κακοποιών και το αντικείμενο μπορεί ήδη να έχει αλλάξει πολλά χέρια.
Μια καταπληκτική ιστορία αφηγείται ερευνητής, στην οποία ένα μουσείο ανακάλυψε την εξαφάνιση αντικειμένων 15 έως 20 χρόνια μετά την κλοπή. Οι αρχές ήξεραν πού βρίσκονταν τα αντικείμενα, αλλά δεν μπορούσαν να τα ανακτήσουν επειδή το μουσείο δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι τα αντικείμενα ανήκαν σε αυτό. Κάτι που σημαίνει ότι πριν υπάρξουν βάσεις δεδομένων και τίτλοι ιδιοκτησίας πολύ καθαροί, ήταν πολύ εύκολο να χαθεί ένα έργο τέχνης και από ανθρώπους του μουσείου.
Η ανακάλυψη μίας κλοπής σε έγκαιρο χρόνο από τη στιγμή που γίνεται, δημιουργεί πολλαπλές δυσκολίες στην πώληση των έργων τέχνης από την πλευρά των κλεφτών. Μάλιστα, ουκ ολίγες φορές υπήρξαν έργα τέχνης τα οποία «αφέθηκαν στη μοίρα τους», καθώς δεν μπόρεσαν να βρουν τον δρόμο τους στην αγορά τέχνης. Το 2013, όταν υπήρξε κλοπή 27 κομματιών από το Εθνικό Ετρουσκικό Μουσείο της Βίλας Τζούλια στη Ρώμη, η αστυνομία κράτησε σιγή ιχθύος και βρέθηκε στα ίχνη της σπείρας που είχε στην κατοχή της τα κομμάτια, καταφέρνοντας να ανακτήσει τα περισσότερα, καθώς κάποια εξ αυτών είχαν ήδη πουληθεί.
Το 2014 το Μουσείο Πράδο της Ισπανίας ανακοίνωσε ότι έχει χάσει κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, δηλαδή από το 1818, 885 έργα. Το μουσείο έχει προβεί σε συστηματικές έρευνες μέσα στις συλλογές του μουσείου ώστε να εντοπιστούν τα αγνοούμενα έως τώρα έργα τέχνης και κάποια βρέθηκαν σε εργαστήρια συντήρησης, ξεχασμένα.
Ο αριθμός των χαμένων έργων από τη συλλογή του Πράδο έφτασε τα 500 μόλις σε 10 χρόνια. Το 1980 είχαν κλαπεί 350 έργα αριθμός που αυξήθηκε κατά 150 μέχρι το 1990. Το μουσείο κατέχει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές τέχνης στην Ευρώπη, με μια περιουσία που αποτελείται στο σύνολο από 27.509 αντικείμενα και έργα τέχνης, σύμφωνα με την απογραφή του 2012.