Κυκλοφόρησε την Τετάρτη που μας πέρασε (πολύ δυνατή έκφραση το «μας πέρασε» όταν αναφέρεται στον Χρόνο) ένα τραγούδι που διαρκεί 12΄ και εκφράζει δυνατά, δυναμικά, αποφασιστικά, αυτά που νιώθει και σκέφτεται ο δημιουργός του. Έχει τίτλο «Για να μην τα χρωστάω» και το υπογράφει ο 47-48 ετών σήμερα Μιθριδάτης. Τον γνωρίσαμε από το hip-hop γκρουπ «Ημισκούμπρια», που ξεκίνησε το 1994 και διαλύθηκε το 2016. Είμαι αναγκασμένος να κάνω μια εισαγωγή πριν μπω στην ουσία, γιατί είστε πολλοί εσείς που στεναχωριέστε όταν κάτι ακουμπάει στην πολιτική και το εκλαμβάνετε ως στήριξη ή εχθρότητα προς το ένα ή το άλλο κόμμα. Αναγκαστικά πρέπει να αναφερθώ στον Διονύση Σαββόπουλο, που έχει γράψει τον προηγούμενο αιώνα τον στίχο «δεν είμαι ΠΑΣΟΚΑ, δεν είμαι ούτε Κου-κου-έ, είμαι ό,τι είμαι κι ό,τι τραγουδώ για σε», τους «Κωλλοέλληνες» αλλά και το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Το τελευταίο, που το απαγόρευσε η τότε κυβέρνηση του μεγάλου Καραμανλή με απόφαση του υπουργού Προεδρίας, Αθανάσιου Τσαλδάρη, είναι πια καταγεγραμμένο στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε παρέκκλιση της Τέχνης από το «πολιτικά ορθό». Τότε εργαζόμουν στο «Τρίτο Πρόγραμμα» του Μάνου Χατζιδάκι, όπου το παίζαμε 10 φορές την ημέρα παρά την απαγόρευση – γιατί μας άρεσε πολύ η ουσία του και όχι γιατί «υπερασπιζόμασταν τον δολοφόνο Νίκο Κοεμτζή», στον οποίο αναφερόταν το διάρκειας 20΄ τραγούδι. Είχαμε βέβαια γερές «πλάτες»: Ο Χατζιδάκις, προσωπικός φίλος τού τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, το θεωρούσε αριστούργημα.
Το ολοκαίνουργιο τραγούδι του Μιθριδάτη τα ρίχνει στα γεμάτα. Ξεκινάει απότομα. Λέει για κυβέρνηση με κουταλοπήρουνο και για έναν φλώρο που έχουμε για τύραννο. Το τραγούδι είναι χωρισμένο σε «Acts» (Πράξεις δηλαδή) και τα Act 1 και 2 είναι πολιτικά πολύ αγριεμένα. Ακούγοντάς τα σήμερα συμπεραίνεις, μάλλον λογικά, πως αναφέρονται στη συγκεκριμένη «παρούσα κυβέρνηση». Τα τραγούδια όμως δεν είναι άρθρα επικαιρότητας, είναι διαχρονικά. Αυτά που λέγονται αφορούν την εξουσία και θα «μιλούσαν» έτσι και αν τα είχε γράψει Άγγλος, Γάλλος, Τούρκος, Αμερικάνος ή Κινέζος. Ακούγοντάς το, εγώ τουλάχιστον, δεν βλέπω μπροστά μου μόνο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα, τη Μέρκελ, τον Ερντογάν, τον Βλάντιμιρ Πούτιν – και βάλε. Δεν πάει να πει πως αυτά που ακούω εγώ είναι αυτά που έχει στο μυαλό του και ο δημιουργός του τραγουδιού. Ούτε γι’ αστείο. Όταν όμως ένα τραγούδι αρχίζει το ελεύθερο ταξίδι του, ο κάθε παραλήπτης διαβάζει τη δική του ανάγνωση. Ξέρω. Μοιάζει λίγο σαν εκείνες τις δηλώσεις που υπέγραφαν στα πέτρινα χρόνια οι αντιφρονούντες αυτό που μόλις έγραψα. Δυστυχώς, όμως, είναι απαραίτητο αυτόν τον καιρό που όποιος εκνευρίζεται π.χ. με τη Μενδώνη θεωρείται αυτομάτως Συριζαίος ή κομμουνιστής, ακροδεξιός, ή οπαδός της Φώφης Γεννηματά. Δεν είναι καινούργιο αυτό. Πάντα έτσι ήτανε. Αλλά «ο χρόνος που μετράει σε λίγο δεν θα είναι εδώ», όπως λέει, πάλι, ο Διονύσης Σαββόπουλος. Νομίζω όμως πως το τραγούδι του Μιθριδάτη θα είναι εδώ για πολλές ακόμα δεκαετίες, εξουσίες και κυβερνήσεις. «Εσύ δουλίτσα να ’χεις και όπου γύρει η πλάστιγγα, Εληνάρες μ’ ένα λου, αυτή η μάστιγα».
Στο «Act3» το τραγούδι την πέφτει στα ΜΜΕ. «Σους, σιωπή και σώπαινε, η Τι-βί μιλάει τώρα, είναι το πολίτευμα που έχει πια η χώρα». Μη μου πείτε πως δεν ισχύει για όλον τον πλανήτη, όσο ισχύει και για μας, αυτός ο στίχος. Ρωσία, ΗΠΑ, Κίνα, Τουρκία, Ε.Ε., αυτό που λέγαμε «τι-βι» είναι πια σε όλα τα τηλέφωνα και τις πολλές «μικρές οθόνες μας». Ρωτάμε πού το έμαθες και μας απαντάνε στο διαδίκτυο. Άντε βγάλε άκρη. Και η πανδημία και αυτή παγκόσμια – Act4. «Και να η πανδημία, η μοιραία γνωριμία, όλοι στην υστερία, εν κρανίω τρικυμία». Και το γνωστό «ανοίγω-κλείνω». «Τώρα βγες, μουσαφίρηδες, τουρίζμο. Τώρα φταις, μπουντρούμι και εγκλείζμο». Και προχωράμε στο Act5, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και, πάνω απ’ όλα στο ΕΓΩ και την αποψάρα μας: «Υποκριτική η κριτική και διακοσμητική, αποκρουστική σού μοιάζει η αυτοκριτική. Πιο σωστός κι απ’ όλους τους σωστούς, πιο Χριστός κι απ’ ό,τι ο Ιησούς. Και ίσως πιο ίσος απ’ τους ίσους, γουστάρεις και ποντάρεις στη ρητορική του μίσους». Πόσο τον καταλαβαίνω: Οι μεν φωνάζουν «γίδια» οι δε φωνάζουν «πρόβατα». Και «selfie στην τοποθεσία… Αναισθησία». Όσο για την τέχνη και τον πολιτισμό, «εδώ ο κόσμος χάνεται, το θέατρο να μένει, που στο κάτω κάτω είναι όλοι διεστραμμένοι».
Το τελευταίο δίστιχο του τραγουδιού, το φινάλε του δηλαδή, είναι το αγαπημένο μου: «Γι’ αυτό εγώ δεν είμαι της τέχνης εργαζόμενος, είμαι ο σύζυγός της και ο κρυφός της γκόμενος». Εδώ δίνω ρέστα. Θυμάμαι έναν πολύ ωραίο «καβγά» στον Μουσικό Αύγουστο του Ηρακλείου το 80κάτι. Είχαμε χωριστεί σε δυο ομάδες. Η μία, με επικεφαλής τον Χατζιδάκι, υποστήριζε πως είμαστε εραστές της τέχνης, άρα ερασιτέχνες. Η άλλη πως είμαστε –και πρέπει να είμαστε– «επαγγελματίες» όποια τέχνη και αν εξασκούμε. Καταλαβαίνετε σε ποια ομάδα ήμουν εγώ – σε αυτήν που είμαι ακόμα. Ερασιτέχνης του κερατά. Αυτός που ακούει ένα τραγούδι και ενθουσιάζεται και δεν του φτάνει αυτό, θέλει και να το μοιραστεί οπωσδήποτε, με κίνδυνο να παρεξηγηθεί για άλλη μια φορά. Δεν πειράζει όμως. «Οι μεν φωνάζουν “γίδια”, οι δε φωνάζουν “πρόβατα”». Δεν θα γλιτώσουμε ποτέ από αυτό. Είναι στη φύση μας. Όπως είναι στη φύση μας να αγαπάμε τα τραγούδια που κάτι έχουν να μας πουν.