Το γεγονός πως η Μιανμάρ βρίσκεται σε στρατιωτικό νόμο εδώ και δυο εβδομάδες και η ηγεσία της στρατιωτικής χούντας διοικεί με σιδηρά πυγμή τη χώρα, φαίνεται πως δεν πτοεί το ηθικό του λαού της Βιρμανίας. Από το πρωί της Δευτέρας, διαδηλωτές βρίσκονται καθημερινά στους δρόμους της οργής, αψηφώντας τις απειλές και την καταστολή του στρατιωτικού καθεστώτος.
Στους δρόμους της οργής…
Οι καθημερινές συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας σε όλους τους δρόμους της πρωτεύουσας έχουν μετατρέψει τη Νάι Πι Τάου σε πεδίο μάχης. Αστυνομικοί με βαρύ οπλισμό ρίχνουν στον αέρα, αύρες τις αστυνομίας επιτίθενται στους διαδηλωτές, προληπτικές συλλήψεις ακόμα και δημοσιογράφων «δίνουν και παίρνουν», ενώ την ίδια ώρα διαδηλωτές οργανώνονται και απαντούν δυναμικά στην αστυνομική βία και βαρβαρότητα.
«Δεν ανησυχούμε για τις προειδοποιήσεις τους. Γι’ αυτό βγήκαμε σήμερα. Δεν θέλουμε στρατιωτική δικτατορία», δήλωσε στο Associated Press ένας καθηγητής που συμμετείχε στις κινητοποιήσεις, ενώ τα διεθνή μέσα μεταφέρουν εικόνες των διαδηλωτών να εμφανίζονται ανυποχώρητοι στη μάχη απέναντι στο καθεστώς.
Την ίδια ώρα, η Ουάσιγκτον προχωρά στο «πάγωμα» όλων των περιουσιακών στοιχείων και συναλλαγών των δέκα στρατιωτικών ή απόστρατων που θεωρούνται υπεύθυνοι για το πραξικόπημα, ενώ η Μεγάλη Βρετανία ζητά την επιβολή σκληρών κυρώσεων.
Σήμερα, μάλιστα, αναμένεται να συνέλθει εκτάκτως το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, καθώς ο ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα για τη Μιανμάρ δήλωσε την Παρασκευή ότι υπήρχαν «αυξανόμενες αναφορές, φωτογραφικά στοιχεία» ότι οι δυνάμεις ασφαλείας χρησιμοποίησαν πυρομαχικά εναντίον διαδηλωτών, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου.
Μπροστά σε αυτό το κύμα λαϊκής οργής και αγανάκτησης αλλά και των διεθνών αντιδράσεων, ο αρχηγός της στρατιωτικής χούντας, στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, φαίνεται πως κάνει πίσω βήματα, και πλέον μιλά για κήρυξη ελεύθερων εκλογών και παράδοση της εξουσίας στον νικητή.
Τα πράγματα όμως για αυτήν τη μικρή χώρα της Νοτιο-Ανατολικής Ασίας ποτέ δεν ήταν… και μάλλον ποτέ δεν θα είναι απλά…
Το πρώτο πραξικόπημα στην εποχή του κορωνοϊού
Από το πρωί της προηγούμενης Δευτέρας, φορώντας μάσκες, γάντια και ασπίδες προσώπου, χιλιάδες στρατιώτες ξεχύθηκαν στους δρόμους της Νάι Πι Τάου, συλλαμβάνοντας πολιτικούς, καταλαμβάνοντας τη Βουλή και τα υπουργεία, και θέτοντας τη χώρα σε στρατιωτικό νόμο. Αυτό ήταν το πρώτο πραξικόπημα στην εποχή του κορωνοϊού.
Μέσα σε λίγες ώρες, οι τηλεφωνικές γραμμές κόπηκαν, η πρόσβαση στο διαδίκτυο απαγορεύτηκε και η κρατική τηλεόραση εξέπεμψε «μαύρο». Ο μόνος ήχος που διατάρασσε την εκκωφαντική σιωπή, ήταν το μήνυμα των πραξικοπηματιών που διαβάστηκε από τον σταθμό του στρατού και ανακοίνωνε πως για ένα χρόνο η Μιανμάρ περνάει υπό τον έλεγχό του.
Αυτό το νέο στρατιωτικό πραξικόπημα δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Για τη Μιανμάρ, οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις είναι ένα μικρό διάλειμμά στην κανονικότητα των στρατιωτικών δικτατοριών, που κυβερνούν τη χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο, το πραξικόπημα αυτό δεν θα μείνει στην ιστορία μόνο για το γεγονός πως είναι το πρώτο που λαμβάνει χώρα στην εποχή του κορωνοϊού… αλλά κυρίως διότι αποτελεί την πρώτη μεγάλη πρόκληση της νέας διοίκησης Μπάιντεν.
Το γεγονός μάλιστα πως αυτή η «πρόκληση» εντοπίζεται στην περιοχή της Νοτιο-Ανατολικής Ασίας, λίγα μόλις χιλιόμετρα από τα κινεζικά σύνορα, καθιστά την αμερικανική αποστολή ιδιαίτερα περίπλοκη, και τον τρόπο που θα διαχειριστεί την κρίση έναν προπομπό για το τι μέλλει γενέσθαι στις σινο-αμερικανικές σχέσεις.
Η Δύση βλέπει την Κίνα πίσω από το πραξικόπημα
Το στρατιωτικό πραξικόπημα της Μιανμάρ, όπως είναι φυσικό, έχει προκαλέσει την αντίδραση του ΟΗΕ αλλά και σύσσωμης της Δύσης. Στον αντίποδα, η Κίνα, απέφυγε να καταδικάσει ανοιχτά το πραξικόπημα, καλώντας τις δυο πλευρές να βρουν λύσεις στη βάση του Συντάγματος της χώρας.
Το γεγονός, μάλιστα, πως το πραξικόπημα έλαβε χώρα λίγες μονάχα ημέρες μετά τη συνάντηση του ανώτατου Κινέζου διπλωμάτη, Γουάνγκ Γι, με τον αρχηγό των πραξικοπηματιών, Μιν Ονγκ Χλάινγκ, έχει φουντώσει τις φήμες που θέλουν την Κίνα να έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση του πραξικοπήματος.
Και αν οι πληροφορίες για τη συνάντηση φούντωσαν τις φήμες, το γεγονός πως το Πεκίνο μπλόκαρε το βράδυ της Τρίτης καταδικαστική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά των πραξικοπηματιών, έπεισε πολλούς στη Δύση ότι οι Κινέζοι «στηρίζουν» τους πραξικοπηματίες για να επεκτείνουν τη σφαίρα επιρροής του στη ζωτική περιοχή της Νοτιο-ανατολικής Ασίας.
Είχε λόγο η Κίνα να θέλει την ανατροπή της κυβέρνησης;
Η προσέγγιση όμως αυτή που θέλει την Κίνα να βρίσκεται πίσω από την «εκπαραθύρωση» της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της Μιανμάρ μοιάζει λίγο παράδοξη, δεδομένου ότι το Πεκίνο διατηρούσε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με την κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Κι.
Πριν από έναν χρόνο, ο Κινέζος πρόεδρος ήταν αυτός που ταξίδεψε στη Μιανμάρ, για να γιορτάσει την 70ή επέτειο της αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων των δυο χωρών, υπογράφοντας μάλιστα 33 διακρατικές συμφωνίες που αφορούσαν τον τομέα των κατασκευών, του εμπορίου, και της διαμόρφωσης ειδικών οικονομικών ζωνών.
Το γεγονός δε πως αυτό ήταν το πρώτο ταξίδι Κινέζου προέδρου στη Μιανμάρ από την επίσκεψη του πρώην προέδρου της Κίνας, Τσιανγκ Ζεμίν, το 1997, είχε κάνει πολλούς αναλυτές να μιλήσουν για μια στρατηγικής σημασίας σχέση μεταξύ των δυο χωρών.
Σημειώνεται, επίσης, πως από το 2015, όταν η Δύση επέβαλε κυρώσεις κατά της Μιανμάρ για τις διώξεις των Μουσουλάμων Ροχίνγκια, η μόνη χώρα που στήριξε την κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Κι, ήταν η Κίνα.
Οι σχέσεις του Πεκίνο με τη στρατιωτική ελίτ της Μιανμάρ
Για την Κίνα, η Μιανμάρ δεν ήταν ποτέ ένας εύκολος γείτονας. Η απομόνωση από το διεθνές στερέωμα και οι «business» μονάχα με μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες ήταν η βασική προτεραιότητα της στρατιωτικής και οικονομικής ελίτ της Μιανμάρ.
Στην πραγματικότητα, όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι στρατιωτικές δικτατορίες που κυβερνούσαν τη χώρα της Νοτιο-ανατολικής Ασίας είχαν επιλέξει να μην αναπτύσσουν ισχυρές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις με το Πεκίνο, ώστε να αποφευχθεί η εξάρτηση του καθεστώτος από τις διαθέσεις των Κινέζων.
Για τους εθνικιστές της Μιανμάρ, η Κίνα ανέκαθεν ήταν μια μεγάλη απειλή για την ασφάλεια του καθεστώτος. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του περιοδικού «Diplomat», Σεμπάστιαν Στράντζο, υπήρξε μια έντονη θεσμική καχυποψία από τις στρατιωτικές κυβερνήσεις της Μιανμάρ προς τους Κινέζους ότι στηρίζουν κομμουνιστές επαναστάτες.
Έτσι, όποτε οι Κινέζοι προσέγγιζαν τη Μιανμάρ για στρατιωτική ή οικονομική συνεργασία, έβρισκαν κλειστές πόρτες, ενώ δεν ήταν και λίγες οι φορές που είχαν ακυρωθεί μεγάλα κινεζικά κατασκευαστικά έργα πολλών δισεκατομμυρίων.
Η γεωπολιτική σημασία της Μιανμάρ για την Κίνα
Η Μιανμάρ είναι ιδιαίτερα σημαντικός κρίκος στη γεωπολιτική αλυσίδα της Κίνας. Στην πραγματικότητα, η μικρή αυτή χώρα της Νοτιο-Ανατολικής Ασίας, παρέχει στην Κίνα ένα μοναδικό πλεονέκτημα, που δεν είναι άλλο από την πρόσβαση στον Ινδικό Ωκεανό και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα να επιτηρεί αλλά και να περιορίζει –όταν αυτό χρειάζεται– τις επεκτατικές διαθέσεις της Ινδίας.
Την ίδια ώρα, η Μιανμάρ, προσφέρει στην Κίνα, βασικές θαλάσσιες οδούς, αναγκαίες για την εξαγωγή των κινεζικών προϊόντων στην Μέση Ανατολή και την Ανατολική Αφρική. Την ίδια ώρα, οι υπέργειες διαδρομές που χρησιμοποιούνται διατρέχοντας τη Μιανμάρ μέχρι το Κούνιμνγκ στην επαρχία Γιουνάν της Νότιας Κίνας, επιτρέπουν στο Πεκίνο να περικυκλώσει τη νότια κινεζική θάλασσα και τη στρατηγικά ευάλωτη περιοχή των στενών της Μάλακα, που είναι ευεπίφορη σε ναυτικές εντάσεις με άλλες μεγάλες δυνάμεις συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Κίνα χρειάζεται σταθερότητα
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα: πως η Κίνα δεν χρειαζόταν το στρατιωτικό πραξικόπημα για να ενισχύσει τη θέση της στη Μιανμάρ. Αντιθέτως, το στρατιωτικό πραξικόπημα και η στροφή όλων των δυτικών μέσων στη χώρα της βάζει εμπόδιο στην ολοκλήρωση των σχεδίων της.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η αναπληρωτής καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης, Li Mingjiang, η οποία επεσήμανε πως «η ταραχώδης μετάβαση της χώρας στη δημοκρατία ευνόησε σημαντικά την οικονομική διείσδυση της Κίνας στη χώρα… συνεπώς, το μόνο που δεν θα ήθελε η Κίνα είναι να δει τη Μιανμάρ να αποσταθεροποιείται».
Την άποψη αυτή συμμερίζονται και σημαντικά think-tank της Ουάσιγκτον, με τη συντονίστρια του προγράμματος της Ασίας στο Stimson, τη Γιούν Σούν, να δηλώνει πως «αν το Πεκίνο μπορούσε να επιλέξει, τότε σίγουρα θα ήθελε στην εξουσία τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Κι».
Οι Ιάπωνες ανησυχούν… και καλούν τη Δύση να παρέμβει
Για τους Ιάπωνες, το στρατιωτικό πραξικόπημα της Μιανμάρ θα έχει ως αποτέλεσμα την ένταξη της χώρας στη σφαίρα επιρροής της Κίνας, και άρα την περαιτέρω επέκταση του Πεκίνου στην περιοχή της Νοτιο-ανατολικής Ασίας.
Μιλώντας στο Reuters, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ιαπωνίας, Yasuhide Nakayama, δήλωσε πως «αν δεν προσεγγίσουμε το ζήτημα της Μιανμάρ με τη δέουσα σοβαρότητα, τότε θα σπρώξουμε τη χώρα στα χέρια της Κίνας», για να προσθέσει πως «ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ασφάλεια σε όλη την περιοχή».
Περιμένοντας τον Μπάιντεν να δείξει τον δρόμο
Την έντονη δυσφορία τους για τις εξελίξεις στη Μιανμάρ εξέφρασαν τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και τα Ηνωμένα Έθνη, καταγγέλλοντας τους πραξικοπηματίες και ζητώντας την άμεση αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ωστόσο, η Ευρώπη φαίνεται πως περιμένει την αντίδραση του Τζο Μπάιντεν, για τη λήψη πιο σκληρών και ουσιαστικών μέτρων κατά των πραξικοπηματιών της Μιανμάρ.
«Η Διεθνής Κοινότητα πρέπει με μια φωνή να πιέσει τους πραξικοπηματίες να εγκαταλείψουν άμεσα την εξουσία, να απελευθερώσουν τους ακτιβιστές και τους πολιτικούς που έχουν συλλάβει», ανέφερε ο Τζο Μπάιντεν σε μήνυμά του, ενώ το State Department άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων προς τη Μιανμάρ.
Σύμφωνα με τα αμερικανικά think-tanks, οι εξελίξεις στη Μιανμάρ είναι μια μεγάλη πρόκληση εις βάρος των συμφερόντων της Αμερικής. Συγκεκριμένα, ο Αμερικανός διπλωμάτης, Ντάνιελ Ράσελ, που επί Μπαράκ Ομπάμα ήταν αρμόδιος για την ανατολική Ασία, χαρακτήρισε το νέο πραξικόπημα «βαρύ πλήγμα για τη δημοκρατία στη Μιανμάρ» αλλά «και για τα συμφέροντα των ΗΠΑ», ενώ ο Μάρεϊ Χίμπερτ, ειδικός στη Νοτιο-ανατολική Ασία στο ινστιτούτο μελετών Center for Strategic and International Studies της Ουάσινγκτον, χαρακτήρισε «πρόκληση» για τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν το πραξικόπημα.
Μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν στη Μιανμάρ;
Η άμεση και ουσιαστική εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μιανμάρ δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Μια πιθανή επιβολή σκληρών οικονομικών κυρώσεων εις βάρος του στρατιωτικού καθεστώτος θα σηματοδοτούσε την πλήρη στροφή της χώρας προς την Κίνα, αλλά και την πλήρη εξάρτηση του καθεστώτος από την κινεζική οικονομία. Με άλλα λόγια, μια δυναμική παρέμβαση ενέχει τον κίνδυνο της πλήρους απώλειας της Μιανμάρ και της ενίσχυσης της θέσης της Κίνας στην περιοχή. Στον αντίποδα, αν το επιτελείο του Τζο Μπάιντεν δεν αναλάβει άμεσα διεθνείς πρωτοβουλίες, και δεν επιδιώξει την άμεση επιστροφή της εκλεγμένης κυβέρνησης και την απόσυρση των στρατιωτικών, τότε θα έχει δεχθεί ένα μεγάλο πλήγμα στην εικόνα του, με το «καλημέρα».