Όταν ένα πρόσωπο βρίσκεται πολύ ψηλά στην ιεραρχία της κοινωνίας είναι λογικό, όταν γκρεμίζεται με πάταγο, ο “κοινωνικός θόρυβος”, να είναι εκκωφαντικός. Το διαδίκτυο και το twitter βούιξαν από αναρτήσεις και αρνητικά σχόλια. Το ζήτημα της τυχόν πολιτικής ευθύνης της υπουργού Πολιτισμού συζητήθηκε εκτενώς στη Βουλή, ενώ ο απόηχός του, παρά την προφυλάκιση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, συνεχίζεται κι έχει στιγματίσει την ελληνική κοινωνία.
Ο κώδικάς μας, η σκέψη μας, ο τρόπος που μεγαλώσαμε, εκφράζεται ηθελημένα ή αθέλητα μέσα από το βασικό μας εργαλείο: τη γλώσσα, η οποία όλες αυτές τις μέρες «τσακίζει κόκαλα». Όμως, ορισμένα τιτιβίσματα του twitter αποκαλύπτουν, όχι μόνο τη δυσανεξία μας σε όσα συμβαίνουν, όπως θα ήταν το φυσιολογικό αλλά και την αδυναμία μας ν΄ αντιπαρατεθούμε με βάση την ουσία δηλαδή με στοιχεία κι όχι με κραυγές ή με λογικές κλειδαρότρυπας.
Επομένως, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη δεν «ενοχοποιείται», για τη στέκα της, η οποία, ενδεχομένως να στερείται αισθητικής. Το πρόβλημά μας δεν είναι καν, αν φορά ένα λοφίο στο κεφάλι της αλλά γιατί δεν είχε την παραμικρή ευθιξία να παραιτηθεί, για όσα έκανε ή για τις παραλείψεις της. Αντίστοιχα, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την ευθύνη, γιατί παρά τα όσα συνέβησαν, την κρατά ακόμη αλλά και για την κάλυψη, που της παρείχε στη Βουλή.
Κριτικάροντας τη στέκα της αποδυναμώνουμε την κριτική μας απέναντι στις παλινωδίες ή τα λάθη της, όταν πλημμύρισε η Ακρόπολη, κάηκε ο περιβάλλων χώρος στις Μυκήνες κ.ά. κι αποκαλύπτουμε τον υφέρποντα ρατσισμό μας, ο οποίος αποκαλύπτεται δια της γλωσσικής οδού, δηλαδή:
1ον.Τον τρόπο εκπαίδευσής μας, μέσα από την οικογένεια, το σχολείο, τις παρέες, τα ΜΜΕ κ.ά.
2ον Τον ενδόμυχο φόβο για το «διαφορετικό», επειδή δεν το ξέρουμε ή επειδή είχαμε προγενέστερα μία ή περισσότερες άσχημες εμπειρίες εμείς ή κάποιος δικός μας άνθρωπος.
3ον. Τη δυναμική του πράγματος, ό,τι κολλώντας «ταμπέλες» σε άλλους, εμείς φαινόμαστε καλύτεροι και δυνατότεροι, ενισχύοντας στρεβλά την αυτοπεποίθησή μας σε μία άυλη ζυγαριά.
Υφέρπων ρατσισμός στην υπόθεση Μενδώνη
Τα πικρόχολα, ειρωνικά ή ακόμη κι απαράδεκτα σχόλια αποτυπώνουν βεβαίως ένα πραγματικό γεγονός: Την απέχθεια της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε βαρύτατα αδικήματα, όπως είναι ο βιασμός ανηλίκων. Και διατυπώνει το ερώτημα, ποιος φταίει που ένας άνθρωπος, που φέρεται να τελούσε τέτοια απεχθή αδικήματα σχεδόν 30 χρόνια, όχι απλά ήταν στο απυρόβλητο αλλά έφτασε στην κορυφή της θεατρικής πυραμίδας. Το λεκτικό μας χυδαιολόγιο, εμμέσως, όμως, υποδηλώνει και την αμηχανία της ελληνικής κοινωνίας ν’ απαντήσει γιατί τόσον καιρό δεν προστάτεψε η πολιτική ηγεσία τα παιδιά της κρύβοντας – αν ισχύουν οι καταγγελίες -φίδια στον κόρφο της.
Οι καταγγελίες, που έχουν φτάσει στα γραφεία του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, για διάφορα ζητήματα στο δίπτυχο «σεξ – εργασία» είναι εκατοντάδες. Απλά τα λαμπερά πλάσματα είχαν το θάρρος να ξεσκεπάσουν την κουρτίνα της υποκρισίας και τη θεσμική αδυναμία να θωρακίσουμε τους χώρους εργασίας από φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης ή ακόμη και βιασμών. Δυστυχώς, αντί για ένα θεσμικό σύστημα προσλήψεων, το άτυπο σύστημα εργασιακών γνωριμιών ζει και βασιλεύει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα και στον ιδιωτικό τομέα κι ενίοτε δημιουργεί εργασιακές σχέσεις τύπου «Κλωτσοσκούφι» μέχρι σήμερα.
Ο θυμός μίας ολόκληρης κοινωνίας
Τα πικρόχολα σχόλια επομένως αποκαλύπτουν μια οργισμένη ελληνική κοινωνία, που αναρωτιέται, αν άφησε τον ανθό της βορά στις ανώμαλες ορέξεις, σεξουαλικά διεστραμμένων κι ακόρεστα πεινασμένων ανθρώπων. Ο βιασμός ανηλίκων στις ώριμες δυτικές κοινωνίες, αν –όχι νομικά αλλά ηθικά – είναι το απεχθέστερο των αδικημάτων. Κι αν ισχύουν όσα οδυνηρά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, τα ανήλικα, Ελληνόπουλα και προσφυγόπουλα, έπεσαν στα νύχια λεόντων κι ένα θεσμικό σύστημα άτυπο ή τυπικό δεν λειτούργησε: Που ήταν οι γονείς, οι παππούδες, το σχολείο, οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι νομικές υπηρεσίες του κράτους, οι δομές των προσφύγων; Τα μίντια, η δικαιοσύνη, το πολιτικό σύστημα έμπασαν νερά;
Ποιος φταίει για τα παιδιά;
Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι μόνο ο Λιγνάδης, η Μενδώνη ή ο 62άχρονος, που φέρεται, πως ασελγούσε, πάνω σε παιδί με ειδικές ανάγκες. Είναι γενικότερο ζήτημα λειτουργίας των θεσμών, που αντί να εγγράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας και άδειες ασκήσεως επαγγέλματος θυματοποιούν ανθρώπους. Αντί να προστατεύουν τα παιδιά τα αφήνουν έρμαια του κάθε αδίστακτου χωρίς ουσιαστικό δίκτυ πολιτειακής προστασίας. Και πάνω απ΄όλα η σάπια νοοτροπία ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, πως κάτω από το τραπέζι, όλα πωλούνται ή αγοράζονται, ακόμη και τα κορμιά ανηλίκων. Σεξουαλική δουλεία δηλαδή με «Γιουσουφάκια» και «Μπραϊμάκια», με δέλεαρ υποσχετικές επιταγές. Αντί για καραμελίτσες, καριέρα σε μικρές, μεγάλες οθόνες ή το θεατρικό σανίδι.
Την ίδια στιγμή ανοίγει ξανά ο διάλογος για το αν τα ΜΜΕ τηρούν τους κανόνες δεοντολογίας αλλά κι αν ελέγχουν, όπως πρέπει δομές και πρόσωπα εξουσίας. Εν προκειμένω, αν πρωταγωνιστούν στον αγώνα κατά της σεξουαλικής δουλείας, σεβόμενα τα πλάσματα, που βρήκαν το θάρρος να κάνουν καταγγελίες κι αν ταυτόχρονα σέβονται το τεκμήριο της αθωότητας προτού οι ύποπτοι δικαστούν κανονικά.
Ο ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης
Είθισται ύποπτοι για βιασμό ανηλίκων να μη βρίσκουν εύκολα δικηγόρο. Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός έλυσε τα θέματα εδώ κι αιώνες. Είναι δικαίωμα κι υποχρέωση κάθε δικηγόρου να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο, που αναλαμβάνει. Επομένως, όποιος αποκαλεί τον Αλέξη Κούγια «κοντό» δεν αδειάζει τον δικηγόρο του Δημήτρη Λιγνάδη. Ίσα – ίσα χρησιμοποιεί τα ίδια στερεοτυπικά επιχειρήματα, που χρησιμοποιεί ο δικηγόρος του, μιλώντας για «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους». Αν απειλεί κάποιος τα παιδιά του Αλέξη Κούγια δεν αντιλαμβάνεται ότι λειτουργεί στην ίδια πλευρά με τον γνωστό δικηγόρο, που κατηγορεί.
Αντίστοιχα, είναι γελοίο να μας ενδιαφέρει, αν ο Σπύρος Μπιμπίλας είναι κοντός, ψηλός, γαλανομάτης ή τέλειος ηθοποιός. Ενδιαφέρει, αν ως πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών επιτελεί σωστά τον θεσμικό του ρόλο. Δεν πάμε σε καλλιστεία ούτε προσλαμβάνουμε παίκτες μπάσκετ κι αναρωτιόμαστε, αν θα κερδίσει το ριμπάουντ.
Εν κατακλείδι, η πραγματική αποδόμηση του κατηγορητηρίου Λιγνάδη δεν γίνεται στις οθόνες, στις ιστοσελίδες, στο γραφείο του Αλ. Κούγια ή στα γραφεία του ΣΕΗ αλλά στα δικαστήρια. Η πολιτεία υποχρεούται να συγκεντρώσει τα στοιχεία με τον ορθό τρόπο, να συλλέξει γρήγορα τα στοιχεία, να ρίξει φως, να μην καθυστερήσει, όπως επισημάνθηκε και στη Βουλή. Σημασία έχουν οι καταγγελίες, οι καταθέσεις, τα πειστήρια, τα στοιχεία, τα επιχειρήματα, οι μαρτυρίες.
Αποδόμηση και λογική
Ο άλλοτε κραταιός άνδρας του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρης Λιγνάδης προφυλακίστηκε με βαρύ κατηγορητήριο. Δεν έχει κριθεί, όμως, η τύχη του στη δικαιοσύνη, η οποία είναι η καθ΄ ύλην αρμόδια. Η προφυλάκιση προοιωνίζει, πως στοιχεία υπάρχουν. Το πώς θ΄ αξιοποιηθούν ή αν θ’ αποδομηθούν στη δίκη από τον συνήγορό του είναι άλλο ζήτημα. Η αποδόμηση, όμως, των μαρτύρων, δια της προσβολής τους, είναι άλλο πράγμα. Δυστυχώς, δεν είναι ο μοναδικός, ο Αλέξης Κούγιας, που εφαρμόζει την εν λόγω στρατηγική, που είναι ηθικά καταδικαστέα και θα έπρεπε να συνοδεύεται, όχι μόνο από πειθαρχικές ποινές αλλά κι από βαρύτατα πρόστιμα ή κι αναστολή της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος.
Όπου υπάρχουν βιαστές ανηλίκων προσβάλλουν την αξιοπρέπεια, δημιουργούν σύγχυση στο φύλο, γεννούν αδυναμίες σύναψης ουσιαστικών σχέσεων, φόβο στα θύματα, αδυναμία στον ύπνο, έλλειψη σταθερότητας, κατάθλιψη, αγωνία, αυτοκτονικές τάσεις. Τα ανήλικα θύματα από βιασμούς έχουν αυξημένες πιθανότητες για εμπλοκή σε ναρκωτικά, βία, διαταραχές φύλου, εγκληματικές πράξεις, επανειλημμένα καταθλιπτικά επεισόδια. Είναι αξεπέραστο γεγονός για μία ζωή και θα έπρεπε οι καταδικασθέντες να πληρώνουν παχυλές αποζημιώσεις στα θύματα.
Τα λαϊκά δικαστήρια και τα πραγματικά
Ένα παλαιό σύνθημα των αναρχικών έλεγε πως «η δικαιοσύνη δαγκώνει τον ξυπόλυτο». Είναι σαφές, πως στο δικαστήριο δεν θα δικάσουν ηθοποιοί ή δικηγόροι ούτε δημοσιογράφοι ή πολιτικοί. Στα δικαστήρια δικάζουν δικαστές. Κι όποιος έχει χρήματα ή δόξα σαφέστατα έχει δυνατότητες για έναν καλύτερο δικηγόρο, ειδικά όταν κρέμεται η ζωή του από μία κλωστή. Η εμμονή της ελληνικής κοινωνίας να ρίξει τον Αλέξη Κούγια στην πυρά, όμως, υποκρύπτει ταυτόχρονα κάτι πιο βαθύ:
Την αποστασιοποίηση ή ακόμη και τη μειωμένη εμπιστοσύνη ως κοινωνία στον θεσμό της Δικαιοσύνης. Τα αρνητικά σχόλια στο διαδίκτυο είναι ένα σοβαρό και θλιβερό γεγονός, που θα έπρεπε να έχουν προβληματίσει τους λειτουργούς της δικαιοσύνης, για το πώς βλέπουν τον ρόλο τους οι Έλληνες πολίτες, παρά τις όποιες, σημαντικές ευθύνες του πολιτικού συστήματος πάνω σε θέματα δικαιοσύνης.
Το κίνημα Metoo
Το κίνημα “Metoo” πέραν των τυχόν υπερβολών, στην Ελλάδα έχει δημιουργήσει τσουνάμι εξελίξεων. Στόχος είναι να σταθούμε δίπλα στα θύματα με αλληλεγγύη κι ανθρωπιά. Ταυτόχρονα έχει λύσει και τα χέρια και του πολιτικού και του νομικού συστήματος, ώστε να χωριστεί η ήρα από το στάρι. Την ίδια στιγμή αποκαλύπτει με τραγικό τρόπο την υποκρισία πολλών ΜΜΕ, που προχωρούν σε εμετικά πρωτοσέλιδα στην περίπτωση Κουφοντίνα, ο οποίος ζητά ν΄ αλλάξει κελί αλλά ουδόλως ασχολούνται, όταν παίρνει άδειες ή αποφυλακίζεται ένας βιαστής ανηλίκων.
Η θανατική ποινή έχει πια καταργηθεί. Μια δημοκρατική κοινωνία, όσο κι αν δηλώνει απέχθεια, δεν θα πρέπει να ενδιαφέρεται, «αν θα καλοπεράσει κάποιος ύποπτος για βιασμούς ανηλίκων στη φυλακή». Απεναντίας θα έπρεπε να νοιάζεται, αν αποδείχθηκε ο βιασμός ή αν ένας καταδικασμένος βιαστής σωφρονίζεται ή έχει τα ίδια δικαιώματα με κάθε κρατούμενο. Αν πίσω του υπάρχει κύκλωμα βιαστών, που θα πρέπει να ξηλωθεί ή αν θα τύχει κρατικής μέριμνας ώστε όταν επιστρέψει στην κοινωνία να γίνει ξανά ένας πολίτης, χωρίς τέτοια πάθη.
Το σύγχρονο σχολείο και τα θύματα
Πρώτιστο μέλημα, όμως, θα πρέπει να είναι, πως θα θωρακίσουμε τα παιδιά μας απέναντι σε τέτοιες εγκληματικές συμπεριφορές. Πως θα τα κάνουμε να συμφιλιωθούν με το σώμα τους και να μην ανέχονται από κανέναν να βιάζει το σώμα ή να ευνουχίζει την ψυχή τους. Κάλλιο του θεραπεύειν, το προλαμβάνειν, κατά τη ρήση του Ιπποκράτη.
Αντί να ενισχυθεί από το δημοτικό το μάθημα της Κοινωνιολογίας της οικογένειας, η κ. Κεραμέως κατάργησε και την Κοινωνιολογία καθεαυτή. Ακόμη να μπει το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία. Υστερόβουλος καίτοι ανομολόγητος στόχος η δημιουργία ενός αυταρχικού, αναχρονιστικού σχολείου, με μαθητές, παθητικούς δέκτες, αντί για πλάσματα, δυναμικά` ακέραιες προσωπικότητες, απέναντι σε κάθε άρρωστο μυαλό.
Επί ημερών Κεραμέως ενδυναμώθηκε το φοβικό σχολείο. Αυτό, στο οποίο όλοι πρέπει να κατεβάζουν κεφάλια, απέναντι στην αυθεντία, την ώρα, που συμπτωματικά πληθαίνουν οι καταγγελίες για το Αρσάκειο. Η κυρία Κεραμέως με τις επιλογές της έριξε θεσμική ταφόπλακα στον εκσυγχρονισμό του δημόσιου σχολείου, που είχε κι έχει απόλυτη ανάγκη η ελληνική κοινωνία, για να προχωρήσει προς τα μπρος, αφήνοντας πίσω της ολέθρια στίγματα του παρελθόντος.
Αντί για ένα ψηφιακό, οραματικό σχολείο` αντί για ένα Πανεπιστήμιο, που θα φτιάχνει, υπεύθυνους, ώριμους, δημιουργικούς πολίτες κι εξαιρετικούς επιστήμονες, επιχείρησε να οριοθετήσει ΑΕΙ για βουβά, δειλά κι άβουλα ανθρωπάκια, επαναφέροντας τις πιο μαύρες και σκοτεινές σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Με όσα συνέβησαν και στη Θεσσαλονίκη φέρει, δε, βαρύτατες ευθύνες για το ανοσιούργημα.
Ο επόμενος υπουργός Παιδείας, ας ελπίσουμε, πως θα διεκδικήσει ένα σχολείο, σύγχρονο, δημοκρατικό, θεσμικό, ώστε παιδιά, γονείς, εκπαιδευτικοί θα βρίσκουν το δίκιό τους. Ένα σχολείο, που θα προάγει την αριστεία στην πράξη, κι όχι στις υπερτιμημένες κι ανεξέλεγκτες ιεραρχίες. Αυτές, που, όπως καταγγέλλεται, δεν ήξεραν, δεν άκουγαν ή ενδεχομένως, ακόμη και να συγκάλυπταν, χωρίς ντροπή αδικήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας εις βάρος αδυνάμων, που δεν είχαν διδαχτεί πουθενά, πως απλά έχουν δικαίωμα στο «Όχι».