Η «μεταρρυθμιστική κυβέρνηση» της Νέας Δημοκρατίας –όπως η ίδια αυτάρεσκα αποκαλείται–, στην αυγή τού 2021 και εν μέσω ισχυρής κρίσης λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, θεσμοθέτησε άλλη μια ψευδεπίγραφη μεταρρύθμιση. Αυτήν τη φορά, ένα νομοσχέδιο με ιδιαίτερη πολιτική σημασία για τις σκοπιμότητες που υπηρετεί και, κυρίως, για τα μηνύματα που εκπέμπει στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα στη νέα γενιά σε σχέση με τον τρόπο πρόσληψης στο Δημόσιο. Διότι ιδιαίτερα την εποχή που διανύουμε –μια μεταβατική εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια, αστάθεια και αβεβαιότητα– θέματα που σχετίζονται με τη διαφάνεια και την αξιοκρατία στελέχωσης με ανθρώπινο δυναμικό στη Δημόσια Διοίκηση και τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, απασχολούν δικαίως την κοινή γνώμη και διαμορφώνουν τις κοινωνικές αντιλήψεις και πρακτικές για τις σχέσεις του κράτους και του πολιτικού συστήματος με τους πολίτες.
Την παραδοσιακή παθογένεια του γνωστού ως spoilsystem των διορισμών στο Δημόσιο –όπως κληρονομήθηκε από την εποχή των Βούλγαρη - Δηλιγιάννη και ακολούθησαν όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις–ανέτρεψε η πρωτοπόρα μεταρρύθμιση του νόμου 2190/1994, του γνωστού ως Νόμου Πεπονή, που η Νέα Δημοκρατία είχε καταψηφίσει, αποχωρώντας και καταγγέλλοντάς τον από την Ολομέλεια.
Το ΑΣΕΠ έχει σφραγίδα ΠΑΣΟΚ. Θεσμοθετήθηκε στη δική μας κυβερνητική περίοδο –την τόσο καθυβρισμένη από δεξιούς και αυτοαποκαλούμενους αριστερούς– με στόχο το αξιοκρατικό, διάφανο και αντικειμενικό σύστημα προσλήψεων στο Δημόσιο. Η διεύρυνση και η επέκταση του νόμου αυτού σε ολόκληρο τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα είναι επίσης έργο ΠΑΣΟΚ, θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 2527/1997 από τον Αλέκο Παπαδόπουλο, και η Νέα Δημοκρατία –ασκώντας τη γνωστή της… υπεύθυνη πολιτική– τον καταψήφισε.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η νεοκαραμανλική διακυβέρνηση εκφύλισε τη ριζοσπαστική προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ, εισάγοντας, με πρωτοβουλία τού τότε αρμόδιου υπουργού και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, την αμαρτωλή προφορική συνέντευξη, την οποία αμέσως κατήργησε το ΠΑΣΟΚ με τον νόμο 3812/2009. Ύστερα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπονόμευσε τον νόμο Πεπονή, στέλνοντάς τον στα τάρταρα, όταν το 2016 οι προσλήψεις μετακλητών και συμβασιούχων έσπασαν κάθε ρεκόρ και ανήλθαν σε 17.500. Την ίδια περίοδο η ίδια συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης έκοβε το ΕΚΑΣ από 400.000 χαμηλοσυνταξιούχους!
Σε κάθε περίπτωση, σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τη θεσμοθέτησή του, το ΑΣΕΠ απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του Ελληνικού Λαού και, παρά τα επιμέρους προβλήματα που οδηγούν σε σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των διαδικασιών, αποτελεί μία κατάκτηση που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ευθέως και επισήμως από καμιά εξουσιαστική ή κομματική αντίληψη και πρακτική.
Και ήρθε πρόσφατα η Κυβέρνηση των «αρίστων» να αποδείξει στην πράξη ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κυβέρνηση των αρεστών. Δυστυχώς, η λογική του κράτους-λάφυρου, την οποία η παράταξή μας έκανε προσπάθεια να αλλάξει με μεγάλες θεσμικές αλλαγές, μετά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, συνεχίζεται και με την παρούσα κυβέρνηση της δήθεν καλής νομοθέτησης και του «επιτελικού κράτους» με μετακλητούς, με κατ’ εξαίρεση προσλήψεις, με κατ’ ανάθεση προϊσταμένους.
Και όλα αυτά –με την αμέριστη επικοινωνιακή στήριξη πρόθυμων γραφίδων– «βαφτίζονται» ως μεταρρυθμίσεις. Όπως συμβαίνει και με τις κυοφορούμενες συντηρητικές ανατροπές στα εργασιακά, το ασφαλιστικό και τον συνδικαλιστικό νόμο, που έχει προαναγγείλει προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης, και οι οποίες μας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μια εργασιακή ζούγκλα και ένα ζοφερό μέλλον για τους εργαζόμενους. Και βεβαίως, αδιαφορώντας πλήρως για τη λήψη ουσιαστικών πρωτοβουλιών για την αντιστροφή μιας από τις μεγαλύτερες και ακόμη ανοιχτές πληγές της Ελλάδας, του φαινομένου του brain drain.
Το Κίνημα Αλλαγής, ως ο πολιτικός φορέας της σοσιαλδημοκρατίας, των προοδευτικών αλλαγών που δίνουν όραμα και πνοή, εξελίσσει τις μεταρρυθμιστικές τομές που τόλμησε το ΠΑΣΟΚ, κόντρα σε όλους.
Το Κίνημα Αλλαγής θα πρωτοστατήσει και στη νέα φάση της μετεξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας στη μετά-κορωνοϊό εποχή, στήνοντας ανάχωμα στην οπισθοδρόμηση και στον παλαιοκομματισμό και σε ό,τι πληγώνει τους πολίτες.
Το Κίνημα Αλλαγής θα προτείνει όλες εκείνες τις προοδευτικές αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος, ώστε η κοινωνία και η οικονομία να αποκτήσουν πραγματικό όραμα, ελπίδα και προοπτική, που θα τις αισθάνονται οι πολίτες και δεν θα τις «παπαγαλίζουν» οι επικοινωνιακοί δίαυλοι της κυβέρνησης.