Είναι μερικοί άνθρωποι που το ψυχικό τους αποτύπωμα πάνω σου είναι σαν πνευματικό τατουάζ. Έχω καταλήξει στο (ιδιωτικό) συμπέρασμα πως πρόκειται για το φορτίο αγάπης που σου αφήνουν. Η αγάπη δεν είναι ύλη, δεν επιστρέφει στο χώμα όπως το σώμα. Δεν χάνεται. Είναι ενέργεια. Ψυχοσάββατο σήμερα που γράφω, είναι η επέτειος του θανάτου της Μελίνας Μερκούρη: 6 Μαρτίου 1994.
Τα χρόνια που ζούσα τη «φοιτητική μου ζωή» στο Παρίσι (χούντα ακόμα), η Μελίνα έμενε στη Rue de Seine, στο Saint-Germain-des-Prés – αλλά ταξίδευε πολύ, για δουλειά. Είχε λείψει για μήνες για το ανέβασμα στο Broadway της «Λυσιστράτης» σε μιούζικαλ, με σκηνοθέτη τον Μιχάλη Κακογιάννη. Δεν την ήξερα αλλά τη θαύμαζα τρελά. Εκείνα τα χρόνια, ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα, έκανε και μια καριέρα τραγουδίστριας στη Γαλλία που είχε πολύ πετύχει. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Σταύρος Ξαρχάκος και διάσημοι Γάλλοι συνθέτες και στιχουργοί τής έγραφαν τα τραγούδια, ενώ διασκεύαζαν και γνωστά Ελληνικά (π.χ. το «Δελφίνι-Δελφινάκι» που έγινε Melina-Melinaki και τσάκισε τα γαλλικά charts της εποχής). Ποιας εποχής; Μιλάμε τώρα 1971-72 μέχρι ’74 που γύρισε και η Μελίνα στην Ελλάδα τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης.
Στο Παρίσι δεν την ήξερα, τη θαύμαζα από μακριά. Όχι όμως από πολύ μακριά, γιατί η παιδική μου φίλη Μανουέλα Παυλίδου το είχε βάλει αμέτι-μουχαμέτι να τη γνωρίσει – και όταν είσαι 17 και θέλεις κάτι πολύ, ξέρουμε όλοι τι συμβαίνει: Συμβαίνει. Η παιδική μου φίλη λοιπόν «έπιασε δουλειά» και ήταν συνέχεια μαζί της, δουλειές, ραντεβού, γυρίσματα, στούντιο ηχογραφήσεων, πρόβες, ταξίδια. Και όταν γύρισε πια η Μελίνα στην Αθήνα το ’74 κι έπαιξε την Τζέννυ στην «Όπερα της Πεντάρας» στο θέατρο Κάππα με Mack the knife τον Νίκο Κούρκουλο, με πήρε η Μανουέλα απ’ το χέρι και στρογγυλοκάτσαμε στην πρώτη σειρά. Τότε την είδα ζωντανή πρώτη φορά, πάνω στο σανίδι. Είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο Παρίσι-Αθήνα ή Παρίσι-Παρίσι, δεν την είχα δει όμως ποτέ με τα μάτια μου. Και όταν βγήκε στη σκηνή τού «Κάππα» πλάτη στο κοινό με ένα πορτοκαλοκίτρινο πλαστικό αδιάβροχο και άρχισε να τραγουδάει, σηκώθηκε όλο το θέατρο όρθιο κι έγινε του χαμού. Αλλά του χαμού! Πάνω από πέντε λεπτά πραγματικού χρόνου πρέπει να πέρασαν μέχρι να ξανακάτσουμε όλοι στις θέσεις μας και να συνεχιστεί το τραγούδι και η παράσταση.
Μετά πήγαμε σπίτι της και μετά ήταν σαν να την ήξερα από πάντα. Είναι αυτό το περίσσευμα αγάπης που έχουν κάποιοι σπάνιοι άνθρωποι που σε αποφορτίζουν εντελώς από κάθε ανάγκη «κοινωνικού φέρεσθαι» και σε διακτινίζουν αυτόματα στην οικειότητα, τις αγκαλιές και τα γέλια, τις εξομολογήσεις και την αίσθηση πως τους ξέρεις από τότε που γεννήθηκες. Χάρη στη Μανουέλα έγινα «φίλος του σπιτιού» και η Μελίνα μού άνοιξε την αγκαλιά της διάπλατα. Ένα-δυο χρόνια αργότερα, μου γνώρισε τον Μάνο Χατζιδάκι και έτσι βρέθηκα να κάνω εκπομπές στο Τρίτο Πρόγραμμα και να συνεργάζομαι μαζί του και σαν στιχουργός.
Στις εκλογές του ’81 προσπαθούσε να με πείσει να ψηφίσω ΠΑΣΟΚ αλλά εγώ ήμουν ανένδοτος – με τα γκάζια του Άρη του 28άρη. Έγινε υπουργός και εγώ ψήφιζα Ν.Δ., και είχα για κόκκινο πανί τον Κώστα Λαλιώτη που εκείνη τον αγαπούσε πάρα πολύ. Με άφηνε να λέω και προσπαθούσε να μου εξηγήσει κάποια πράγματα για κάποιους ανθρώπους – εις μάτην όμως γιατί τότε το ΕΓΩ μου δεν παιζότανε. Είχα καβαλήσει ένα τρύπιο καλάμι και νόμιζα πως τα ήξερα όλα (για τα πολιτικά μιλάμε βέβαια) καλύτερα απ’ όλους τους συνανθρώπους στην Ελλάδα (και τον πλανήτη ίσως). Δεν εκνευριζότανε. Μόνο μια φορά ύψωσε τη φωνή της και βάρεσε το χέρι στο τραπέζι της τραπεζαρίας της, ενώ τρώγαμε ένα υπέροχο ψάρι που είχε φτιάξει η Αγγελική. Είχα πιει ο θρασύτατος και είχα βγάλει βατράχια απ’ το στόμα μου. «Άκου να σου πω», έμπηξε τη φωνή. «Εγώ μπορεί να μη ζω, αλλά μια μέρα θα καταλάβεις ότι ο Κώστας ο Λαλιώτης είναι ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ!» Και είχε δίκιο βέβαια. Αρχές της 2ης δεκαετίας του 21ου αιώνα το κατάλαβα. Και του ζήτησα αναδρομικά συγγνώμη για όλα. Τώρα ξέρω. Τον εκτιμώ και τον αγαπώ πολύ.
Υπουργός Πολιτισμού από το ’81 έως το ’89 και από το ’93 έως τον θάνατό της, έγινε σύμβολο με πολλούς τρόπους και πρέσβειρα της Ελλάδας σε πολύ υψηλό επίπεδο. Από τον Μιτεράν μέχρι την Ιντίρα Γκάντι και από τον Καζαντζάκη μέχρι τη Μαργκερίτ Ντυράς, το φάσμα αποδοχής και εκτίμησης που απολάμβανε διεθνώς ήταν πρωτοφανές. Και δεν άλλαζε, ήταν πάντα η Μελίνα. Είτε περιόδευε τη Β΄ Εκλογική περιφέρεια Πειραιά σαν υποψήφια «του Αντρέα», είτε συνομιλούσε με την Γκάρμπο στα κότερα του Ωνάση ή του Νιάρχου, ήταν πάντα η ίδια Μελίνα: Ένα πλάσμα μεγαλύτερο της πραγματικότητας αλλα και απολύτως πραγματικό.
Η Μπλανς Ντυμπουά, η ηρωΐδα του Τένεσυ Ουΐλιαμς στο «Λεωφορείο ο Πόθος», ρόλος πολύ δικός της από το 1949 που τον πρωτόπαιξε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, έχει μια πολύ «κλασική», πια, ατάκα: «Εγώ δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία». Δεν είναι τυχαίο πως κάποια στιγμή η Μελίνα την ανέτρεψε αυτήν την ατάκα – και ας είχε αρχίσει ο καρκίνος την επίθεσή του. «Εγώ δεν θέλω μαγεία», δήλωσε. «Θέλω ρεαλισμό». Και στην τελευταία συνέντευξη που μου έδωσε για το περιοδικό «ΕΝΑ» βάλαμε τίτλο στο εξώφυλλο με την ασπρόμαυρη φωτογραφία της μια πολύ ισχυρή φράση από εκείνη τη συνέντευξη: «Κοιτάξτε τον καρκίνο στα μάτια». Ούτε τη λέξη δεν θέλαμε οι Έλληνες να λέμε τότε. Και ακούστηκε πρωτοφανής και γενναία αυτή η παρότρυνση προς τους δεκάδες χιλιάδες καρκινοπαθείς της εποχής.
Ήθελε, και το έλεγε συχνά, «να τη θυμόμαστε και να την αγαπάμε». Πώς αλλιώς, Μελίνα μας; Μπορούμε να σε ξεχάσουμε; Η Μανουέλα Παυλίδου μέσω του «Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη» εργάζεται αποφασιστικά: Βραβείο καλύτερης ερμηνείας «Μελίνα Μερκούρη», διεθνείς συνεργασίες, εκδηλώσεις, παραστάσεις, συναυλίες, συνέδρια, εκθέσεις – και πάνω απ’ όλα ίσως η μεγαλύτερή σου απαίτηση από τον «ρεαλισμό», ο κύριος στόχος. Να έρθουν τα κλεμμένα από τον Έλγιν μάρμαρα πίσω στην Αθήνα, στο υπερσύγχρονο Μουσείο που εσύ η ίδια είχες αναγγείλει ότι θα χτιστεί για να μην έχουν πια καμμία δικαιολογία οι Άγγλοι.
Όλοι εμείς που σε λατρέψαμε έχουμε, βλέπεις, άμεσο συμφέρον να έρθουν πίσω τα μάρμαρα για να ξανάρθεις κι εσύ. «Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα στην Αθήνα πριν πεθάνω», είχες δηλώσει. «Αν όμως έρθουν αργότερα, θα ξαναγεννηθώ!»