ΛΕΥΚΑΔΑ: ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ
Η Λευκάδα είναι ιδανική για διακοπές με τις υπέροχες παραλίες της και περιήγηση στα αξιόλογα μουσεία της
Τα ιδιαίτερα έθιμα χαρακτηρίζουν τους τόπους αλλά και τις εποχές. Το σήμερα και το χθες. Μεγάλη εβδομάδα πια, μπαίνοντας στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, πάνω στο παγκάρι της, ένα ξεχωριστό κουτί στήθηκε σαν κουμπαράς «αδιακρίτως διακριτός» με την ετικέτα: «Για τα λουλούδια του επιταφίου».
Την Πέμπτη, μετά τα Δώδεκα Ευαγγέλια, οι κοπέλες του Μούδρου θα ξενυχτήσουν στολίζοντας τον επιτάφιο, που ο Ναύαρχος Κουντουριώτης χάρισε στη Χάρη της Ευαγγελίστριας, από όπου πήρε την ευλογία της πριν ξεκινήσει με το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», από το λιμάνι του Μούδρου της Λήμνου, την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό όλων των νήσων του Αιγαίου.
Θα στολιστεί λοιπόν και φέτος ευλαβώς ο ιστορικός μας επιτάφιος, με τα αγοραστά λουλούδια... Κι εδώ, εντός παρενθέσεως, θα σχολιάσω η ρομαντική το «αδιακρίτως διακριτός»: (Σε μια εποχή που τους ανταγωνιστικούς κήπους του χωριού στολίζουν τα λογής-λογής λουλούδια, επιτρέπεται να στολίζουμε τον Τάφο του Χριστού μας με τα ΑΟΣΜΑ πεθαμενατζίδικα γαρίφαλα των ανθοπωλείων;)
Βάζω το ερωτηματικό μου και κλείνω την ίσως ενοχλητική αλλά ρομαντική παρένθεση, που δεν έχει την ελάχιστη πρόθεση να μειώσει το θεάρεστο έργο των κυριών που στολίζουν.
Ανοίγω το κίτρινο συρτάρι μου, αυτό που δεν με πρόδωσε ποτέ. Το έχω ανάγκη να ξεγελαστώ με ένα συγκέρασμα ρομαντισμού και νοσταλγίας!!! (Η δεύτερη φωνή μου!)
Τότε ανθοπωλεία δεν υπήρχαν στο νησί. Δεν υπήρχε συναλλαγή συναισθημάτων - χρήματος. Τα συναισθήματα ανάβλυζαν μυροφόρα, ο παλμογράφος των ψυχών ξεπερνούσε τα όριά του. Φορούσαμε τα καλά μας και με τα πανεράκια μας δυο-δυο ξεχυνόμασταν από τα χαράματα στους δρόμους και τα σοκάκια του χωριού. Χτυπούσαμε τις λαμπριάτικα ασβεστωμένες αυλόπορτες, που μας περίμεναν οι νοικοκυρές να μας γεμίσουν τα πανέρια... καθάριες, έτοιμες ψυχές να μεταλάβουν των αχράντων το Μ. Σάββατο. Μαβιές, κίτρινες, πιτσιλωτές βιολέτες έφταναν στον ναό το ένα πανέρι μετά το άλλο!
Απλός, απέριττος ο επιτάφιος στολιζόταν με τη φροντίδα των πιο έμπειρων γυναικών, απέπνεε τη σεμνότητα του έργου του Θεανθρώπου και εγκλώβιζε τα μαβιά αρώματα της θλίψης και τη δροσιά των δακρύων των κοριτσιών που από τα ξημερώματα στόλιζαν και μοιρολογούσαν.
Αυτά τα λεπτά αρώματα μαζί με εκείνα του θυμιάματος που σκορπούσε το λιβανιστήρι του παπά προς το σεπτό σώμα του Θεανθρώπου, που το έρρεναν «αι μυροφόραι μύρα», συνέθεταν την ιδιαίτερη ευωδιά της Μ. Παρασκευής της νιότης μου. Μιας που έσβησε σαν το σφύριγμα του τρένου πίσω από τη ματαιότητα.
Αυτές οι ευωδιές ξεχύθηκαν, σεμνές και ταπεινές, από το κίτρινο συρτάρι μου, καθώς το ανασκάλευα... και γέμισε η πλάση μαβί ευωδιαστό πένθος. Και όσο κι αν ο δήμιος έξω από την αραχνιασμένη πόρτα του συρταριού μου μου το ζητά για πληρωμή, εγώ αξιωμένη από τη Χάρη της θα ψάλω πάλι δεύτερη φωνή:
«Αι γενεαί πάσαι
Ύμνον την ταφή σου
Προσφέρουσι, Χριστέ μου…»
Καλή Ανάσταση με αύρα Λημνιά…