Τα επιδημιολογικά δεδομένα χειροτερεύουν πάλι, η τακτική «άνοιξε-κλείσε» για την οικονομία και τα σχολεία έχει αρχίσει να προβάλλει ως μονόδρομος και τα εμβόλια αργούν πολύ. Μόνο που η οικονομία δεν μπορεί να περιμένει και ήδη πολλοί επιχειρηματίες, παραγωγικοί φορείς αλλά και εργαζόμενοι, βλέπουν να έρχεται η «χαριστική βολή» για την αγορά, τον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική συνοχή.
Το πόσο επείγουσες είναι οι οικονομικές ανάγκες τόσο στο δημοσιονομικό επίπεδο όσο και στον χάρτη της αγοράς φαίνεται από το γεγονός ότι η κυβέρνηση εγκατέλειψε με τον πλέον επίσημο τρόπο το δόγμα «πρώτα η υγεία και μετά όλα τα άλλα», όπως και τις διαβεβαιώσεις ότι «τίποτα δεν μπορεί να μπει στην ζυγαριά με την δημόσια υγεία».
Ισορροπία του τρόμου
Διά χειλέων πρωθυπουργού, λοιπόν, πλέον η κυβέρνηση θα ψάχνει την ισορροπία μεταξύ δημόσιας υγείας, διασποράς του ιού, αντοχών του ΕΣΥ, αλλά και αναγκών της οικονομίας και των επιχειρήσεων, υιοθετώντας την τακτική του «ακορντεόν», που θα συνιστά και ένα αδιάκοπο «κυνήγι» με τον κορωνοϊό. «Μένουμε σε διαρκή επιφυλακή ώστε να παρεμβαίνουμε όταν αυτό χρειάζεται. Δεν είναι δηλαδή πολιτική “βλέποντας και κάνοντας”, είναι ακριβώς το αντίθετο: βλέπουμε ώστε να ξέρουμε ακριβώς τι κάνουμε», τόνισε ο πρωθυπουργούς στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, σκιαγραφώντας τόσο την τακτική του «ακορντεόν», όσο και το νέο κυβερνητικό δόγμα περί «ισορροπίας»: «Ανοίγουμε δραστηριότητες όταν τα κρούσματα υποχωρούν, τις περιορίζουμε όταν αυτά αναζωπυρώνονται. Κρατάμε τις απαραίτητες ισορροπίες ανάμεσα στις ανάγκες της δημόσιας υγείας και της εθνικής οικονομίας, αποφασίζοντας κάθε εβδομάδα ανάλογα με τα δεδομένα», εξήγησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παραδεχόμενος, εμμέσως πλην σαφώς, ότι πλέον στις αποφάσεις της κυβέρνησης δεν μπορεί να μην υπολογίζεται ο παράγοντας «οικονομία». Με αυτά τα δεδομένα, όσο εσείς θα διαβάζετε αυτό το κείμενο, οι κανόνες του παιχνιδιού και της καραντίνας μπορεί να αλλάζουν: ήδη από την περασμένη Τρίτη, όταν για πρώτη φορά τα κρούσματα είχαν μπροστά τον αριθμό «8» και άρχισαν να προσεγγίζουν το ψυχολογικό όριο των 1.000, στο τραπέζι μπήκαν όλα τα δυσάρεστα σενάρια, τόσο στο Μέγαρο Μαξίμου όσο και στην επιτροπή των ειδικών: οι δύο πλευρές κουβέντιασαν για αναστολή λειτουργίας του λιανεμπορίου, για επιστροφή στη λογική του «click away», για τη «μέση λύση» του «click in shop». Επίσης, έγινε από τότε η πρώτη κουβέντα για ακύρωση της ειλημμένης απόφασης ανοίγματος Γυμνασίων και Λυκείων την 1η Φεβρουαρίου, όπως επίσης και συζήτηση για ένα πολύ σκληρό μέτρο: τη διεύρυνση του ωραρίου απαγόρευσης κυκλοφορίας, από τις 6 το απόγευμα έως τις 5 τα ξημερώματα! Δηλαδή, για 11 ώρες, σχεδόν τη μισή μέρα…
Ασφαλώς, λόγω της επιδημιολογικής επιβάρυνσης, ούτε λόγος για νέα βήματα επιστροφής στην κανονικότητα: η διεύρυνση των υποθέσεων που εξετάζονται στα δικαστήρια θα πρέπει να περιμένει, οι σχολές οδηγών θα συνεχίσουν να τελούν σε δραματική αναμονή και με τραβηγμένο χειρόφρενο, όπως επίσης και τα φροντιστήρια, οι σχολές χορού, τα γυμναστήρια και πολλές ακόμη επαγγελματικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Σαν να μην έφτανε αυτό, η δύσκολη ισορροπία με τον κορωνοϊό, αλλά και η απόδειξη ότι μερικές ημέρες χαλάρωσης είναι αρκετές για να φέρουν πανδημική καταιγίδα, έχει «κλειδώσει» και μία ακόμη κυβερνητική απόφαση: να καθυστερήσει «όσο αυτό είναι δυνατό» –όπως λένε ανώτατες κυβερνητικές πηγές– η επανεκκίνηση της εστίασης. Με άλλα λόγια, ο Γολγοθάς που ανεβαίνουν επιχειρηματίες και εργαζόμενοι στον εν λόγω κλάδο –που αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εργοδότη στη χώρα μετά το Δημόσιο– θα επιμηκυνθεί, πολλαπλασιάζοντας το σοκ, τα «λουκέτα», τις απολύσεις και την ανεργία.
Τα εμβόλια αργούν, τα λουκέτα έρχονται
Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, επιστήμονες προειδοποιούν ήδη –με δημόσιες παρεμβάσεις τους που έχουν δραματικό χαρακτήρα– ότι ακόμη ως χώρα δεν έχουμε καταλάβει πως καθόμαστε πάνω σε μία βραδυφλεγή βόμβα: αν, δηλαδή, συνυπολογίσει κανείς ότι η Αττική «βράζει» και πως τα ημερήσια κρούσματα έχουν πάρει την ανιούσα πριν καν «μετρηθεί» το άνοιγμα του λιανεμπορίου και των νηπιαγωγείων-δημοτικών (είμαστε ακόμη στις επιπτώσεις των ρεβεγιόν και των Θεοφανίων, λένε όσοι ξέρουν), τότε καταλαβαίνει ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας. Και το ρίσκο προβάλλει τόσο μεγάλο, που το σύστημα «ακορντεόν» έχει πλέον καταστεί μονόδρομος.
Άλλωστε, σε όλα τα παραπάνω που συμβάλλουν στη διασπορά του ιού προστίθεται και η επιδείνωση του καιρού, αφού ο «πραγματικός χειμώνας» ουσιαστικά έχει ενσκήψει στη χώρα τις τελευταίες 10-15 ημέρες – και, ως γνωστόν, ο ιός (όπως και όλοι οι ιοί) «αγαπούν» το κρύο, τις συγκεντρώσεις ατόμων σε κλειστούς χώρους και τον ελλιπή εξαερισμό που αυτοί συνεπάγονται.
Ωστόσο, πέραν όλων αυτών, το σύστημα «ακορντεόν» και το θρίλερ διαρκείας που αναμένεται να βιώσουμε συνδέεται άρρηκτα και με τα εμβόλια: τις τελευταίες ημέρες, η μία μετά την άλλη, οι φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια κατά του κορωνοϊού ενημερώνουν τις Βρυξέλλες ότι είτε δεν θα μπορέσουν να παραδώσουν τις δόσεις που έχουν υποσχεθεί, είτε πως θα αργήσει το χρονοδιάγραμμα παραδόσεων. Παραλλήλως, το σκληρό μπρα-ντε-φερ μεταξύ της Κομισιόν και της Astra Zeneca απειλεί από μόνο του να εκτροχιάσει όλο το εμβολιαστικό πρόγραμμα – ειδικά στη χώρα μας, που πόνταρε πολλά στο συγκεκριμένο εμβόλιο της Οξφόρδης.
Ως γνωστόν, για λόγους κόστους, η Ελλάδα «πήγε πάσο» από την προδέσμευση 2 εκατομμυρίων δόσεων του εμβολίου της Moderna πριν από έναν μήνα, προτιμώντας να προπαραγγείλει περισσότερες δόσεις από το εμβόλιο της Astra Zeneca (Οξφόρδη), καθώς το πρώτο τιμάται 14 ευρώ ανά δόση, ενώ το «συμβατικό» της Οξφόρδης (που δεν έχει την προηγμένη τεχνολογία του mRNA) μετά βίας περνά τα 2 ευρώ. Όμως, αφενός υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσον αυτό το εμβόλιο είναι αποτελεσματικό στους άνω των 65 ετών, αφετέρου η Astra Zeneca έχει… «κουρέψει» τις παραδόσεις που είχε δεσμευθεί.
Συγκεκριμένα, έως τα τέλη Μαρτίου, όπως ανακοίνωσε στο υπουργικό συμβούλιο ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, η χώρα περιμένει τα εξής εμβόλια: 1,4 εκατομμύρια δόσεις της Pfizer, μόλις 240.000 δόσεις των εμβολίων της Moderna και 700.00 δόσεις της Astra Zeneca. Ειδικά για την τελευταία εταιρεία, στο Μαξίμου ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν άλλες 140.000 δόσεις, αλλά το πρόβλημα είναι άλλο: πως μόνη της η Astra Zeneca είχε δεσμευθεί πως θα παρέδιδε στη χώρα 1,5 εκατομμύριο δόσεις, και τώρα τις μειώνει στα μισά. Σε απλά ελληνικά, δηλαδή, η Ελλάδα θα έχει έως τα μέσα Απριλίου παραλάβει 2,48 εκατομμύρια εμβόλια (αν η Astra Zeneca καταφέρει να παραδώσει και τις επιπλέον 140.000 δόσεις) και, άρα, θα έχουν εμβολιαστεί 1,24 εκατομμύρια πολίτες. Αν σ’ αυτούς προστεθούν οι 221.000 εμβολιασμοί που έχουν γίνει μέχρι τώρα, τότε προκύπτει ότι έως τα μέσα Απριλίου ανοσία έναντι του κορωνοϊού θα έχουν σχεδόν 1,5 εκατομμύρια πολίτες και, άρα η χώρα θα βρίσκεται… 5 εκατομμύρια εμβολιασμούς μακριά από την περίφημη «ανοσία της κοινότητας».
«Ρημάζει» η οικονομία
Αν δεν ανατραπεί επί τα βελτίω ο προγραμματισμός για το σχέδιο «Ελευθερία» με προσθήκη εμβολίων άλλων εταιρειών (ήδη υπάρχουν ελπίδες για τις εταιρείες CureVac και για το μονοδοσικό της Johnson & Johnson, ενώ στο υπουργείο Υγείας σκέφτονται σοβαρά να χτυπήσουν και την «πόρτα» της Ρωσίας για το Sputnik V, κάτι που έχει ήδη κάνει η Τσεχία και η Ουγγαρία), όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η «ισορροπία του τρόμου» με την πανδημία θα κρατήσει τουλάχιστον έως το Πάσχα. Με άλλα λόγια, το σύστημα «ακορντεόν» θα αποτελεί μία δαμόκλειο σπάθη διαρκείας, που θα βρίσκεται επί των κεφαλών όλων των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Ήδη, το ορατό σενάριο μίας τρίτης καραντίνας και των νέων περιορισμών στο λιανεμπόριο θα αποτελέσουν άλλο ένα πλήγμα στην ήδη λαβωμένη πραγματική οικονομία, που μετρά ήδη χιλιάδες λουκέτα και εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους. Την περασμένη εβδομάδα, άλλωστε, η ανεργία «έσπασε» και πάλι το ψυχολογικό όριο του 1 εκατομμυρίου πολιτών και ανήλθε στα 1,2 εκατομμύρια, χωρίς να υπολογίζονται οι μακροχρόνια άνεργοι, αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες που ουσιαστικά έχουν κατεβάσει ρολά εδώ και σχεδόν έναν χρόνο. Συν τοις άλλοις, η δαμόκλειος σπάθη του συστήματος «ακορντεόν» προκαλεί περαιτέρω αβεβαιότητα στην οικονομία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται: άλλωστε, είναι γνωστό πως στην οικονομία «το μισό είναι ψυχολογία».
Όπως προαναφέρθηκε, όμως, όσο κι αν το κύριο είναι προφανώς η πραγματική οικονομία, σε στενωπό έχουν εισέλθει και τα δημόσια οικονομικά. Την ώρα που σε όλες τις εμπορικές πιάτσες της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των υπολοίπων μεγάλων πόλεων έχουν επανεμφανιστεί οι ταμπέλες «ενοικιάζεται» και «διατίθεται» και οι βιτρίνες έχουν αδειάσει θυμίζοντας παλιές «μνημονιακές» εποχές, «κόκκινος συναγερμός» ηχεί και στα δημοσιονομικά: η Ελλάδα έχει αυτήν τη στιγμή το ίδιο έλλειμμα –σε απόλυτα νούμερα– με εκείνο που είχε όταν χρεοκόπησε και εισήλθε στο Μνημόνιο. Μόνο που τότε το ΑΕΠ ήταν σχεδόν 40 δισεκατομμύρια μεγαλύτερο από το τωρινό, που έχει γυρίσει πίσω στο 1996. Τούτων δοθέντων, στη δύσκολη εξίσωση είναι προφανές ότι υπάρχει άλλη μία αστάθμητη μεταβλητή: πόσο θα αντέξουν τα δημόσια οικονομικά να δίνουν «επιστρεπτέες προκαταβολές», να πριμοδοτούν την «αναστολή» των εργαζομένων κτλ. Μόνο που η απάντηση σ’ αυτήν τη μεταβλητή καθιστά τη βαθιά οικονομική κρίση ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καθώς το «κούρεμα» των μέτρων στήριξης πολλαπλασιάζει την ύφεση στην πραγματική οικονομία και, άρα, η χώρα εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο. Κι όλα αυτά, όταν όλοι θυμόμαστε πως ο προηγούμενος φαύλος οικονομικός και κοινωνικός κύκλος έκανε δέκα χρόνια για να σπάσει.