Η ελληνική επανάσταση του 1821 συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα του 19ου αιώνα. Η εξέγερση των υπόδουλων Ελλήνων ενάντια μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής, συντάραξε όλον τον κόσμο και προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις, που οδήγησαν στο τέλος της Ιεράς Συμμαχίας και της τάξης που επεδίωξε να επιβάλει. Για να φθάσουμε, όμως, στις φλογερές ημέρες του ’21 είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος σύνθετης ιδεολογικής προετοιμασίας, όπου τα γηγενή στοιχεία μπολιάστηκαν με ιδέες που έρχονταν από τη δυτική σκέψη. Γιατί αυτό που ονομάζουμε «νεοελληνικό διαφωτισμό», όπως καθιέρωσε τον όρο ο Κ.Θ. Δημαράς, είναι μια διαδικασία σύνθεσης της παράδοσης και του δυτικού διαφωτισμού. Και όταν μιλούμε για παράδοση, εννοούμε τόσο την εκκλησιαστική-βυζαντινή, όσο και τη λαϊκή, που εδράζεται στο κοινοτικό σύστημα και εκδηλώνεται στον λαϊκό πολιτισμό, όπως είναι το δημοτικό τραγούδι. Η οποιαδήποτε απόπειρα να αποσπάσουμε το ένα ή το άλλο στοιχείο και να παρουσιάσουμε την προεπαναστατική ελληνική σκέψη μονοδιάστατα –όπως κατά κόρον συμβαίνει τα τελευταία χρόνια από συγκεκριμένους κύκλους– καταλήγει σε ένα παραμορφωτικό αφήγημα.
Τρανή απόδειξη αυτής της δημιουργικής σύζευξης είναι τα Συντάγματα της Ανεξαρτησίας, τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως τα δημοκρατικότερα της τότε Ευρώπης, έχοντας εγκολπωθεί τις θεμελιώδεις αρχές των πολιτικών δικαιωμάτων που εισέφεραν στην ανθρωπότητα η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση. Γιατί, παράλληλα, τα αρχικά τους άρθρα αναφέρουν ότι επικρατούσα θρησκεία είναι η Ανατολική Ορθόδοξος του Χριστού Εκκλησία, και Έλληνες είναι οι «πιστεύουσιν εις Χριστόν». Αλλά και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από το Ιάσιο στις 24 Φεβρουαρίου 1821, ως προμετωπίδα στην προκήρυξή του για την έναρξη της επανάστασης, βάζει το «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Κι αυτό διότι όλοι οι Έλληνες της εποχής του ’21 γνώριζαν καλά ότι, αν ο Ελληνισμός άντεξε, αν κράτησε αλώβητη την ταυτότητά του, αυτό το όφειλε στην Ορθοδοξία. Ήταν κοινός τόπος πως όποιος άλλαζε την πίστη του χανόταν για το έθνος, τούρκευε ή φράγκευε, αναλόγως. Επιπλέον, στα χρόνια της σκλαβιάς ήταν η Εκκλησία που κράτησε ζωντανή και τη γλώσσα και την ελληνική παιδεία. Τα μοναστήρια αναδείχθηκαν σε θεματοφύλακες της αρχαιοελληνικής γραμματείας με την αντιγραφή των έργων της. Ιερωμένοι ήταν σπουδαίοι λόγιοι, ενώ ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης ήταν αυτός που εγκατέστησε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο στην Πόλη το 1627, που σύντομα κατέστρεψαν οι Τούρκοι με προτροπή των Καθολικών. Η πρωτοπόρα μοναχή, Αγία πλέον, Φιλοθέη, ίδρυσε τον 16ο αιώνα σχολείο για κορίτσια και το πλήρωσε με τη ζωή της. Η πλειοψηφία όσων μάθαιναν στοιχειώδη κολλυβογράμματα, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους δύο αιώνες της Τουρκοκρατίας, ήταν από την Εκκλησία, τους παπάδες και τους μοναχούς. Μόνο στις αρχές του 18ου αιώνος, μετά την περίοδο του «θρησκευτικού ουμανισμού», σημειώνεται η ανάδειξη νέων εστιών παιδείας.
Αλλά και σε αυτήν τη νέα περίοδο που, όπως γράφει ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, ένα πάθος για την παιδεία κυριεύει τους Έλληνες με σκοπό την εθνική αφύπνιση, οι κληρικοί θα πρωταγωνιστήσουν στον φωτισμό του Γένους. Την περίοδο αυτή θα αναδειχθεί, ανάμεσα στις τόσες σπουδαίες σχολές, η Αθωνιάδα Σχολή, στο Άγιον Όρος, που κατέστη το εκπαιδευτικό κέντρο του Ελληνισμού. Υπό τη διεύθυνση του Ευγένιου Βούλγαρη, μιας βιβλικής μορφής της ελληνικής λογιοσύνης με απίστευτο εύρος γνώσεων και ερευνών, η Σχολή θα μεγαλουργήσει. Αργότερα, ο Βούλγαρης θα βρεθεί στη Ρωσία όπου, ως σύμβουλος της Αικατερίνης της Μεγάλης, θα εργαστεί για την απελευθέρωση της Ελλάδος, ενώ θα γίνει Αρχιεπίσκοπος Σλαβωνίου και Χερσώνος. Για την ανάδειξη της ελληνικής παιδείας εργάσθηκε και το πλήρωσε με τη ζωή του ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Με αποστολή να αναχαιτίσει το κύμα του εξισλαμισμού που λάβαινε χώρα κυρίως στην Ήπειρο, ο Πατροκοσμάς γύριζε πολιτείες και χωριά παροτρύνοντας τους γονείς να σπουδάζουν τα παιδιά τους και μέσα σε 16 χρόνια ίδρυσε περίπου 200 σχολεία. Στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, μια μεγάλη πλειάδα ιερωμένων λογίων, διδασκάλων του Γένους, θα συμβάλουν καθοριστικά στο θαύμα του «νεοελληνικού φωτισμού» και συνάμα θα αγωνιστούν ενεργά για την απελευθέρωση του έθνους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν μορφές, όπως ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, ο Άνθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Θεόφιλος Καΐρης. Όλοι αυτοί, και πολλοί άλλοι ακόμη, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις και τη στάση που κράτησε ο καθένας στις δυτικές επιρροές, έβαλαν το στίγμα τους στο μεγάλο πνευματικό κίνημα των προεπαναστατικών χρόνων, μαζί με τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Ρήγα Φεραίο, τον Κωνσταντίνο Κούμα και τόσους άλλους.
Σήμερα, το ελληνικό έθνος καλείται και πάλι, αν επιθυμεί να επιβιώσει ως διακριτή οντότητα στον ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, να επιτύχει μια νέα σύνθεση που θα συμπεριλαμβάνει μαζί με τα επιτεύγματα του παγκόσμιου πολιτισμού και τα δικά του ιδιαίτερα στοιχεία από τη μακραίωνη ιστορία του. Η επίτευξη αυτού του στόχου συνιστά και την ουσιαστικότερη απόδοση τιμής σε όσους θυσιάστηκαν για την ελευθερία των Ελλήνων πριν από 200 χρόνια.