15 Ιανουαρίου 1947, στις 10 το πρωί, η Μπέτι Μπέρσινγκερ αντικρίζει το τεμαχισμένο και άψυχο σώμα της Ελίζαμπεθ Σορτ στη λεωφόρο Νόρτον στο Λος Άντζελες, ενώ έκανε τον περίπατό της στο πάρκο παρέα με την τρίχρονη κόρη της.
Η γυναίκα πλησίασε την άτυχη Ελίζαμπεθ νομίζοντας ότι ήταν κούκλα και μάλιστα απόρησε γιατί δεν την πέταξαν στα σκουπίδια. Η εικόνα που είδε μπροστά της έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη της και την ακολούθησε για την υπόλοιπη ζωή της.
Η Μπέρσινγκερ αντίκρισε ένα ανθρώπινο σώμα κομμένο στα δύο, τα πόδια και η μέση ήταν το ένα κομμάτι και ο θώρακας και το κεφάλι το άλλο σε απόσταση ενός μέτρου μεταξύ τους. Τα εντόσθια είχαν τοποθετηθεί με προσοχή και ακρίβεια κάτω από τα οπίσθια του άψυχου σώματος, ενώ το πτώμα είχε πλυθεί και το αίμα είχε στραγγίξει εντελώς. Παντού υπήρχαν χαρακιές και σε μερικά σημεία είχαν αφαιρεθεί κομμάτια δέρματος. Ο στυγερός δολοφόνος είχε σκίσει το στόμα του πτώματος προς τα πάνω προκειμένου να δημιουργήσει στο πρόσωπο της άτυχης κοπέλας το μακάβριο χαμόγελο του κλόουν.
Η 22χρονη «Μαύρη Ντάλια», έτσι ονόμασε ο Τύπος την υπόθεση της δολοφονίας της, ήταν από την Μασαχουσέτη. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα με έντονα γαλανά μάτια, τέλεια επιδερμίδα και σώμα που θα ζήλευε κάθε μοντέλο της εποχής. Εξαιτίας της ομορφιάς της, ο απάνθρωπος φόνος της κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον κοινού και δημοσιογράφων, οι οποίοι ήξεραν ότι είχαν πιάσει την «καλή» με αυτή την υπόθεση.
Μάλιστα, ένας ρεπόρτερ, μη έχοντας όρια και φραγμούς, τηλεφώνησε στη μητέρα του θύματος, τη Φοίβη Σορτ, λέγοντάς της πως η κόρη της είχε κερδίσει σε διαγωνισμό ομορφιάς. Τότε, η μητέρα της κατενθουσιασμένη άρχισε να μιλά για την κόρη της και ο ρεπόρτερ να καταγράφει κάθε λεπτομέρεια. Στο τέλος του τηλεφωνήματος, της ανακοίνωσε ότι η κόρη της είχε βρεθεί νεκρή.
Η Ελίζαμπεθ ήταν γεννημένη στις 29 Ιουλίου 1924. Ο πατέρας τους, τους εγκατέλειψε όταν εκείνη ήταν σε μικρή ηλικία και έτσι μεγάλωσε με την μικρότερη αδερφή της και την μητέρα της, η οποία τις συντηρούσε δουλεύοντας ως λογίστρια.
Η «Μαύρη Ντάλια» λάτρευε τον κινηματογράφο και έτσι ,στα 19 της, μετακόμισε στην Καλιφόρνια για να βρει τον πατέρα της και να κυνηγήσει το όνειρό της στο Χόλυγουντ. Οι προσπάθειές της ,όμως, απέτυχαν και έτσι επέστρεψε στη μητέρα της.
Στα τέλη του 1944, η Ελίζαμπεθ αρραβωνιάστηκε με τον ταγματάρχη Ματ Γκόρντον, τον οποίο αγαπούσε πραγματικά και στο πρόσωπό του έβλεπε τον έρωτα. Δυστυχώς όμως, ο θάνατος τους χώρισε, αφού ο Γκόρντον έχασε τη ζωή του σε αεροπορικό δυστύχημα, επιστρέφοντας στην Αμερική για να παντρευτούν.
Μετά τον θάνατο του αρραβωνιαστικού της, μετακομίζει στο Μαϊάμι, όπου αρχίζει να κάνει πιο έντονη ζωή ξοδεύοντας χρήματα σε ωραία και ακριβά ρούχα και κυκλοφορώντας με διάφορους συνοδούς, οι οποίοι της πλήρωναν τα έξοδα της. Τότε, πολλοί θεώρησαν ότι η νεαρή κοπέλα ήταν πόρνη πολυτελείας, φήμες που δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Το καλοκαίρι του 1946, μετακομίζει πάλι, αυτή τη φορά στη Νότια Καλιφόρνια μαζί με τον σύντροφό της , τον αεροπόρο Τζόσεφ Γκόρντον Φλίκινγκ. Το μεταξύ τους δεν κράτησε πολύ και ,όταν χώρισαν, εκείνος άλλαξε πολιτεία, ωστόσο κρατούσαν επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας. Μάλιστα, το τελευταίο γράμμα που έλαβε ο αεροπόρος από την Ελίζαμπεθ ήταν μόλις επτά ημέρες πριν την άγρια δολοφονία της.
Μερικούς μήνες πριν από το τραγικό της τέλος, η Ελίζαμπεθ έκανε άστατη ζωή. Είχε παραιτηθεί από την δουλειά της, γυρνούσε όλη μέρα στους δρόμους και έβγαινε με διαφορετικούς άνδρες σχεδόν κάθε βράδυ, με κανέναν από τους οποίους όμως δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις.
Πάνω από πενήντα άτομα ομολόγησαν ότι ήταν οι δολοφόνοι της Μαύρης Ντάλιας, κανείς όμως δεν κατάφερε να πείσει την αστυνομία ότι η ομολογία του ήταν αληθής.
Αιτία θανάτου ήταν η αιμορραγία, ενώ είχε σημάδια γύρω από τους καρπούς και τους αστραγάλους της. Η αστυνομία δήλωσε ότι το σώμα της άτυχης νεαρής ήταν τόσο επιδέξια κομμένο σα να έγινε από χέρι ειδικού. Δυστυχώς όμως, δεν κατάφερε να λύσει ποτέ το μυστήριο γύρω από την δολοφονία και γι’ αυτό οι Αρχές κατηγόρησαν τον Τύπο και την υπερβολική έκθεση του γεγονότος στα Μέσα.
Οι εφημερίδες παρουσίαζαν την Ελίζαμπεθ ως μια femme fatale που ντυνόταν στα μαύρα και κυκλοφορούσε στους δρόμους του Χόλυγουντ ψάχνοντας το επόμενο «θύμα» της, γι’ αυτό και πολλοί έσπευσαν να πουν ότι «πήγαινε γυρεύοντας».
Από την άλλη βέβαια, κυκλοφορούσε και μια άλλη φήμη, που ερχόταν να αντικρούσει την πρώτη. Ότι δηλαδή η Ελίζαμπεθ δεν μπορούσε να έχει σεξουαλικές σχέσεις με κανέναν λόγω μια ατροφικής ανωμαλίας στα γεννητικά της όργανα. Έτσι εξηγούσαν και το γεγονός ότι ,ενώ έβγαινε με τόσους άνδρες, δεν είχε σεξουαλικές επαφές με κανέναν.
Μόλις εννέα μέρες μετά την εύρεση του άψυχου σώματος της Ελίζαμπεθ, κάποιος έστειλε στην αστυνομία την τσάντα της νεαρής κοπέλας. Η τσάντα περιείχε φωτογραφίες, το πιστοποιητικό γέννησης της, τη νεκρολογία του Ματ Γκόρντον και μια λίστα με διευθύνσεις 75 ανδρών, κανείς από τους οποίους δεν θεωρήθηκε ύποπτος. Όποιος βέβαια έστειλε το πακέτο στην αστυνομία, είχε φροντίσει να το καθαρίσει από όλα τα αποτυπώματα.
Ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ και ο φάκελος της Μαύρης Ντάλιας παραμένει ανοικτός στα γραφεία του FBI 70 χρόνια μετά…
Τελικά, η Ελίζαμπεθ Σορτ κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό της, «πρωταγωνίστησε» σε ταινίες του Χόλυγουντ και έγινε διάσημη ως θρύλος, ως ένα ακόμα άλυτο μυστήριο...