ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ» Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ 1827
Ομογένεια: Μία ιστορική εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση στη Νέα Υόρκη.
«Η ζωή, ο θάνατος, κι αναμεσίς η Τέχνη!» Αυτή ήταν η Μαρία Κάλλας, κατά τη ρήση του Νίκου Εγγονόπουλου, που έφυγε από τη ζωή μόλις 54 χρόνων, αφήνοντας όμως το ανεξίτηλο στίγμα της στην τέχνη για πάντα, με την αδαμάντινη φωνή που της χάρισαν οι Ολύμπιοι θεοί, έτσι που την ερωτεύτηκαν και ήθελαν εκείνοι να την έχουν κοντά τους, σ’ εκείνους να τραγουδά, μαζί τους να γεύεται την αθανασία…
Ο απόλυτος μύθος, η απόλυτη ντίβα της όπερας, εκείνη που απέρριψε η Λυρική Σκηνή τόσο μικρόψυχα, για να την αγκαλιάσει ολόκληρη η οικουμένη! Η γυναίκα που αγάπησε και αγαπήθηκε τόσο δυνατά, με έναν έρωτα που μόνο στα παραμύθια διαβάζουμε πια…
Γεννήθηκε στο Μανχάταν στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 και παίρνει το όνομα Μαρία Άννα Σοφία Σεσιλία Καλογερόπουλος, για να ακολουθήσουν δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς οι γονείς της χώρισαν το 1937 και η μητέρα της πήρε την ίδια και την αδελφή της και ήλθαν στην Ελλάδα λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σπούδασε φωνητική στο Εθνικό Ωδείο και συνέχισε τις σπουδές της στο δραματικό τραγούδι με την Elvira De Hidalgo στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής. Τα χρόνια της Κατοχής, δύσκολα και με στερήσεις, την οδήγησαν στη βουλιμία, όπως η ίδια είχε εξομολογηθεί αργότερα, μιλώντας μάλιστα για το κατόρθωμά της να χάσει 40 κιλά μέσα σε ένα χρόνο, το 1953, χωρίς να αλλοιωθεί η φωνή της, προκειμένου να έχει την ευχέρεια να παίζει κάθε ρόλο, χωρίς να την περιορίζει το ευτραφές παρουσιαστικό της.
Το 1940 προσλήφθηκε στη Λυρική Σκηνή του τότε Βασιλικού Θεάτρου και το 1941 πρωτοεμφανίστηκε ως Βεατρίκη στην οπερέτα «Βοκκάκιος» του Σουπέ. Μεγάλη επιτυχία της ο πρωταγωνιστικός της ρόλος στην «Τόσκα».
Όμως η συνεργασία της με τη Λυρική Σκηνή διακόπτεται και η δασκάλα της Elvira De Hidalgo την πείθει να φύγει για το εξωτερικό, καθώς «η Ελλάδα είναι πολύ μικρή για την τεράστια φωνή της».
Επιστρέφει στη Νέα Υόρκη το 1945, κοντά στον πατέρα της, όπου μετά από δύο χρόνια ανεργίας την ανακαλύπτει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Αρένας της Βερόνα, Τζοβάννι Τζενατέλλο και την προωθεί στην Ιταλία, όπου εμφανίζεται στην «Τζιοκόντα».
Στη Βερόνα γνωρίζει και τον μουσικόφιλο επιχειρηματία Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος την ερωτεύτηκε παράφορα και δεν άργησε ο γάμος τους, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας που είχαν. Με τη βοήθεια του Μενεγκίνι η καριέρα της Κάλλας απογειώθηκε σε ρόλους δραματικής υψιφώνου και δραματικής κολορατούρα. Η Σκάλα του Μιλάνου ήταν το επόμενο φρούριο που κατέκτησε δυναμικά, ενώ το 1956 κατέκτησε τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης.
Αυτό ήταν! Η φήμη της ντίβας της όπερας ξεπερνά θεατρικούς χώρους και σύνορα. Όλος ο κόσμος πια υποκλίνεται στο φαινόμενο Μαρία Κάλλας!
Το 1957 γνωρίζεται με τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση, τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, σε ένα πάρτι που δόθηκε προς τιμήν της. Δύο χρόνια αργότερα μια πρόσκληση στο ζεύγος Κάλλας - Μενεγκίνι από τον Αριστοτέλη Ωνάση και τη σύζυγό του Τίνα Λιβανού για μια κρουαζιέρα με τη θαλαμηγό «Χριστίνα» του εφοπλιστή αλλάζει ριζικά τη ζωή των δύο ζευγαριών. Ήταν τόσο δυνατή η ερωτική χημεία μεταξύ της Μαρίας και του Αριστοτέλη, που λέγεται πως το ίδιο κιόλας βράδυ έκαναν έρωτα, με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα η Τίνα Λιβανού να εγκαταλείψει τον Ωνάση, ενώ ο Μενεγκίνι να συνειδητοποιήσει ότι έχανε οριστικά τη γυναίκα που λάτρεψε για μια ζωή και τη βοήθησε να λάμψει στον χώρο της όπερας.
Ωστόσο, η καθοδική πορεία της Μαρίας Κάλλας ήδη έχει ξεκινήσει, έστω και αμυδρά. Εκείνη παραμελεί πλέον την καριέρα της για να είναι κοντά στον μεγάλο της έρωτα, τον Άρη της, μια σχέση που κράτησε εννέα χρόνια. Ώσπου...
Το «κύκνειο άσμα της ήταν η «Νόρμα», που ανέβηκε στο Παρίσι, στις 29 Μαΐου του 1965. Στην τρίτη πράξη της όπερας του Μπελίνι κατέρρευσε επί σκηνής και μεταφέρθηκε λιπόθυμη στο καμαρίνι της.
Και τότε ζητά διαζύγιο από τον Μενεγκίνι για να παντρευτεί τον Ωνάση. Εκείνος αρνείται να της το δώσει, και εκείνη απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα για να πάρει την ελληνική και να λυθεί έτσι και τυπικά ο γάμος της.
…Ώσπου εκείνος, αντί να κάνει πρόταση γάμου στην ελεύθερη πια Μαρία Κάλλας, αποφασίζει το 1968 να παντρευτεί τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι, Ζακλίν Μπουβιέ «Τζάκι» Κένεντι.
«Σε μια γιορτή πάνω στη θαλαμηγό, τη νύχτα της 17 Αυγούστου, η Μαρία Κάλλας κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Άρη, όταν τον είδε να κοιτάζει την πρώην πρώτη κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών όπως ακριβώς εκείνη πριν εννέα χρόνια...» αναφέρει ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λυμπερόπουλος. Και συνεχίζει: «Ο Άρης είχε φέρει με ελικόπτερο από την Αθήνα τον λαϊκό τραγουδιστή Κόκοτα με την ορχήστρα του και τον κοσμικό ξενύχτη Κώστα Χαριτάκη για να μάθει στην Τζάκι σιρτάκι... Μόνο η Μαρία Κάλλας είχε αποσυρθεί στην καμπίνα της κι άρχισε να κλείνει στις βαλίτσες τα προσωπικά της είδη... Μπορεί εκείνες τις στιγμές το οξύθυμο ταμπεραμέντο της να είχε ξεσπάσει, αλλά πολύ γρήγορα σκέφτηκε πως έτσι ήταν καλύτερα... Στα 45 χρόνια της, με μια καταπληκτική καριέρα στην όπερα και χωρίς απογόνους στη ζωή, ήξερε πως ήταν δύσκολο να αποκτήσει παιδιά, αλλά όχι ακατόρθωτο να ξαναγίνει βασίλισσα του λυρικού τραγουδιού... Μόνο λυπόταν που είχε χάσει εννιά χρόνια από την καριέρα της...»
Κι έτσι προσπάθησε να ξαναβάλει την καριέρα της μπροστά, αλλά ήταν αργά. Παίζει στην κινηματογραφική εκδοχή της «Μήδειας» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Πιερ-Πάολο Παζολίνι (1969), ηχογραφεί δίσκους, διδάσκει όπερα στη μουσική σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης και δίνει ρεσιτάλ με έναν παλιό της γνώριμο, τον Ιταλό τενόρο Giuseppe Di Stefano, που κι αυτός αντιμετώπιζε φωνητικά προβλήματα. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαπόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Ύστερα κλείστηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, όπου στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 54 ετών από καρδιακή ανεπάρκεια, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Ωνάση. «Ήταν ωραία και στον θάνατο όσο και όταν έπαιζε την Τραβιάτα», είπε ο ιμπρεσάριός της, Μισέλ Γκολτζ, και πρόσθεσε: «Πήγαινε στο λουτρό, ύστερα από ανάπαυση στο κρεβάτι, όταν αισθάνθηκε έναν πόνο στο στήθος. Έπεσε στο δάπεδο, καλώντας την καμαριέρα της, που τη βοήθησε να γυρίσει στο κρεβάτι, αλλά ήταν πλέον αργά. Όταν εναπέθεσε το σώμα της, ήταν νεκρή. Αλλά στο πρόσωπό της δεν διακρινόταν ο παραμικρός συσπασμός».
Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου και, αφού το σώμα της αποτεφρώθηκε όπως επιθυμούσε, την άνοιξη του 1979 η τέφρα της σκορπίστηκε στο Αιγαίο.
Θα κλείσουμε με ένα αγαπημένο κομμάτι του γράφοντα. Όταν η Μαρία ερμήνευσε την Lucia!