ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ» Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ 1827
Ομογένεια: Μία ιστορική εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση στη Νέα Υόρκη.
Τι να πρωτογράψει κάποιος γι’ αυτόν τον ογκόλιθο της ελληνικής μουσικής, που τόσο νωρίς έφυγε από κοντά μας… Ίσως επειδή μας σιχάθηκε. Ίσως επειδή δεν ήθελε να ξαναζήσει τη μιζέρια μας, το ξεπούλημά μας, τους προδότες μας και τον ραγιαδισμό μας… Ίσως επειδή από το 1990 είχε προβλέψει το πού οδηγείται η Ελλάδα μέσα από τα δεσμά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεσμά που χαρακτήρισε χειρότερα και από εκείνα της Τουρκοκρατίας. «Ετοιμαζόμαστε για μια άλλου είδους σκλαβιά τώρα», έλεγε τότε. Και συνέχισε: «Η Ευρωπαϊκή Ενότητα τι νομίζετε ότι είναι; Είμαστε πραγματικά ένα κράτος με δύναμη ώστε να μπορέσουμε να της επιβάλουμε απόψεις; Θα γίνουμε μια επαρχία στην οποία θα μας διοικεί η Ευρώπη. Και θα ’χουμε μια ψευδαίσθηση ότι συνδιοικούμεθα στην Ευρώπη. Λοιπόν, αυτή δεν είναι μια σκλαβιά; Τουλάχιστον με τα κριτήρια που είχαμε επί Τουρκοκρατίας; Και πάλι οι εξαιρέσεις επί Τουρκοκρατίας υπήρξανε. Και αναπτυχθήκανε στον Ευρωπαϊκό χώρο. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Μόνο που δεν θα ζουν στην Αθήνα, και θα ζουν στον Ευρωπαϊκό χώρο. Μα ποιος από μας δεν θα το έκανε, αν είχε τις δυνατότητες έστω και πριν 20 χρόνια; Υπάρχει καμία εγγύηση σωστής αναπτύξεως εδώ μέσα στον τόπο αυτό; Ποτέ! Αλλά βέβαια ο τόπος μας προχωράει πάντα με τις εξαιρέσεις του. Έτσι θα προχωρήσουμε και στο μέλλον. Περί Τουρκοκρατίας λοιπόν, ασφαλώς θα είναι μία μορφή της Ευρωπαϊκής μας θητείας. Που βέβαια δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαλλαγούμε ούτε να ελευθερωθούμε. Διότι θα είναι μια επιλογή μας, ενώ επί Τουρκοκρατίας έγινε μια υποταγή μας. Αυτή είναι η διαφορά».
Ρίγος!!! Πόσο προφητικός στάθηκε 27 ολόκληρα χρόνια πριν… Τονίζοντας τη διαφορά ανάμεσα στην εκούσια επιλογή και στην ακούσια υποταγή, τόσο διορατικός, τόσο πικραμένος γι’ αυτά που θα έρχονταν και που ο ίδιος δεν ήθελε να ζήσει. Ήξερε από προδοσίες, βλέπετε, όντας νέος ακόμη, με τα πρώτα αγκάθια να τρυπούν την ψυχή του. Το χθες και το αύριο πόσο ίδια φάνταξαν για εκείνον…
Χαρακτηριστικό το απόσπασμα που ο ίδιος έχει αφηγηθεί: «Ένα βράδυ, πήγαινα στο σπίτι των φίλων μου Κώστα και Αλεξάνδρας Τρικούπη. Περνώντας από την Ασφάλεια, με σταματάει ένας χοντρός έξω από την πόρτα της και μου ζητάει ταυτότητα. Ήσαν δύο-τρεις μαζί, μα σαν είδα τον χοντρό πάγωσα. Μου ήρθε στο νου μου μια εικόνα σ’ ένα χάνι ενός μικρού χωριού στα βόρεια της Ελλάδας κι εγώ να προσπαθώ να κοιμηθώ μες στο κρύο. Ήταν η υποχώρησή μας μετά τα Δεκεμβριανά κι εγώ, Επονίτης εκείνο τον καιρό, υποχωρούσα γυρίζοντας κάμπους και βουνά μες στον χειμώνα. Εκεί, λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το χάνι, σε μιαν άλλη γωνιά, ήσαν και δυο Ελασίτες, που είχαν ανάψει φωτιά και συνομιλούσαν, λέγοντας ο ένας στον άλλον τα κατορθώματά τους. Πόσους σκότωναν και πώς τους σκότωναν. Είχε παγώσει το αίμα μου μ’ αυτά που άκουγα και δειλά, είδα τη φυσιογνωμία του ενός, έτσι όπως φωτιζόταν από τη φωτιά, που μου εντυπώθηκε ανεξίτηλα μέσα μου. Τώρα τον έβλεπα μπροστά μου. Αστυφύλακα στην Ασφάλεια, να ζητάει ταυτότητα ειρωνικά, χωρίς βέβαια να μ’ αναγνωρίσει. Μου ’πε δυο λόγια προσβλητικά, μου ’πε να τσακιστώ από μπροστά του, και μου ’δωσε μια γερή κλωτσιά, προστατεύοντας έτσι το Έθνος μας απ’ ό,τι ηθικό και ζωντανό είχε αφήσει ο πόλεμος. Αναστατωμένος έφυγα και πέρασε καιρός να το ξεχάσω… Άρχισα να βλέπω πως η Πατρίδα δεν είναι τόσο τίμια και καθαρή και αποφάσισα να έχω τα μάτια μου ανοιχτά…»
Ναι, δεν ήθελε να ξαναδεί αυτήν την πατρίδα να ξεπουλιέται, αφήνοντας τα παιδιά της νηστικά, ξεριζωμένα, αδαή, σκλαβωμένα… Μας σιχτίρισε, λοιπόν, και την έκανε για εκεί που δεν θα πονούσε από το κατάντημά μας…
Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, αλλά το 1932, μετά τον χωρισμό των γονιών του, ήρθε στην Αθήνα με τη μητέρα του και την αδελφή του. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου κάνει κάθε δουλειά που του βρίσκεται: φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος φωτογραφείου, βοηθός νοσοκόμος κ.λπ. Δεν σπούδασε ποτέ σε ωδείο, αφού διδάχθηκε μουσική κοντά σε δασκάλους από τα τέσσερα χρόνια του.
«Έλαβα την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του “Βυζαντίου”, το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ…» αναφέρει ο ίδιος με την ιδιαίτερη πένα του.
«Εγώ άρχισα με τη La Yana, που χόρευε πάνω στους καθρέφτες μαγευτικά το “Πώς λάμπουν τ’ άστρα”. Εκείνη ήταν το μεγάλο άστρο κι εγώ ήμουν το μικρό. Μα, ξαφνικά, πέθανε η La Yana και η Ελλάδα ξεμπέρδεψε βέβαια με τους Γερμανούς, μα έμπλεξε χειρότερα με τους δικούς της. Κι εγώ μεταπήδησα από την εφηβεία στη νεότητα…»
Σημαντικές και καθοριστικές για την σταδιοδρομία του στάθηκαν οι γνωριμίες του με τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Γκάτσο, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη, όπως και με τον Κάρολο Κουν, τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους.
Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά δρώμενα ήταν το 1944, με το έργο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, μια συνεργασία που θα κρατήσει δεκαπέντε χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά., ενώ από το 1960 ντύνει μουσικά αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Παράλληλα, γράφει μουσική για τον ελληνικό και ξένο κινηματογράφο, με διεθνή επιτυχία.
Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία τού Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» και με πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη, συνεργάτιδά του και παντοτινή φίλη του – βραβείο που αρνήθηκε να παραλάβει εκφράζοντας έτσι την αντίθεσή του με τον συγκεκριμένο θεσμό, αν και το συγκεκριμένο τραγούδι όπως και πολλά άλλα δικά του έτυχαν διεθνούς αναγνώρισης, ενώ για τις ανάγκες μιας φωτογράφησης αναγκάστηκε να κρατήσει το Όσκαρ της Κατίνας Παξινού.
Το 1951 ιδρύεται το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου, του οποίου ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής.
Αντισυμβατικός και πνεύμα ανήσυχο, στραμμένος ανέκαθεν στην αναζήτηση του καινούργιου και του αυθεντικού, χρηματοδοτεί τον Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Προσκαλεί τον Αμερικανό συνθέτη Lucas Foss να προεδρεύσει της κριτικής επιτροπής, με το βραβείο να απονέμεται στον άγνωστος στους Έλληνες Ιάννη Ξενάκη.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στην Αμερική. «Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς – ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο», σημειώνει ο ίδιος.
Εκεί ανεβάζει στο Broadway με τον Jules Dassin και την Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble. Εκτός των άλλων έργων του («Ρυθμολογία op. 26 για πιάνο», «Μεγάλος Ερωτικός op. 30» – κύκλος τραγουδιών σε στίχους αρχαίων και νέων ελλήνων ποιητών), αρχίζει να γράφει τα λιμπρέτα για τρία μουσικά έργα («Μεταμορφώσεις», «Όπερα για Πέντε», «Ντελικανής»), ηχογραφεί το «Χαμόγελο της Τζοκόντα» και αρχίζει να συνθέτει την «Εποχή της Μελισσάνθης», μια μουσική ιστορία βασισμένη σε αυτοβιογραφικά στοιχεία που διαδραματίζεται τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης.
Το 1973 ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπον», «ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κλείνοντας το “Πολύτροπο” είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή», μας εξηγεί με τον δικό του πάντα καυστικό τρόπο.
Στη συνέχεια θα τον βρούμε στην Εθνική Λυρική Σκηνή ως αναπληρωτή γενικό διευθυντή, και στην Κρατική Ορχήστρα ως διευθυντή.
Μεγάλος σταθμός, και για εκείνον και για εμάς που τον ακούγαμε, το Τρίτο Πρόγραμμα που αναλαμβάνει ως διευθυντής (1975-’81) που σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών μετατρέπει σε σημείο αναφοράς, ποιότητας και ιδεών.
«Η ανεύρεση του ρεμπέτικου ήταν μια πράξη επιτακτική, αλλά και εξόχως τολμηρή, για ’κείνους τους καιρούς. Το να σ’ αρέσουν τα ρεμπέτικα ήταν το ίδιο επικίνδυνο σαν να διάβαζες “Ρίζο” παράνομο ή όποιο άλλο έντυπο παρεμφερές. Σήμερα το να σ’ αρέσουν τα ρεμπέτικα είναι το ίδιο εξαθλιωμένο και φτωχοπροδρομικό όσο το να ’σαι Κνίτης, Πασόκ ή Οννεδίτης».
Το 1979 καθιερώνει τις «Μουσικές Γιορτές» στ’ Ανώγεια της Κρήτης, με τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια και διοργανώνει συνέδριο με θέμα την παράδοση, στο οποίο συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί.
Το 1980 εγκαινιάζει τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο της Κρήτης, ένα φεστιβάλ που παρουσίαζε τα νέα ρεύματα σ’ όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής έκφρασης (μουσική, χορός, κινηματογράφος, ζωγραφική, θέατρο). Ο «Μουσικός Αύγουστος» θα επαναληφθεί και τον επόμενο χρόνο και θα φιλοξενήσει καταξιωμένους καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο: N. Piovani, A. Piazzola, S. Rinaldi, G. May, R. Winters, G. Sandor, E. Culp, H. Zender, Frei Hermano da Camara, κ.ά.
Tο 1981-82 διοργανώνει τους «Μουσικούς Αγώνες» στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό με σκοπό την παρουσίαση νέων Ελλήνων καλλιτεχνών.
Το 1985-86 εκδίδει το πολιτιστικό περιοδικό «Το Τέταρτο», ενώ το 1991 διοργανώνει τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας», όπου γι’ άλλη μια φορά, αναζητά «τους νέους που θέλουν να συνομιλήσουν» μαζί του, «χωρίς κραυγές, χωρίς συνθήματα και δίχως εκτονώσεις...».
Το 1989 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Από την αρχή της παρουσίας του στον ελληνικό χώρο και συγχρόνως με όλες τις προηγούμενες δραστηριότητές του, ήταν διαρκώς δισκογραφικά παρών με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: «Ο Κύκλος με την Κιμωλία» (1956), «Παραμύθι χωρίς Όνομα» (1959), «Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη» (1961), «Δεκαπέντε Εσπερινοί» (1964), «Μυθολογία» (1965), «Καπετάν Μιχάλης» (1966), «Τα Λειτουργικά» (1971), «Αθανασία» (1975), «Τα Παράλογα» (1976), «Σκοτεινή Μητέρα» (1985), «Τα Τραγούδια της Αμαρτίας» (1992) κ.ά. Οι περισσότεροι κύκλοι τραγουδιών είναι σε στίχους Νίκου Γκάτσου.
Ο ίδιος δημοσίευσε τέσσερα βιβλία με ποιήματα και σχόλια: «Μυθολογία», «Μυθολογία Δεύτερη», «Τα Σχόλια του Τρίτου», «Ο καθρέφτης και το Μαχαίρι».
Και είναι τούτο το μικρό λευκό σαν την ψυχή του βιβλιαράκι, «Μυθολογία Δεύτερη», που, όσο και να το έψαξα στην χαώδη βιβλιοθήκη μου, δεν το βρήκα. Κάποιος… ποντικός μού το εξαφάνισε – και δεν είναι το μόνο!
Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1994, ο Μάνος Χατζιδάκις «άρχισε το ταξίδι του προς τα άστρα», όπως σημειώνει ο Γιώργος Χατζιδάκις, ο γιος που υιοθέτησε ο Μάνος λίγο πριν μας αφήσει για πάντα.
Ο Γιώργος Χατζιδάκις έκανε σκοπό της ζωής του την αρχειοθέτηση του έργου του σπουδαίου και Έλληνα μουσουργού, ένα αρχείο που, όπως ο ίδιος ο Γιώργος Χατζιδάκις έχει δηλώσει σε συνέντευξή του παλαιότερα στη «Lifo», περιλαμβάνει «όλες τις παρτιτούρες των έργων του από τη δεκαετία του 1940, τέσσερα πιάνα, ακόμη και το πιάνο των παιδικών του χρόνων, τις μαγνητοταινίες του, τα βιβλία του, τους πίνακές του, τα ημερολόγιά του, όλη του τη ζωή!».
Προς το παρόν, εμείς από την πλευρά μας συνιστούμε στους αναγνώστες μας να επισκεφθούν τον ιστότοπο που δημιούργησε ο Γιώργος Χατζιδάκις (http://www.hadjidakis.gr/), και να ρουφήξουν όπως κι εμείς πληροφορίες ατελείωτες για τον αγαπημένο μας Μάνο, πληροφορίες για τη ζωή και το έργο τού πιο ασυμβίβαστου και ταλαντούχου συνθέτη που γέννησε ποτέ αυτός ο τόπος, και που χρειάζονται τόμοι για να αποτυπωθούν.
Ενός καλλιτέχνη που αγάπησε με πάθος τη μουσική και που, κρατώντας μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας την προσωπική του ζωή και υπερασπιζόμενος αξιοπρεπώς όσα αγάπησε και πίστεψε, κατέδειξε με την στάση του τον αντρισμό που εκλείπει από πολλούς «άντρες»…
Αξίζει να αναφερθούμε σε λίγα από αυτά που δήλωσε ο Στέλιος Ράμφος στην Αριάν Λαζαρίδου το 2011 (εφημερίδα «Επενδυτής»:
«Ο Χατζιδάκις παρέλαβε ένα μουσικό καθεστώς με όλα τα χαρακτηριστικά της αγκυλώσεως: δημοτικό και ρεμπέτικο τραγούδι ανακύκλωναν την ιδιοφυΐα τους στατικά, εγκλώβιζαν το ισχυρότατο συλλογικό τους αίσθημα στον παραδοσιακό προκαθορισμό των “δρόμων”. Κατέγραφαν στερεότυπα την αντίδραση της κοινότητος απέναντι στις χαρές και τις λύπες της ζωής, είτε τους καημούς των λαϊκών ανθρώπων της πόλεως, οι οποίοι δεν βίωναν μια συνειδητή ατομικότητα αλλά εκείνη του περιθωρίου. Οι ψυχές σκιρτούσαν δυνατά και συγχρόνως ασφυκτιούσαν αδιέξοδα, καθώς περίμεναν μια ενηλικίωση η οποία δεν ερχόταν. Το έντεχνο τραγούδι του 1950 δεν μπορούσε να βασιστεί σε σχηματισμένη ψυχή. Οι κάτοικοι των πόλεων ήταν εσωτερικοί μετανάστες, αγροτοποιμενικές ιδιοσυγκρασίες μάλλον, παρά αυτό που λέμε “αστοί”. Επρόκειτο για ασυνάρτητο άθροισμα, αληθινή παρωδία.
Και επειδή ο Μάνος Χατζιδάκις, εκτός από ιερό τέρας της μουσικής, ήταν και ένας εξαίσιος ποιητής, κρατήσαμε για το τέλος τους αφορισμούς του όπως ο ίδιος τους αποτυπώνει:
«Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
»Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
»Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα “επώνυμους” πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.
»Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ “λαχεία στον ουρανό” και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός».
«Ό,τι έχω ιερό: Να περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, τη λογική του κράτους και την “ηθική” των συγγενών μου. Να αγαπώ με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους και τους αναθεωρητές».
«Λένε πως οι καλλιτέχνες είναι είτε κομμουνιστές είτε ομοφυλόφιλοι. Εγώ πάντως δεν είμαι κομμουνιστής...»
«Δύο είναι οι εχθροί της πολιτικής και του πολιτισμού: ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός»
«Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει».
«Η αμαρτία είναι βυζαντινή κι ο έρωτας αρχαίος».
«Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις».