«Μα, και σεις τα ίδια κάνατε. Μήπως θυμάστε τι τροπολογίες φέρνατε, την τελευταία στιγμή;», «Μα, κι εσείς κάψατε τους ανθρώπους στο Μάτι», «Μα, και σεις τότε είχατε την Κονιόρδου, υπουργό, που είχε παίξει σε παράσταση με τον Λιγνάδη», «Μα, κι εσείς δεν είχατε αλλάξει το καθεστώς αποζημιώσεων στον ΕΛΓΑ…».
Η φράση «Μα, κι εσείς…» τείνει να γίνει η πιο must καραμέλα στο κυβερνητικό επιτελείο, δημιουργώντας την αίσθηση για ένα παιχνίδι «Man to Man», που αρχίζει και τελειώνει μ’ ένα πια τόσο πολυφορεμένο μότο, με κύριο αποδέκτη την αξιωματική αντιπολίτευση.
Η κυβέρνηση πέρασε διαδοχικά από διάφορες φάσεις, γνωρίζοντας ότι το τρίμηνο/εξάμηνο έτσι κι αλλιώς απολαμβάνει ασυλίας. Η αίσθηση της ευφορίας και του επιτελικού κράτους ήταν εμφανής, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίστηκε ως ο εγγυητής μιας νέας εποχής, όπου όλα θα λειτουργούσαν ρολόι: ατζέντες, φάκελοι, χρονοδιαγράμματα. Όλα κομπλέ.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μόλις είχε χάσει, ήθελε χρόνο ανασύνταξης, υπήρχαν διαφορετικές λογικές για το φταίξιμο της ήττας, αλλά του πήρε ομολογουμένως και καιρό για να τη χωνέψει. Είχαν ξεσηκωθεί οι ψηφοφόροι, πότε θα κάνει επιτέλους αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά λόγω της πανδημίας προτιμήθηκε η πιο χαλαρή γραμμή.
Μέχρι που η κυβέρνηση Μητσοτάκη «στούκαρε» σε τρεις τοίχους: στο β΄ κύμα της πανδημίας, στον ελληνικό διοικητικό μηχανισμό, και στη μόνιμη, δυσφορία και δυσανεξία στις αλλαγές ακόμη κι αν είναι επιβεβλημένο να γίνουν. Οπότε και υιοθέτησε δυο πρακτικές, είτε να κατεβάζει τα ρολά στον μηχανισμό (lock down1, lock down 2, lock down3) ή να μεταθέτει την ευθύνη στους προηγούμενους.
Είναι σαφές πως η πανδημία δεν ήταν προβλέψιμη για καμία ηγεσία, ούτε μπορεί να της ζητήσει κάποιος ευθύνες για το θέμα αυτό. Για τη διαχείριση της κρίσης, όμως, σίγουρα μπορεί. Το κλίμα ευφορίας για τη διαχείριση του Α΄ κύματος της πανδημίας δημιούργησε αυτοκρατορική ευφορία μαζί με τα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, για το πόσο καλά τα κατάφερε η Ελλάδα με τον Σωτήρη Τσιόδρα.
Μέχρι που άρχισαν τα πρώτα σύννεφα στη διαχείριση της πανδημίας, με πρώτο θέμα τις μάσκες. Από εκεί που δεν χρειάζονταν καθόλου, σήμερα ακόμη κι ο εμβολιασμένος Σωτήρης Τσιόδρας τις φορά δυο-δυο. Τελικά, προστατευόμαστε ή όχι από τον ιό; Για ποιο λόγο έγινε τότε ο εμβολιασμός, αν δεν μπορούμε να κυκλοφορήσουμε χωρίς τα φίμωτρα;
Η «πουπουλένια» πραγματικότητα δεν αφορά στους πάντες. Αν ένα παιδί έχει φορητό υπολογιστή στην Κηφισιά, δεν σημαίνει ότι όλα τα παιδιά της Κηφισιάς, της Αττικής ή όλα τα παιδιά της Ελλάδας διαθέτουν. Το άνοιξε-κλείσε στα σχολεία τείνει να γίνει ανέκδοτο.
Οι γκάφες δεν περιορίζονται σε έναν κλάδο, αλλά σε απανωτούς τομείς της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο: έλλειψη κλινών, τηλε-εκπαίδευση για κλάματα, προβλήματα με τα παιδιά της Γ΄ Λυκείου, απανωτά lockdown, στέρηση ελευθεριών πολιτών, παλινωδίες με click down, click in, click inside, σκοτσέζικο ντους με τα εμβόλια, πλημμύρα στην Ακρόπολη. Και η κυβέρνηση πια δεν είναι καινούργια.
Η κακοκαιρία στα Βόρεια Προάστια
Και ήρθε η κακοκαιρία στα Βόρεια Προάστια, που πάλι έφταιγε η Δούρου και ο ΣΥΡΙΖΑ στο Μάτι. Η τυμβωρυχία στην πολιτική δεν ωφελεί πάντα. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο κόσμος πρέπει να θυμηθεί μετά πόσοι κάηκαν, όταν έφταιξε ο «στρατηγός άνεμος» επί Ν.Δ. στην Ηλεία.
Όταν όλοι οι βουλευτές της Ν.Δ. βγήκαν να μιλήσουν για τους μπαχαλάκηδες των αριστερών οργανώσεων, που καταστρέφουν τα Πανεπιστήμια, με πρώτη και καλύτερη την υπουργό Νίκη Κεραμέως, τους ξένισε όταν η Σία Αναγνωστοπούλου τους υπενθύμισε ότι το πρωτοπαλίκαρο της ΟΝΝΕΔ, στην Αχαΐα, ο Γιάννης Καλαμπόκας σκότωσε καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης και βγήκε έξω στα 7 χρόνια.
Η λογική συμψηφίζω το λάθος, για να φαίνεται μικρότερο, δεν αρκεί. Για το θυροκολλημένο χαρτί στην ΕΡΤ, που θύμισε εποχές ΥΕΝΕΔ, δεν έφταιγε πάλι η Ακριβοπούλου. Γιατί η Ακριβοπούλου δεν είναι πια στο δελτίο της ΕΡΤ. Είναι στο σπίτι της και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί στις επόμενες εκλογές, για το αν έμαθε από τα λάθη του κι αν κατάφερε τα λάθη ή τις αδυναμίες της κυβέρνησης να τις κεφαλαιοποιήσει.
Η τακτική τού «Man to Man» σε αυτήν τη φάση έχει ως σκοπό πολιτικά τον μετριασμό της ήττας, προκειμένου να κερδηθεί το παιχνίδι των εντυπώσεων στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Ο «μετριασμός» μέσω του συμψηφισμού, ώστε να μπει στο κάδρο ο αντίπαλος, ως «το άνθος του κακού», είναι μία πατέντα δοκιμασμένη. Συνήθως, όμως, κάνει κακό σε όποιον την πολυχρησιμοποιεί. Σκάβοντας διαρκώς λάκκους για τον αντίπαλο το κυβερνών πολιτικό κόμμα δεν έχει αντιληφθεί ότι έχει βάλει το ένα δικό του πόδι μέσα. Έτσι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ έφταιγε χθες, αν καθυστερούσαν οι συντάξεις, δεν φταίει που επί Βρούτση το σύστημα φράκαρε εντελώς και δεν ξέρει από πού να το πρωτομαζέψει ο νυν υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης.
Το παιχνίδι των εντυπώσεων ως τακτική εφαρμόστηκε την περίοδο του β΄ κύματος της πανδημίας με το σπίτι Τσίπρα. Όμως, αντί να βρεθεί ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με την πλάτη στον τοίχο, βρέθηκε η κυβέρνηση, αφού ακόμη και ο δημοσιογράφος που έγραψε το θέμα πήρε αποστάσεις από την αρχική του τοποθέτηση.
Θα περίμεναν οι Έλληνες μία συγγνώμη από τον κ. Θεόδωρο Λιβάνιο, ο οποίος είναι νέος πολιτικός, για το θυροκολλημένο χαρτί στην ΕΡΤ, που έλεγε, να δείχνετε μόνο του τον Λιγνάδη. Αντ’ αυτού, πέρασε στην αντεπίθεση. Το στραβό, όμως, δεν ισιώνει, επειδή το έκανε κι ο αντίπαλος λάθος.
Η στρατηγική της κυβέρνησης για ευθεία επίθεση και αναμόχλευση των λαθών είναι ασόβαρη όταν, επί έξι μέρες, άνθρωποι που μένουν στην πρωτεύουσα κι όχι σε ένα χωριό απομονωμένο μένουν δίχως ρεύμα. Όταν σέρνεται το θέμα Λιγνάδη επί μέρες και δεν παραιτείται η αρμόδια υπουργός, που έχει αφήσει τους καλλιτέχνες στα όρια της πενίας. Όταν καίγονται οι Μυκήνες, πλημμυρίζει η Ακρόπολη και η κυβέρνηση απολαμβάνει τις δάφνες της, δεν φταίει ο Χατζηπετρής. Όταν κλείνει χωρίς προληπτικά μέτρα η εθνική οδός δημιουργώντας χάος, μ’ έναν υπουργό να κάνει τον καπετάνιο σε ένα κάρο υπουργεία, ωσάν σκιώδης πρωθυπουργός, δεν φταίνε οι προηγούμενοι. Φταίει ο τωρινός τής Κατεχάκη.
Οι πολίτες που ψήφισαν Νέα Δημοκρατία δεν ήθελαν ούτε να τους κάψει αλλά ούτε να τους ξεπαγιάσει κανένας υπουργός. Ψήφισαν για να νιώθουν ασφαλείς στα σπίτιά τους, αλλά όχι για να τα νιώθουν φυλακές. Δεν ψήφισαν για να δίνουν λογαριασμό στο κράτος, αν έχουν σύντροφο σε άλλη γειτονιά. Δεν ψήφισαν για να υπομένουν τον εγκλεισμό, όταν άλλοι κάνουν μαζώξεις στην Ικαρία και ύστερα βγάζουν φωτογραφίες πως «κι ο Τσίπρας πήγε στην Πάτρα». Η λογική αυτή θυμίζει δικαιολογίες παιδιών του δημοτικού, αντί για μία σοβαρή κυβέρνηση, που μετά της φταίει το Da Capo που βρέθηκε μπροστά της.
Για τους σοβαρούς, συντηρητικούς ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας, η διαχείριση της κακοκαιρίας στα βόρεια προάστια ήταν οικτρή. Κι ήταν κι ένα crash test εμπιστοσύνης. Στο πεδίο του πολιτισμού, η υπόθεση Λιγνάδη - Μενδώνη με την εκπρόσωπο Τάφου δημιούργησε δυσφορία γιατί η υπόθεση –τόσο σοβαρή– έμεινε να λιμνάζει.
Η πολιτική έχει δύο ζητήματα, τις εντυπώσεις και την ουσία. Η κυβέρνηση από το καλοκαίρι του 2020 κι έπειτα κάνει τη μία γκάφα πίσω από την άλλη. Τα έσοδα του κράτους καταρρέουν, μικρές επιχειρήσεις είναι στα όρια του λουκέτου, άνθρωποι ζουν με τα ψέματα, το εκπαιδευτικό σύστημα υποφέρει με τις αυταρχικές ρυθμίσεις Κεραμέως - Χρυσοχοΐδη. Το «Man to Man», ως σχέδιο διαχείρισης κυβερνητικών κρίσεων, έχει αποδειχτεί στην πράξη ότι είναι αποτυχημένο, όταν δεν συνοδεύεται από πολιτική ουσία. Και παρά τη συναρπαστική στήριξη των μιντιακών μέσων, η κυβέρνηση, εκτός από την ουσία, χάνει πια και τη μάχη των εντυπώσεων.