ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Αφιέρωμα στον Τόλη Βοσκόπουλο, στις επιτυχίες του και στις γυναίκες της ζωής του
Γεννήθηκε ως Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 αλλά έμεινε στην ιστορία ως λόρδος Βύρων. Ήταν γιος του πλοιάρχου του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού Τζον Μπάιρον και της δεύτερης συζύγου του Κάθριν Γκόρντον. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια καθώς η μητέρα του ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ'. Ο πατέρας του τους εγκατέλειψε λόγω χρεών και η μητέρα του αναγκάστηκε να πουλήσει περιούσια και τίτλο ευγενείας για να αποπληρώσει τα χρέη. Το διαζύγιο ήταν αναπόφευκτο, μάλιστα οι γονείς του είχαν ήδη χωρίσει πριν καν ακόμα γεννηθεί. Ο Λόρδος Βύρων γεννήθηκε χωλός (κουτσός) και τα πρώτα χρόνια έμενε μαζί με τη μητέρα του στο Αμπερντήν της Σκωτίας, μάλλον φτωχικά, όπου και έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Η ζωή του άλλαξε ριζικά όταν στις 19 Μαΐου του 1798 πέθανε ο αδελφός του παππού του, από την πλευρά του πατέρα του, Ουίλιαμ Μπάιρον, γνωστός ως ο μοχθηρός Λόρδος, και έτσι σε ηλικία μόλις 10 ετών κληρονόμησε τον τίτλο του Βαρόνου Μπάιρον. Δύο χρόνια αργότερα θα βρεθεί σε ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, όπου θα λάβει τη δέουσα μόρφωση της άρχουσας τάξης.
Ο Βύρων ήταν γοητευτικός άνδρας με πυκνά πυρόξανθα σγουρά μαλλιά και ωραίο παράστημα, αν και λίγο κουτσός από το δεξί του πόδι. Οι ερωτικές του περιπέτειες άφησαν εποχή στο Λονδίνο και η περιφρόνησή του για τις κοινωνικές συμβάσεις ήταν η αιτία για να δημιουργηθούν μικρά και μεγάλα σκάνδαλα. Από τον σύντομο γάμο του με την Αναμπέλα Μίλμπανκ απέκτησε μία κόρη, την Άντα Λάβλεϊς, μετέπειτα διάσημη μαθηματικό, που θεωρείται από τους πρωτοπόρους της πληροφορικής. Από τη σχέση του με την Κλερ Κλέμοντ, απέκτησε και μία δεύτερη κόρη, την Κλάρα Αλέγκρα, η οποία πέθανε σε ηλικία πέντε χρονών. Η προσωπική ζωή του λόρδου Βύρωνα ήταν μονίμως άστατη και μια συνεχής πρόκληση για τα ήθη της εποχής. Ήταν πολλές οι ερωτικές σχέσεις του και δεν περιορίζονταν μόνο στο γυναικείο φύλλο.
Με την παρότρυνση των φίλων του ξεκίνησε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 17 ετών, τα οποία έγιναν γνωστά ως τα «Φυγαδευμένα Κομμάτια». Ο ερωτισμός των γραπτών αυτών όμως σύντομα έγινε αντικείμενο έριδας με κάποια από τα μέλη της κοινότητας και έτσι καταστραφήκαν πριν διαδοθούν ευρέως. Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ώρες Απραξίας», στην οποία περιέχονταν πολλά από τα αρχικά ποιήματα του Βύρωνα καθώς και μεταγενέστερες συνθέσεις, δέχτηκε έντονη και ανώνυμη κριτική από το λογοτεχνικό περιοδικό Edinburgh Review, το οποίο κατείχε σημαντική θέση στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής. Ως απάντηση, ο Βύρων έγραψε το πρώτο σατιρικό του έργο, English «Άγγλοι βάρδοι και Σκοτσέζοι κριτικοί» (1809), το οποίο δημοσίευσε αρχικά ανώνυμα. Πολύ γρήγορα όμως η ταυτότητα του ποιητή αποκαλύφθηκε και οι αντιδράσεις ήταν έντονες, με αποκορύφωμα μια πρόσκληση σε μονομαχία. Με τον καιρό όμως έγινε μόδα, και για κάποιους ήταν ένα είδος τιμής, να βρίσκονται στο στόχαστρο της πένας του Βύρωνα.
Ο Βύρων γνώρισε την επιτυχία με την ποιητική συλλογή «Tο προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» που εκδόθηκε το 1812 και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής, κάτι που τον έκανε περιζήτητο και διασημότητα της εποχής. Η επιτυχία του αυτή εξέπληξε ακόμα και τον ίδιο. Η πρώτη έκδοση με 500 αντίτυπα εξαντλήθηκε μέσα σ' ένα τριήμερο, και ακολούθησαν έξι ακόμα εκδόσεις μέσα σ' έναν μήνα. Τα ποιήματα που ακολούθησαν επικεντρώθηκαν σε θέματα από την Ανατολή στη συλλογή με τίτλο «Ανατολίτικες ιστορίες» όπου περιέχονταν τα ποιήματα «Ο γκιαούρης», «Η νύφη της Αβύδου» και πολλά άλλα.
Κατά γενική ομολογία ήταν ιδιαίτερα σπάταλος και καθόλου φειδωλός οικονομικά, έτσι με τον καιρό συσσωρεύτηκαν χρέη για τα οποία οι πιστωτές του τον αναζητούσαν συνεχώς προς αποπληρωμή. Συνέπεια των χρεών του, αλλά και της καταδίωξης του από πρώην ερωμένες, ο Βύρων βρήκε την ευκαιρία να ξεκινήσει την μεγάλη Ευρωπαϊκή περιοδεία του ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως έκαναν κατά τα πρότυπα της εποχής οι νεαροί Άγγλοι ευγενείς μετά την ενηλικίωση τους. Με τους Ναπολεόντειους πολέμους να βρίσκονται σε εξέλιξη, αναγκάστηκε να αποφύγει αρκετές χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, και έτσι κατέληξε στις χώρες της Μεσογείου και εν τέλει στην Ελλάδα.
Από πολύ νωρίς, ο Βύρων εκδήλωσε μια φιλελεύθερη αντίληψη που δεν δίστασε να υποστηρίξει ακόμα και στην Βουλή των Λόρδων. Σε όλη του την πορεία τάσσονταν υπερ των εργατικών στρωμάτων και υποστήριζε την απελευθέρωση των εθνών από κάθε είδους ζυγό. Είναι εμφανώς δικαιολογημένη η ένθερμη υποστήριξη του στον απελευθερωτικού αγώνα των ελλήνων στον οποίο και συμμετείχε ενεργά.
Στις 3 Αυγούστου 1823 καταφθάνει στο Αργοστόλι. Οι Έλληνες τότε ήταν διχασμένοι κι αυτό πίκραινε τον ευαίσθητο ποιητή. Έχοντας διορισθεί αντιπρόσωπος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», μοίρασε στους επαναστάτες τα εφόδια, που του έστειλαν από το Λονδίνο. Από δικά του χρήματα έστειλε στον Μαυροκορδάτο 4.000 λίρες για τη συντήρηση του στόλου.
Στις 5 Ιανουαρίου 1824 έφθασε στο Μεσολόγγι, όπου οι αγωνιζόμενοι Έλληνες τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Εκεί συνεργάσθηκε με άλλους ξένους εθελοντές και με δικά του έξοδα οργάνωσε το στρατό και φρόντισε για την οχύρωση του Μεσολογγίου.
Στις 25 Ιανουαρίου η κυβέρνηση τον αναγνώρισε αρχιστράτηγο. Οι κόποι του, όμως, για την οργάνωση του στρατού και για τη συμφιλίωση των οπλαρχηγών, καθώς και το κακό κλίμα, επιδείνωσαν την υγεία του.
Στις 9 Απριλίου έπεσε στο κρεβάτι με δυνατό πυρετό. Παραμιλούσε διαρκώς, αλλά και τότε ακόμα παρακινούσε τους Έλληνες να συμφιλιωθούν, για να πετύχουν την απελευθέρωσή τους. Ξημερώματα της 19ης Απριλίου 1824, Δευτέρα του Πάσχα, άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 χρονών.
Ο θάνατός του πόνεσε βαθιά όλους τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Άνδρες και γυναίκες τον έκλαψαν σαν πραγματικό αδελφό, έγινε σύμβολο του πατριωτισμού και ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας. Μετά την κηδεία του στο Μεσολόγγι η σορός του μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Τις μέρες εκείνες ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε ένα μεγάλο ποίημα «Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον» για να τιμήσει τη ζωή και το έργο του μεγάλου φιλέλληνα.