Σε καθεστώς πανικού βρίσκονται πλέον εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, μετά την απόφαση του νέου γενικού lockdown στη χώρα αλλά και τη δημοσιοποίηση των μέτρων ενίσχυσης του υπ. Οικονομικών.
Οι προβλέψεις ότι τα κυβερνητικά μέτρα θα αποδεικνύονταν «ασπιρίνη σε καρκινοπαθή», κατά τα λεγόμενα των εκπροσώπων της αγοράς, επιβεβαιώθηκαν μετά και την ανακοίνωση του πλαισίου στήριξης από τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα. Όπως συνομολογούν φορείς της αγοράς, συνδικάτα και κόμματα της αντιπολίτευσης, τα μέτρα ήταν μια επανάληψη αυτών της άνοιξης, χωρίς καμία πρόβλεψη για κρατικές επιδοτήσεις ή άλλα εργαλεία ουσιαστικής στήριξης της επιχειρηματικότητας σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Αν δίνεται κάπου βάρος, αντιθέτως, αυτό είναι προς την κατεύθυνση των ανέργων και των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που πλήττονται από τα κυβερνητικά μέτρα με τις γνωστές αποζημιώσεις. Και ορθώς. Μόνο που, όταν αφήσουμε πίσω μας την πανδημία, δεν θα υπάρχουν επιχειρήσεις για να εργαστούν οι επιδοτούμενοι.
Με την ελπίδα να έχει μετατοπιστεί στην εξειδίκευση των μέτρων ανά κλάδο, που επίκειται από το οικονομικό επιτελείο, οι επαγγελματίες που βιώνουν την οικονομική στενότητα λόγω covid-19 προσπαθούν να μετρήσουν τις πληγές τους. Οι φόβοι για ένα επερχόμενο «τσουνάμι» κλεισίματος καταστημάτων και επιχειρήσεων μεγαλώνουν διαρκώς. «Οι αρχικές μας προβλέψεις, μετά το πρώτο lockdown αλλά και το πρόσφατο “λουκέτο” στην εστίαση αφορούν περίπου 100.000 επιχειρήσεις που θα κλείσουν. Με τα νέα δεδομένα, ο αριθμός των νέων “λουκέτων” κυμαίνεται από 150.000 με 200.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις», είναι η δραματική πρόβλεψη του προέδρου του Εμπορικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννη Χατζηθεοδοσίου.
Οι διαμαρτυρίες των εκπροσώπων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στη χώρα, στις οποίες απασχολείται περίπου το 80% του εργαζόμενου δυναμικού, εστιάζονται στη συντηρητική προσέγγιση της ζημίας από την πανδημία για την επιχειρηματικότητα από την πλευρά της κυβέρνησης. Όπως και στο πρώτο, έτσι και στο σημερινό δεύτερο κύμα της πανδημίας και κατ’ επέκταση στην αναστολή του μεγαλύτερου κομματιού της οικονομικής δραστηριότητας, το υπουργείο Οικονομικών περιορίστηκε σε μια σειρά μέτρων που ουσιαστικά κλωτσούν το τενεκεδάκι αλλά δεν το πετάνε στα σκουπίδια: Αναστολές και μεταθέσεις οφειλών, όπως «η αναστολή καταβολής ΦΠΑ, η αναστολή ρυθμισμένων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και η αναστολή πληρωμής των δόσεων για δάνεια, δεν αποτελούν μέτρα που μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις σοβαρότατες συνέπειες της κατάρρευσης της εσωτερικής ζήτησης και του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι απλώς μεταφέρουν συσσωρευμένες υποχρεώσεις προς το μέλλον για επιχειρήσεις που λειτουργούν πλέον σε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό περιβάλλον», όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ).
Αυτό που είχε διαφανεί και την περασμένη άνοιξη είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο λιανεμπόριο και στην εστίαση, το οποίο ούτως ή άλλως δυσκολευόταν να επιβιώσει, έχασε κάθε ελπίδα επιβίωσης μένοντας εκτός νυμφώνος μέτρων στήριξης. Μάταια προσπαθούσαν οι συνομοσπονδίες να πείσουν τους κυβερνώντες ότι η στήριξη αυτών των επιχειρήσεων –σε περιπτώσεις, ολόκληροι κλάδοι– δεν είναι «πεταμένα λεφτά σε πηγάδι δίχως πάτο», ιδίως από τη στιγμή που υπήρχε η δυνατότητα ένταξής τους σε ευρωπαϊκά προγράμματα ενίσχυσης ρευστότητας. «Κάποιοι πρέπει να εξηγήσουν τη λογική που διεκδικείς χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεις τις ανάγκες σου», σημειώνει ο καθηγητής Ευρωπαϊκών Θεσμών και πρώην ευρωβουλευτής Νότης Μαριάς. «Για παράδειγμα, το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SURE. Ιταλία και Ισπανία πήραν σχεδόν 50 δισ. (27 η πρώτη και 22 η δεύτερη), διεκδικώντας χρήματα για τους πολίτες και τους εργαζόμενους των χωρών τους. Στην Ιταλία επιδοτείται από την Ευρώπη μέχρι και το babysitting για τις εργαζόμενες μητέρες στο περιβάλλον του κορωνοϊού. Ακόμα και συγκρινόμενη με χώρες ίδιου μεγέθους, η Ελλάδα παρουσιάστηκε ανέτοιμη. Δεν μπορεί το Βέλγιο να παίρνει 7,8 δισ., η Πορτογαλία 6 δισ. και εσύ να παίρνεις μόλις 2,7 δισ.», καταλήγει.
Ένας από τους κλάδους του λιανεμπορίου που πρόκειται να βυθιστεί και που έχει ελάχιστες ελπίδες να βρει… αναπνευστήρα είναι αυτός της ένδυσης και της υπόδησης. «Κόψαμε επιταγές και χρεωθήκαμε για να κάνουμε παραλαβές και να “στοκάρουμε” υπολογίζοντας στην αυξημένη κίνηση λόγω των “μικρών εκπτώσεων” και τελικά θα είμαστε κλειστοί άγνωστο μέχρι πότε», λέει στο greekschannel ο Ιάκωβος Τόγιας, ιδιοκτήτης καταστήματος στην Ερμού και πρώην μέλος της ΓΣΕΒΕ.
Όμως και η εστίαση, ο πρώτος κλάδος που βίωσε το δεύτερο κύμα της πανδημίας στον οποίο απασχολούνται 350-400.000 εργαζόμενοι, είδε τον τζίρο της να σημειώνει απώλειες στο 60% περίπου, να αδυνατεί να βρει διέξοδο μέσω τραπεζικού δανεισμού με βάση τα αυστηρά κριτήρια δανειοδότησης που ισχύουν αλλά και να αποκλείεται, τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι της, από τα προγράμματα ρευστότητας. Ο αρμόδιος τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Χαρίτσης, με επίκαιρη ερώτηση προς τον υπουργό Ανάπτυξης, Αδ. Γεωργιάδη, ρωτά αν στο υπουργείο έχουν γίνει οι κατάλληλες ενέργειες «για να αξιοποιήσετε τους πόρους του ΕΣΠΑ ή άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία για τη δημιουργία στοχευμένου προγράμματος μη επιστρεπτέας ενίσχυσης για τις επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης που δοκιμάζεται σκληρά από την πανδημία». Και η απάντηση, αν μη τι άλλο, είναι κρίσιμη για τους χιλιάδες επαγγελματίες του κλάδου.
Τρομάζει το δημόσιο χρέος
Την ίδια ώρα, ανησυχία στους γνωρίζοντες προκαλεί η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Το Δημόσιο καθυστερεί να καταβάλει επιστροφές φόρων ενώ αυξήθηκαν και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς τους ιδιώτες. Από την άλλη ο ΕΦΚΑ δεν έχει κατορθώσει να παρέξει τα επίσημα στοιχεία για το πόσες συντάξεις χρωστάει το κράτος στο υπουργείο Οικονομικών, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιέζει και περιμένει απαντήσεις προκειμένου να προχωρήσει και η νέα αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.
Αντί επιλόγου, ο κ. Μητσοτάκης πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσει ότι τα δυτικού τύπου κράτη κυβερνώνται, σε ό,τι έχει να κάνει τουλάχιστον με την οικονομία, με ισορροπία στη δοσολογία φιλελευθερισμού-κεϊνσιανισμού. Δεν μπορείς να διαγράφεις τον ρόλο του κράτους σε καλές εποχές για την αγορά, ούτε να πηγαίνεις στο άλλο άκρο όταν αντιμετωπίζεις μια κρίση και να γίνεσαι, από νεοφιλελεύθερος, κεϊνσιανιστής. Και όταν το κάνεις, όπως για παράδειγμα στην περίπτωσή μας που η επιδοματική πολιτική πλέον έχει εκτοξευθεί, καλό είναι να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, μήπως έγινες εκείνο το τέρας που σκότωσες.
ΥΓ: Στην Ελλάδα, πριν αποφασίσουμε το lockdown vol.II, ρίξαμε κλεφτές ματιές πώς το κάνουν οι άλλοι στο Βέλγιο, τη Γαλλία κ.λπ. Βέβαια, βάλαμε και την πινελιά μας και αφήσαμε λίγο περισσότερο ανοιχτά τα κομμωτήρια για να βάψουμε ρίζα και τα καθαριστήρια(!), όχι όμως και τα βιβλιοπωλεία. Μην τύχει και πάει κανείς τελευταία στιγμή και ξεστραβωθεί μεσούσης καραντίνας…