Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΣΑΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Η αποδοχή είναι το πρώτο βήμα για την αλλαγή που θα μας οδηγήσει σε φωτεινούς δρόμους
Με τα πιο δραματικά χρώματα περιέγραφαν προ ενός έτους σε άρθρο τους οι New York Times την πραγματικότητα που βιώνουν οι Ελληνίδες στα χρόνια της κρίσης επιλέγοντας να μην γίνουν μητέρες υπό το φόβο ότι δεν θα μπορέσουν να προσφέρουν τα απαραίτητα στα παιδιά τους.
Σύμφωνα, δε, με το Κέντρο Δημογραφίας Βίτγκεσταϊν στην Αυστρία το ένα πέμπτο των γυναικών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του '70 στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία πιθανότατα δεν θα γίνουν ποτέ μητέρες, ένα ποσοστό που δεν έχει καταγραφεί ξανά μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Και εκατοντάδες χιλιάδες γόνιμοι νέοι άνθρωποι έχουν φύγει στη Γερμανία, τη Βρετανία και τον εύφορο βορρά χωρίς πρόθεση να επιστρέψουν» προσθέτει στο άρθρο της η δημοσιογράφος των NYT.
Κάθε αύξηση του δείκτη γεννήσεων κατά 1% οδηγεί σε κατά κεφαλήν αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4%. Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας με τίτλο "Ο αντίκτυπος της υπογεννητικότητας στην οικονομική ανάπτυξη” της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας HOPEgenesis που παρουσιάστηκε σε συνέντευξη τύπου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Η μελέτη αναλύει το διαχρονικό ζήτημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα μέσα από την ανάδειξη των αιτιών δημιουργίας του και δείχνει τον αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η επιβάρυνση του δημογραφικού ζητήματος στην Ελλάδα είναι στενά συνδεδεμένη με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, από το 2010 και μετά. Η γήρανση του πληθυσμού, οι μειωμένες κρατικές δαπάνες λόγω μνημονίων, το άνισα κατανεμημένο νοσοκομειακό και μαιευτικό δίκτυο της χώρας, η δυσκολία των γυναικών που ζουν σε απομακρυσμένες νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές να λαμβάνουν ολοκληρωμένες μαιευτικές και γυναικολογικές υπηρεσίες και η οικονομική μετανάστευση των νέων (το γνωστό "brain drain”) συγκαταλέγονται μεταξύ των αιτιών που συνέβαλαν τόσο στην αύξηση της υπογεννητικότητας όσο και στην αντιστροφή του θετικού ισοζυγίου γεννήσεων και θανάτων από το 1960 μέχρι το 2010.
Από την έρευνα προκύπτει και η άμεση σχέση του προβληματικού συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος με την υπογεννητικότητα, καθώς η οικονομικά ενεργή βάση που μειώνεται συνεχώς καλείται να συντηρήσει τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1960-2015 το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού και των νέων της χώρας μειώθηκε κατά 15% περίπου, ενώ ο πληθυσμός άνω των 65 τετραπλασιάστηκε.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η διαπίστωση ότι σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι γυναίκες αποκτούν λιγότερα παιδιά από ότι απαιτούνται για να μείνει σταθερός ο πληθυσμός της κάθε χώρας. Το επίπεδο αντικατάστασης των γενεών αποτιμάται στα 2,1 παιδιά ενώ συγκεκριμένα στην Ελλάδα ο αριθμός αυτός αγγίζει οριακά το 1,3, καθιστώντας την Ελλάδα ουραγό στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, η μελέτη καταθέτει και συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιστροφή της αρνητικής τάσης που παρουσιάζεται κατά τα τελευταία έτη. Μεταξύ αυτών αναφέρονται η ανάγκη χάραξης ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου της Ελληνικής πολιτείας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παροχή γενναίων οικονομικών και φορολογικών κινήτρων σε οικογένειες, αλλά και η προσπάθεια επαναπατρισμού των νέων που έφυγαν για το εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Τέλος, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας της γεωγραφίας της Ελλάδος (πολλές απομακρυσμένες δυσπρόσιτες νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές) χρειάζονται συμπληρωματικές δράσεις φορέων και αστικών μη κερδοσκοπικών εταιριών, που σε συνεργασία με τους κεντρικούς φορείς υγείας, θα υποστηρίζουν τις ιατρικές υπηρεσίες μαιευτικής γυναικολογίας και τις άλλες υπηρεσίες προληπτικής ιατρικής σε περιοχές στις οποίες οι κεντρικές δομές αδυνατούν ή δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας του Ελλαδικού χώρου.
Όπως τόνισε ο ιδρυτής και Πρόεδρος της HOPEgenesis, Δρ. Στέφανος Χανδακάς "Η Ελλάδα γνωρίζει μία πρωτοφανή δημογραφική κρίση η οποία θα οδηγήσει τον πληθυσμό της στα επόμενα τριάντα χρόνια σε ιστορικά χαμηλά νούμερα, αυτά της τάξεως των 6.5 έως 8 εκατομμυρίων Ελλήνων σύμφωνα με μελέτες της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat. Χρειάζονται συμπληρωματικές δράσεις σε συνεργασία με τους κεντρικούς φορείς υγείας της χώρας αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και αστικών μη κερδοσκοπικών εταιριών, όπως η HOPEgenesis, οι οποίες θα δρουν πάντοτε υποστηρικτικά σε ευαίσθητους τομείς όπως αυτοί της υπογεννητικότητας και της προληπτικής ιατρικής”.