ΕΚΤΟΡΑΣ ΜΠΟΤΡΙΝΙ: «Η ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»
«Όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε. Γιατί τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα, όταν εμείς αποφασίζουμε να τα κάνουμε πράξη»
Ήρεμος, ευγενικός, γοητευτικός, σοβαρός, ώριμος, χαμηλών τόνων. Και υπέροχος ηθοποιός. Με φωνή βαθιά κι αντρίκια, που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή, χαμόγελο ανοιχτό που το βλέπεις και τ’ ακούς μαζί, Παρθένος του Σεπτέμβρη , που «ήρωες και πρότυπα δεν είχε (και δεν έχει), όμως ανθρώπους που θαύμαζε (και θαυμάζει), ναι».
Παντρεμένος με την Αλίκη εδώ και χρόνια. H Αλίκη είναι μουσικός. Παίζει βιόλα. Γνωρίστηκαν πριν από 18 χρόνια σε μια μουσική παράσταση, τη «Μάλα», όπου έπαιζαν και οι δύο. Aπό τότε είναι μαζί, κι έχουν δύο υπέροχα παιδιά, την Ηλιάνα και τον Βαγγέλη. Όχι, τα παιδιά του δεν βλέπουν «Άγριες Μέλισσες», η γυναίκα του όμως τις βλέπει φανατικά και... «ήταν από τους πρώτους μου δείκτες για το ότι η σειρά θα πάει καλά. Όσο για την κριτική της, με κοιτάζει καμιά φορά στα μάτια και μου λέει: “Λεωνίδα, είσαι εσύ;”».
Τον ρωτάω τι τον γοητεύει σε μια γυναίκα και μου λέει, «η αύρα της! Κάτι που δεν λέγεται με λόγια. Μια αίσθηση. Τα μάτια της. Αυτό που αισθάνομαι όταν το δέρμα μου αγγίζει αυτήν τη γυναίκα. Μ’ ενδιαφέρει να είναι καλός άνθρωπος, να μη νοιάζεται μόνο για τον εαυτό της. Η ομορφιά είναι κάτι που βγαίνει στον καθένα ξεχωριστά. Έχω δει ανθρώπους πολύ όμορφους, όμως μετά από λίγο είναι άσχημοι. Και το αντίθετο…».
Η σχέση του Λεωνίδα με τη μουσική είναι καθαρά ερασιτεχνική. Έκανε μαθήματα κιθάρας μικρός, μετά... «έμπλεξα με τη δασκάλα κι άφησα την κιθάρα, μετά με πήρε η ζωή παραμάζωμα και, να, τώρα κάνω θέατρο που τα εμπεριέχει όλα. Άρα και τη μουσική».
Βγάζει τους φόβους του «στην ταράτσα, για να τους χτυπήσει ο ήλιος κι ο αέρας και να πάρουν την πραγματική τους διάσταση», μιλάει για τις «δονήσεις που πιάνουν οι κεραίες κάποιων υπέροχων τρελών», ψάχνει να βρει δικά του στοιχεία στους διαφορετικούς ρόλους που ερμηνεύει και καταφέρνει να μεταμορφώνεται σε διαφορετικούς ανθρώπους, διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες, για να κάνει αυτό που πιο πολύ αγαπάει: να παίζει!
«Πώς να τοποθετηθείς σε μια πραγματικότητα που αλλάζει μέρα με τη μέρα; Βλέπουμε τη Ζωή να ξεπερνά τη Φαντασία. Είμαστε σε παύση. Πρέπει να επεξεργαστείς όλα τα παράλληλα σενάρια που τρέχουν στο μυαλό σου,σε σημείο που η ίδια η φαντασία να μοιάζει να αποτελεί τη μόνη διέξοδο…»
«Σαν άνθρωπος είναι όπως τα είπες. Το Θέατρο και η σύντροφός μου είναι τα σωσίβιά μου. Σαν πατέρας… το σωσίβιο είμαι εγώ. Τα σωσίβια δεν είναι μόνο για να σε σώζουν, αλλά και για να μπορείς να αφεθείς στην αγκαλιά τους προστατευμένος, να κλείσεις τα μάτια και να χαλαρώσεις».
«Αναπόφευκτα, από τη στιγμή που τους ερμηνεύω εγώ, υπάρχουν κομμάτια του εαυτού μου σε όλους. Κάθε φορά, ανάλογα με το τι χρειάζεται ο κάθε ρόλος, εγώ, σαν τεχνίτης, θα επιστρατεύσω ό,τι υλικό έχω στις αποσκευές μου για να μπορέσω να πλάσω τον καθένα. Σε κάθε ρόλο υπάρχουν στοιχεία δικά μου. Αλλά, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να τα ανακαλύψω».
«Oι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε ακριβή αίσθηση της επιτυχίας, για πολύ μεγάλο διάστημα, λόγω του μεγάλου φόρτου δουλειάς και των πολλών γυρισμάτων. Σιγά-σιγά, όμως, έχουμε καταλάβει όλοι ότι είναι μια σειρά που έχει περάσει στον κόσμο, έχει αγαπηθεί πολύ. Η αλήθεια είναι πως το περιμέναμε. Λόγω του σεναρίου, αρχικά, αλλά και λόγω όλων των συντελεστών».
«Αν μιλήσω για τη λέξη “επιτυχία”, θα σου πω πως η λέξη αυτή, σίγουρα, μεταφράζεται αλλιώς για μένα κι αλλιώς για τον κόσμο. Θα περιοριστώ, λοιπόν, να σου πω πώς μεταφράζεται αυτή η επιτυχία στην προσωπική μου ζωή. Αυτή την εποχή η προσωπική μου ζωή είναι σχεδόν ανύπαρκτη... Ακριβώς γιατί, λόγω “επιτυχίας”, έχει μεγαλώσει πολύ το κομμάτι των επαγγελματικών μου δραστηριοτήτων. Η μέρα μου είναι από το πρωί μέχρι το βράδυ ένα ανελέητο διάβασμα, γύρισμα, παράσταση, πρόβα για άλλη παράσταση. Δεν την απολαμβάνω την επιτυχία τη στιγμή που συμβαίνει. Όλη αυτή η δραστηριότητα, όμως, με γεμίζει με πολλή δύναμη, με ενέργεια , γιατί και τα τέσσερα πράγματα που κάνω (αφού το πέμπτο, τα γυρίσματα της “Ευτυχίας” έχουν τελειώσει) τα αγαπάω, μου αρέσουν και, πηγαίνοντας από το ένα στο άλλο, ξεκουράζομαι από το προηγούμενο και “φορτώνω” για το επόμενο».
«Ναι, αλλιώτικος. Γιατί ο Δούκας είναι αυτός που είναι, ή μάλλον που έγινε, σκληρός, αδίστακτος, εξουσιαστής, κακός, μέσα από το προσωπικό του βίωμα. Μέσα από την προσπάθειά του να ξεπεράσει όλα τα τραύματα ενός παιδιού που δεν ενηλικιώθηκε ποτέ. Υπήρξε ένα παιδί που ποτέ δεν πήρε την επιβράβευση που περίμενε, από τον πατέρα του, για τίποτα. Οπότε, κάποια στιγμή, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του, δημιούργησε ένα τεράστιο ΕΓΩ, το οποίο είναι προέκταση αυτού του ανάπηρου παιδιού που κουβαλάει μέσα του».
«Αγαπάει τα παιδιά του, αλλά ως προέκταση του εαυτού του. Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Ως κτήμα του τα βλέπει, σαν συνεχιστές του δικού του όνειρου: να μεγαλώσουν κι άλλο την περιουσία του, να αποκτήσουν μεγάλα αξιώματα, να μπουν στην πολιτική, ίσως. Σαν να πολλαπλασιάζει το εγώ του, σαν να έχει κάτι αχόρταγο μέσα του, που διψάει να αυγατίζει, να μεγαλώνει τα πάντα, κι αυτά “τα πάντα” να του ανήκουν. Κι εκεί είναι η “ύβρις”, που έλεγαν και οι αρχαίοι θεοί».
«Όχι, όχι, δεν θα τον ήθελα όρθιο τον Δούκα. Αυτό που θα ήθελα είναι να τον δω να έρχεται αντιμέτωπος με τον πραγματικό εαυτό του. Να έρχεται όλη του η ζωή μπροστά στα μάτια του και να τον κάνει κουρέλι. Να αλλάξει όλο, αν γίνεται, να έλθει τούμπα, ακόμα και σαν μήνυμα. Αυτό θα ήθελα. Γιατί η ζωή, κάποια στιγμή, μας δίνει κάποια μαθήματα τα οποία αν θέλουμε τα λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας, αν δεν θέλουμε όχι... Αυτό, για μένα, θα ήταν το ενδιαφέρον. Να δώσει η ζωή στον Δούκα το μάθημά του».
«Γραβάτα σπάνια φοράω, κι αν βάλω κάποια γραβάτα θα είναι μονόχρωμη, λεπτή, σκούρα. Το ζιβάγκο μ’ αρέσει πάρα πολύ και το φοράω πολύ, αλλά στα... αδύνατά μου! Όταν βάζω κιλάκια, δεν! Όσο για το φουλάρι, ναι, θα μπορούσα να το διαλέξω, αρκεί να μην είναι ακριβό και να είναι... καλοκαιρινό».
«Ναι, έχω. Και τους φόβους μου και τις φοβίες μου και τις ανασφάλειές μου και περιόδους που τα μπαλόνια μου πετάνε χαμηλά και κάποιες φορές μπορεί και να σκάσουν γιατί υπάρχουν και απρόβλεπτα στη ζωή... Αλλά μετά από τόσα χρόνια νομίζω πως έχω καταφέρει να κάνω και μια εσωτερική συνομιλία με τους φόβους μου, να τους αγαπήσω λίγο περισσότερο, αλλά και να τους ξεμπροστιάσω. Να τους βγάλω, δηλαδή, στην ταράτσα, να τους χτυπήσει λίγο ο αέρας και ο ήλιος, να πάρουν την πραγματική τους διάσταση. Γιατί πολλές φορές οι φόβοι μας είναι πολύ πιο μεγάλοι στο μυαλό μας, παρά στην πραγματικότητα».
«Χαίρω αντιφάσεων! Είμαι επίμονος, παρορμητικός, ανυπόμονος. Πολύ τακτικός ή και πολύ άτακτος. Και ακατάστατος!»
«Νομίζω ότι έγραψε σαν ρόλος… Κι αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους. Τίποτα δεν αποτυπώνεται αβασάνιστα, ούτε στο σενάριο, ούτε στη σκηνοθεσία, ούτε στις ερμηνείες. Ήμουν απ’ την πλευρά των “κακών”. Χρειαζόταν ένας στιβαρός αντίπαλος απέναντι στην Ελένη. Βράχος… Ανέλαβα το χτίσιμό του… Ναι, μάλλον θα με κυνηγάει. Ξέρετε, οι ρόλοι που έχουμε παίξει έρχονται κάποιες φορές και σε συναντούν, απρόβλεπτα, μέσα από μαρτυρίες θεατών. Στο πουθενά… Σε ανύποπτο χρόνο. Για παραστάσεις ή ταινίες που χάνονται στο παρελθόν, αλλά όχι στη Λήθη, αφού τις ανασύρουν οι θεατές όταν σε βλέπουν, ακόμα και πολλά χρόνια μετά… Όσο για τη δεύτερη ερώτηση, σκεφτόμουν να παίξω κωμωδία, θα το ήθελα, θα ξεκινούσαμε σε λίγες μέρες αλλά έχουμε πέσει όλοι σε μια άλλη γενικότερη παγίδα… και τίποτε. Βάλαμε τις μάσκες, πήραμε τα μέτρα, αποδεχθήκαμε το 30% και κλείσαμε! Κωμωδία. Αναμονή. Παγίδα!»
Η «Παγίδα» είναι στημένη και περιμένει. Ένα έργο αριστοτεχνικά διασκευασμένο και σκηνοθετημένο από τον Πέτρο Ζούλια. Με γερή δομή, ακρίβεια και σασπένς. Εκεί θα δείτε τον κυρ Ηλία και τον Δούκα σε ποιότητες που δεν θα πιστεύετε. Δεν ξέρω πώς θα τα πήγαιναν μεταξύ τους οι δύο ήρωες… Πάντως, σαν Λεωνίδας εκτιμώ πολύ τον Βλαδίμηρο και σαν άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Ένας ηθοποιός Εργάτης με πολλή γερά υποκριτικά μπαγκάζια. Χαίρομαι που δουλεύουμε μαζί».
«Ακριβώς αυτό είναι το θέμα… Δεν υπάρχει πρώτο πλάνο. Βλέπουμε περίτρανα όλα τα πλάνα να ανατρέπονται. Μόνο τ’ αεροπλάνα πετάνε (και δεν κολλάνε). Δυστυχώς, δεν ζούμε τη Ζωή μας μπροστά. Είμαστε στα μετόπισθεν. Σε ημι-αναμονή… παύση. Με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω… Μπαινοβγαίνουμε στη ζωή. Άβολο και κουραστικό. Ακούμε και βλέπουμε όλα αυτά τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας να γίνονται πράξη. Ακούμε και υπακούμε. Σαστισμένοι. Άπραγοι και πειθήνιοι. Για πόσο;»
«Η μάσκα υπήρξε και είναι συστατικό στοιχείο σε κάποια είδη θεάτρου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ζούμε το αδιανόητο όμως. Η μάσκα έφυγε από τη σκηνή και κατέβηκε στο κοινό… Παρ’ όλα αυτά, είναι πολιτισμός να φοράς μάσκα σαν θεατής, σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης. Να νοιάζεσαι για τους άλλους πρώτα και μετά για τον εαυτό σου. Όταν όμως πληθαίνουν ασφυκτικά οι μάσκες του κόσμου, θα πρέπει να πέσουν κάποιες άλλες που μας οδήγησαν εκεί».
«Προς το παρόν, ψύχραιμα. Είναι άλλο όμως να είσαι δύο μέρες μέσα κι άλλο δύο μήνες. Προσπαθώ κι εγώ να βρω τα πατήματά μου. Να σηκωθώ και να συνεχίσω…»
«Έχοντας ακόμη στο μυαλό μου τις ευχές για το 2020 και το τι ακολούθησε, θα αποφύγω τα ευχολόγια… Στο καλό να πάει!»