Στο αποκορύφωμα της πανδημίας, στις 22 του περασμένου Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έχοντας... λύσει όλα τα ζητήματα, ανακοίνωσε ότι ετοιμάζει νομοθετική ρύθμιση για τη μετατροπή πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), ξεσηκώνοντας τους εργαζόμενους των μουσείων και τους αρχαιολόγους του Υπουργείου Πολιτισμού. Όπως επισημαίνουν, η κυβέρνηση ανοίγει τον δρόμο για ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας τους.
Πρόκειται για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Μικρή λεπτομέρεια: Η κυβερνητική έμπνευση ήρθε την περίοδο που όλα τα μουσεία είναι κλειστά και φυσικά χωρίς καν να έχει συζητήσει το θέμα με τις διοικήσεις και τους εργαζόμενους των μουσείων.
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό, τα μουσεία πλέον δεν θα έχουν τον χαρακτήρα ειδικών περιφερειακών υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, αλλά θα διαθέτουν το καθένα το δικό του διοικητικό συμβούλιο, το οποίο και θα διορίζεται από τον αρμόδιο υπουργό.
O πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υποστήριξε ότι η παρέμβαση αυτή «αφαιρεί γραφειοκρατία και προσθέτει αυτοτέλεια στα μουσεία μας, στα μεγάλα, τα εμβληματικά μουσεία μας, όπως έχει ήδη εξάλλου συμβεί με το Μουσείο της Ακρόπολης. Είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αλλά, πλέον, μπορούν να χαράσσουν αυτόνομη πολιτική, διαχειριζόμενα τα ίδια πόρους αλλά και χορηγίες. Ο πολιτισμός, άλλωστε, ανθίζει όταν χειραφετείται και όχι όταν καθοδηγείται».
O τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας δήλωσε ότι «στόχος της μετατροπής είναι τα μουσεία αυτά, αξιοποιώντας τις τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και μάρκετινγκ, να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους με υιοθέτηση νέων στρατηγικών και αυτενέργεια. Η οργάνωση και η λειτουργία κάθε Μουσείου καθορίζεται με Προεδρικό Διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού».
Και διευκρίνισε ότι οι πόροι κάθε Μουσείου θα προέρχονται από: (α) το αντίτιμο του εισιτηρίου, (β) τα έσοδα των αναψυκτηρίων/εστιατορίων, (γ) εκθέσεις, εκδηλώσεις, ξεναγήσεις, προβολή και εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού τους υλικού, (δ) την επιχορήγηση από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, (ε) από διεθνή και ευρωπαϊκά προγράμματα, (στ) δωρεές, χορηγίες, κληρονομιές, κληροδοσίες, κάθε είδους εισφορές.
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στην παρέμβασή της υπενθύμισε ότι «η συζήτηση για τη μετατροπή μεγάλων μουσείων σε ΝΠΔΔ στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1997. Και ξεκίνησε τότε όχι τυχαία, καθώς τη δεκαετία του ’80 και τη δεκαετία του ’90 κρατικά μουσεία σε όλη την Ευρώπη μετατράπηκαν σε ΝΠΔΔ, δηλαδή σε δημόσια μουσεία, προφανώς υποστηριζόμενα από το κράτος, τα οποία όμως ξέφυγαν από τον ασφυκτικό κρατικό εναγκαλισμό σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο, αλλά και ως προς τη χάραξη της πολιτικής τους. Μην κρυβόμαστε, διαφορετικό είναι να διοικούνται 6.000 υπάλληλοι από τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και άλλο οι 500-600 υπάλληλοι του κάθε μουσείου να αναφέρονται στο διοικητικό του συμβούλιο και στον διευθυντή του».
Διαβεβαίωσε ακόμα ότι δεν θα υπάρξει έλλειμμα για τα υπόλοιπα μουσεία και ότι μέχρι τώρα τα έσοδα από τα μουσεία ήταν περιορισμένα. «Για να είμαστε ειλικρινείς, δυστυχώς, εκτός από τα έσοδα των εισιτηρίων, ούτε τα αναψυκτήρια, ούτε τα πωλητήριά τους απέδιδαν αυτά που έπρεπε να αποδίδουν. Και αυτό αποδεικνύει τη διαφορά τους με το Μουσείο Ακρόπολης, που με την ανεξαρτησία του ως ΝΠΔΔ λειτουργούσε ένα εξαιρετικό πωλητήριο και εστιατόριο. Και για να καταλάβετε την τάξη μεγέθους, αν για παράδειγμα δεχθούμε χονδρικά ότι το ΤΑΠΑ εισέπραττε συνολικά 100 εκατ., μόλις τα 5 εκατ. προέρχονταν από τα πέντε αυτά μουσεία», υποστήριξε η κα Μενδώνη.
Σφοδρές αντιδράσεις
Ωστόσο, φαίνεται ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο θέλει να τα παρουσιάσει η κυβέρνηση. Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, εξέφρασε την «απόλυτη αντίρρησή του» σε κάθε σχέδιο μετατροπής των μεγάλων μουσείων σε ΝΠΔΔ επισημαίνοντας ότι «μέσα στην κρίση της πανδημίας, με τα κλειστά μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, φάνηκε ξεκάθαρα ότι κανένα Μουσείο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την στήριξη του δημοσίου!» Και προσθέτει: «Το Μουσείο της Ακρόπολης (ΝΠΔΔ) εισπράττει παχυλές χρηματοδοτήσεις, το Μουσείο Μπενάκη (ΝΠΙΔ) καταφεύγει σε χορηγίες, πλειστηριασμούς και περίεργες συνεργασίες για να επιβιώσει, κι όλα αυτά παρά την επίσης μεγάλη κρατική χρηματοδότηση. Θέλουν να μετατρέψουν και τα μεγάλα δημόσια Μουσεία σε υποχείρια της εκάστοτε κυβέρνησης, με διορισμένα ΔΣ, με πιέσεις για “δανεισμούς” αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, με πιέσεις για “εκδηλώσεις” και “γκαλά” που θα επιβάλλονται από τους ισχυρούς προστάτες της εκάστοτε κυβέρνησης στο όνομα των “ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων”».
Στο ίδιο μήκος κύματος και επτά σύλλογοι εργαζομένων του Yπουργείου Πολιτισμών, που υποστήριξαν ότι η προτεινόμενη αλλαγή υπονομεύει τον ενιαίο χαρακτήρα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και τον δημόσιο χαρακτήρα των Μουσείων, μετατρέπει τα Μουσεία σε «κυβερνητικά υποχείρια», αποδυναμώνει τον επιστημονικό και παιδευτικό ρόλο των Μουσείων, θέτει σε κίνδυνο την επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωσή τους και ανοίγει τον δρόμο για την εφαρμογή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας.
Η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Δέσποινα Κουτσούμπα, μιλώντας στο in.gr υποστήριξε ότι «τα πέντε μεγάλα δημόσια Μουσεία, που η κυβέρνηση θέλει να αποκόψει από το σώμα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, είναι αυτά που, ως ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, όχι μόνο δεν είναι απαρχαιωμένα, αλλά αντιθέτως κάνουν πολιτιστικό, εκπαιδευτικό, επιστημονικό έργο με διεθνείς διακρίσεις. Να πούμε παραδείγματα; Την έκθεση για το ναυάγιο των Αντικυθήρων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που ταξίδεψε στην Ελβετία και την Κίνα. Τις 89 περιοδικές εκθέσεις που έχει κάνει τα τελευταία 10 χρόνια το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, μεταξύ αυτών και έκθεση για τον Αστερίξ. Να πούμε για τους χιλιάδες μαθητές που έχουν περάσει από τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης είναι το μόνο μουσείο στη χώρα που έχει βραβευτεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης με τον τίτλο του “καλύτερου μουσείου” το 2005. Όσο για τα έσοδα, θυμίζουμε ότι αυτά κατευθύνονται στον κοινό “κουμπαρά” του ΤΑΠ/ΟΔΑΠ για να αναδιανέμονται στα μικρότερα μουσεία και όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της επικράτειας».
Για να συμπληρώσει: «Σε ποια βάση λέει η κυβέρνηση ότι τα Μουσεία δεν εκπληρώνουν τον σκοπό τους; Ας μας παρουσιάσει έστω μία μελέτη! Όμως, δεν έχει εκπονήσει τέτοια μελέτη, ούτε μπορεί να εκπονήσει, καθώς η συγκυρία της πανδημίας απέδειξε ότι σε όλο τον κόσμο τα Μουσεία βασίζονται στη χρηματοδότηση κρατικών φορέων. Το Λούβρο εδώ και δύο χρόνια έχει έλλειμμα εκατομμυρίων, το Μουσείο Μπενάκη δεν έχει χρήματα ούτε για να πληρώσει το προσωπικό του. Δυστυχώς οι στοχεύσεις είναι άλλες: ο διορισμός ΔΣ “αρεστών” από τον εκάστοτε Υπουργό, που ταλανίζει εδώ και χρόνια τον σύγχρονο πολιτισμό, δεν πρέπει να επεκταθεί και στην πολιτιστική κληρονομιά».
Οι εργαζόμενοι
Οι εργαζόμενοι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με επιστολή τους στον κ. Μητσοτάκη επισημαίνουν ότι «σε κανένα στάδιο του σχεδιασμού αυτού του άγνωστου νομοσχεδίου οι εργαζόμενοι δεν κληθήκαμε να εκφράσουμε την άποψή μας για τη βελτίωση της λειτουργίας ή της διοικητικής του δομής». Παράλληλα, επισημαίνουν ότι στα «πολλά χρόνια της ιστορίας του, οι υπάλληλοι (αρχαιολόγοι, συντηρητές, μηχανικοί, διοικητικοί, λογιστές, χημικοί, φύλακες, καθαριστές, εργατοτεχνίτες) του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου υπηρέτησαν και διαφύλαξαν τις αρχαιότητες από πολλές περιπέτειες, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους, σε εποχές ιδιαίτερα χαλεπές, όπως κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής», και καταλήγουν ότι «θέλουμε να στείλουμε το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι για μια ακόμη φορά θα συγκεντρώσουμε όλες μας τις δυνάμεις και θα διαφυλάξουμε την προστασία και ασφάλεια των αρχαίων μνημείων και την ακεραιότητα των αρχαιολογικών συνόλων, εντός του πλαισίου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της οποίας το Μουσείο πρέπει να συνεχίσει να είναι οργανικό τμήμα».
Στη δική τους επιστολή οι εργαζόμενοι στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο σημειώνουν ότι «η προτεινόμενη αλλαγή δεν συνιστά ανεξαρτησία των μεγάλων-εθνικών μουσείων της χώρας, αλλά, αντιθέτως, υπονόμευση της μελλοντικής τους πορείας και υποταγή σε εξωυπηρεσιακούς παράγοντες και ιδιοτελή συμφέροντα». Και προσθέτουν ότι «η προτεινόμενη αλλαγή αγνοεί επιδεικτικά την ίδια την ασθμαίνουσα πολιτική και μουσειακή πραγματικότητα εν μέσω της πανδημίας, τον ρόλο των Μουσείων στη συνοχή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και την ειδική ιστορία του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Άραγε, η πρόθεση αυτή συντονίζεται με πολιτικές απαξίωσης του Βυζαντίου, κάτι που έχει καταφανεί στην περίπτωση των βυζαντινών αρχαιοτήτων στον Σταθμό Βενιζέλου της Θεσσαλονίκης; Ή, ακόμη χειρότερα, η ίδια αυτή πρόθεση αποσκοπεί στη διάλυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της οποίας αναπόσπαστο τμήμα συνιστούν τα κορυφαία μουσεία της χώρας;».
Αλλά και οι εργαζόμενοι στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού επισημαίνουν: «Η μετατροπή των Μουσείων σε ΝΠΔΔ θα σημάνει την αποκοπή τους από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, όπως και τα υπόλοιπα δημόσια μουσεία της χώρας, σε αντίθεση με πολλά από τα μουσεία του εξωτερικού, δεν έχουν συγκροτηθεί από ιδιωτικές συλλογές και δωρεές, αλλά αποτελούν οργανικό κομμάτι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Αυτής το έργο προβάλλουν και μέσω αυτού του έργου ανατροφοδοτούνται. Η προτεινόμενη αλλαγή θα υπονομεύσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους και την ευελιξία τους σε θέματα συνεργασίας με τις Εφορείες Αρχαιοτήτων και τους φορείς του Υπουργείου, καθώς οι αποφάσεις θα πρέπει να εγκρίνονται από διοικητικό συμβούλιο, το οποίο θα ορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση και θα υπόκειται σε κομματικά και όχι σε επιστημονικά και αξιοκρατικά κριτήρια».
Από την πλευρά τους, εργαζόμενοι στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης υπογραμμίζουν ότι «από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέλημα του νομοθέτη και των εκάστοτε κυβερνήσεων είναι η διασφάλιση του κρατικού χαρακτήρα των Μουσείων, γεγονός που εγγυάται τον εθνικό προσανατολισμό της πολιτιστικής πολιτικής του κράτους. Για τον λόγο αυτό, η διοίκησή τους γινόταν ανέκαθεν από κρατικούς λειτουργούς και όχι από Διοικητικά Συμβούλια που θα αλλάζουν κάθε φορά μαζί με τις κυβερνήσεις».
Συμπερασματικά παρατηρούμε ότι η κυβέρνηση αγνοεί την αγωνιώδη κραυγή των ανθρώπων των μουσείων για την καλύτερη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, και αντιμετωπίζει και τα μουσεία ως χώρους που μπορούν να είναι πηγές σημαντικών εσόδων. Επιμένει να αγνοεί ότι ο χώρος του πολιτισμού απαιτεί μια σαφή οριοθέτηση δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών. Επιμένει να ξεχνά ότι τα Μουσεία πρέπει να διατηρήσουν όχι μόνο τον δημόσιο αλλά και τον ερευνητικό χαρακτήρα τους, λειτουργώντας ως κατεξοχήν χώροι παραγωγής και διάδοσης γνώσης για τον αρχαίο πολιτισμό. Ο χώρος αυτό δεν χρειάζεται τόσο μάρκετινγκ, αλλά προσήλωση στην αρχαιολογική έρευνα, συντήρηση και ανάδειξη. Αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος.