ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ» Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ 1827
Ομογένεια: Μία ιστορική εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση στη Νέα Υόρκη.
«Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να ’ναι…»
Κώστας Καρυωτάκης
O «καταραμένος» ποιητής, αποτελεί μια εξαιρετικά ιδιαίτερη και μοναδική περίπτωση στην νεότερη ελληνική λογοτεχνία, εφόσον το έργο και ο θάνατός του, πυροδότησαν την συσπείρωση του πνευματικού κόσμου κατά της κοινωνικοπολιτικής αστάθειας της χώρας, αλλά παράλληλα μία λογοτεχνική αναγέννηση. Ο καρυωτακισμός δεν ήταν απλά ένας τρόπος κοινωνικής έκφρασης, αλλά ένα σοβαρό πνευματικό επαναστατικό κάλεσμα.
Γεννημένος στην Τρίπολη το 1896, αποφοίτησε την Νομική σχολή Αθηνών το 1917, χωρίς να στεφθεί με επιτυχία η δικηγορική του καριέρα, ενώ η δημοσιοϋπαλληλική του πορεία είναι γεμάτη από μεταθέσεις σε διάφορες πόλεις της Ηπειρωτικής χώρας.
«Ο Καρυωτάκης δεν αντιγράφεται. Καλός ή κακός, μικρός ή μεγάλος, αποτελεί μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, μοναδική στη λογοτεχνία μας. Η γοητεία του στίχου του είναι μια νοσηρή και οδυνηρή γοητεία, που διατηρεί ακατάκτητη την ιδιοτυπία της». Τάδε έφη Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο οποίος συγκλονισμένος από τον θάνατο του νεαρού ποιητή έγραψε γι’ αυτόν τη δική του ποίηση, όπως και οι Γ. Κοτζιούλας, Μανόλης Αλεξίου, Φώτος Γιοφύλλης και Μ. Δαμιράλης.
Ο «καρυωτακισμός» επεβλήθη στο φιλολογικό κοινό της εποχής, αμέσως μετά τη θρυλική αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη στην Πρέβεζα.
Σε αυτό το σημείωμα δεν θα σταθούμε ιδιαίτερα στο βιογραφικό του ποιητή, καθώς αυτό ο καθένας μπορεί να το αναζητήσει σε ηλεκτρονικές και έντυπες εκδόσεις. Αντ’ αυτού, παραθέτουμε το Χρονολόγιο, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Η Λέξη», τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1988, στο ειδικό αφιέρωμα για τα 60 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή.
Θα σταθούμε στο ψυχογράφημα του Καρυωτάκη, στους λόγους(;) ίσως της αυτοκτονίας του, στην προσωπικότητά του, στον μεγάλο του έρωτα με τη Μαρία Πολυδούρη, στις τελευταίες του στιγμές στη μαγική πόλη που εκείνος δεν άντεξε –όχι γιατί δεν την αγάπησε αλλά επειδή αλλιώς ονειρεύτηκε τη ζωή του–, και που χωρίς να το θέλει την έκανε διάσημη.
Οι θεωρίες πολλές ως προς το τι τον έσπρωξε σε εκείνο το απονενοημένο διάβημα. Η απελπισία του ωστόσο είναι ζωγραφισμένη στο τελευταίο του ποίημα «Πρέβεζα»:
Θάνατος είναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία
«Υπάρχω» λες κι ύστερα «Δεν υπάρχεις».
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
ένας πέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία…
Ο Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα στις 3 το απόγευμα της 18ης Ιουνίου 1928. Την επόμενη ημέρα ανέλαβε υπηρεσία στη Νομαρχία Πρεβέζης. Την Παρασκευή 22 Ιουνίου έγραψε την πρώτη από τις δύο επιστολές προς τον ξάδελφό του Θεόδωρο Δ. Καρυωτάκη: «Απόψε το βαπόρι ήρθε σημαιοστολισμένο. Μέγας θόρυβος μέσα στη Νομαρχία, όταν το είδαμε. O κ. A΄ Γραμματεύς επήγαινε δώθε κείθε ανήσυχος.. Ποιος είναι μέσα; O Νομάρχης; O Γεν. Διοικητής ή καμιά άλλη προσωπικότης; Επιτέλους τώρα εξηκριβώθη ότι του πλοίου επέβαινε ο Σεβασμιώτατος Ιωαννίνων (την ευχήν του να ’χεις). Και τότε επέσαμε πάλι στη νάρκη μας. Αυτά είναι τα νεώτερα της Πρεβέζης...»
Ενώ την 1η Ιουλίου έγραψε στον ξάδελφό του Κωνσταντίνο Δ. Καρυωτάκη: «Δωμάτιο ήβρα σ’ ένα ερειπωμένο σχεδόν σπίτι. Ελπίζω να μην πέσει πάρα πολύ σύντομα, ή, αν πέσει, να μην είμαι μέσα, ή, αν είμαι, να μην πάθω τίποτε, δεδομένου μάλιστα ότι θα προφτάσω να πηδήσω στο απέναντι σπίτι, αφού ο δρόμος, ένας από τους κεντρικότερους, το επιτρέπει. Είναι γωννία, στην αγορά… Όσοι [υπάλληλοι] σέβονται τον εαυτό τους, φροντίζουν και φεύγουν εγκαίρως… Σου εσωκλείω ένα ποίημά μου για να γελάσεις και να πληροφορηθείς καλύτερα» (πρόκειται για την «Πρέβεζα», με τον αρχικό τίτλο «Eπαρχία»).
Στον αντίποδα, γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος στην «Οκτάνα» του για τον Κώστα Καρυωτάκη, απευθυνόμενος και στους Πρεβεζάνους:
«Μη πήτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν διά τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και έτσι είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ’ τους θεούς, όπως και η δάφνη. Μην τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις τας ακτάς τους Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μην τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης».
Δεν κατηγορούσε ο Καρυωτάκης την Πρέβεζα, απλώς περιέγραψε σε αυτό το επικό ποίημά του την πόλη, στην οποία βρέθηκε μετά από δυσμενή μετάθεση του Μιχαήλ Κύρκου (πατέρα του Λεωνίδα Κύρκου), που ήταν υπουργός Υγείας και Πρόνοιας στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη, με τη χαλκευμένη κατηγορία της μαστρωπείας, καθώς ο ποιητής, που ήταν αντικαπιταλιστής και συνδικαλιστής, κατηγόρησε την κυβέρνηση για ατασθαλίες και υπεξαίρεση στα κονδύλια για τους πρόσφυγες της Μ. Ασίας.
Αντιβενιζελικός ο Καρυωτάκης, προερχόμενος από φιλοβασιλική οικογένεια, αλλά η ποίησή του δείχνει φιλοαριστερή, επαναστατική, καθώς ο ίδιος επηρεάστηκε από τον Ιωσήφ Ραφτόπουλο και στη συνέχεια από τον Πέτρο Πικρό, μη ανεχόμενος το παρακράτος, το εξουσιαστικό κατεστημένο που αδικούσε τους απλούς πολίτες. Η σατιρική του διάθεση είναι ολοφάνερη, όχι μόνο στην «Πρέβεζα» αλλά και σε πολλά άλλα ποιήματα, όπως σ’ εκείνο με τίτλο «Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο», όπου σαρκάζει το αμερικανικό όνειρο:
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίη, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολλάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κ’ εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.
Αυτό το ποίημα τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης σε μουσική Λουκά Θάνου:
Η Μαρία Πολυδούρη έγραψε για τον Κώστα Καρυωτάκη το ποίημα «Σε έναν νέο που αυτοκτόνησε», όταν έμαθε τα νέα για τον θάνατό του:
Aυτόν τον κατεδίωκε ένα πνεύμα
στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του.
Oι ασχολίες του, οι χαρές, σ’ ένα νεύμα
προσχήματα γινόνταν της ορμής του.
Tα βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο
λίγες στιγμές. Bίαιος στον έρωτά του.
Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο
και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του.
Ένας περίεργος ξένος επλανιόταν
ανάμεσά μας, μ’ όψη αλλοιωμένη.
Tην υποψία μας δε μας την αρνιόταν
πως κάτι φοβερό τον περιμένει.
Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο θάνατος τους έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.
Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλο σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.
Eίχε μια τέτοια απλότη και γαλήνη,
μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη!
Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.
Kι η αιτία του κακού σημαδεμένη.
Ήταν ο μεγάλος του έρωτας, ένας έρωτας πλατωνικός, όπως πιστεύεται μέχρι σήμερα, αν και πολλοί το αμφισβητούν, καθώς ο Καρυωτάκης ήταν γνωστός για την έντονη ερωτική του ζωή, και μάλιστα με ιερόδουλες. Όταν η Μαρία Πολυδούρη του ζήτησε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, ο Καρυωτάκης αρνήθηκε τη θυσία της και της ζήτησε να μείνουν απλώς φίλοι. Ήταν άρρωστος…
Πριν από τη δυσμενή του μετάθεση στην Πρέβεζα, είχε πάει στο Παρίσι για ιατρικές εξετάσεις. Οι ερευνητές του μιλούν για σύφιλη, λόγω των συχνών επαφών του σε οίκους ανοχής. Αν και κάποιοι λίγοι το αμφισβητούν, αποδίδοντας την αυτοκτονία του σε κατάθλιψη, εκείνος το ομολογεί στην αγαπημένη του Μαρία Πολυδούρη, με την οποία είχε γνωριστεί μόλις λίγους πριν, το 1922, στη Νομαρχία Αττικής όπου βρέθηκαν να εργάζονται και οι δύο, και ερωτεύτηκαν παράφορα.
Στις 27 Απριλίου 1922, η Μαρία Πολυδούρη, καταλαβαίνοντας πως κάτι δεν πάει καλά, σημειώνει στο ημερολόγιό της: «Δύο ώρες μετά το μεσονύχτι. Το αίμα μου όλο ανεβασμένο στο κεφάλι μου κάνει να χτυπούν φριχτά οι φλέβες και να νιώθω μια βουή στ’ αυτιά μου σα να πήρα 30 κόκκους κινίνο. Τι λοιπόν; Είναι αυτό ίσως το πάθος που δεν εγνώρισα; Γιατί έτσι πάλι ανηλεής, ποιητή μου…»
Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, ο Καρυωτάκης, αφού αφιερώσει στην αγαπημένη του το πεσιμιστικό ποίημά του «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα», της εξομολογείται την αλήθεια για την αρρώστια του, αποκαλύπτοντάς της πως το κρύβει όχι μόνο από γνωστούς, αλλά και από την ίδια την οικογένειά του. Εκείνη, μετά από διενέξεις καθώς αρχικά δεν τον πίστευε, με επιστολή της στις 12 Οκτωβρίου 1922 τον ικετεύει να μη χωρίσουν: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ’μαι σε σένα. Παιδιά δε θα κάνομε, βέβαια – γελάς; Ω! είναι τόσο εύκολο και τόσο συνηθισμένο πράγμα αυτό σήμερα. Άλλωστε, έχω δικούς μου γιατρούς που θα κάνουν το παν για μένα. Ό,τι με κάνει να σκέπτομαι πολύ, είναι ότι μπορεί να χάσεις το ταλέντο σου∙ αλλά γιατί να γίνει αυτό; Εμείς δε θα έχομε ούτε την οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της. Δε θα ’μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού∙ όχι, θα ’μαι η αιώνια ερωμένη σου. Δεν έχεις τίποτα από τη ζωή σου να αλλάξεις κοντά μου. Έλα, Τάκη μου. Μπορώ κάτι ακόμα να προσφέρω στη ζωή σου. Ω! αν ήξερες πόσο κακό μού κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου… πόσο κακό μου κάνει… πόσο κακό!… Δεν είσαι πια παιδάκι που θα ντρεπόταν∙ πες το στον πατέρα σου, δεν μπορεί, θα σε ακούσει. Τάκη, κάνε το, μη σκεφθείς τίποτα ανυπόστατα εμπόδια, δεν υπάρχει τίποτε. Προ παντός μη –σ’ εξορκίζω– σκεφθείς πως είσαι άρρωστος και θα μου έκανες κακό. Ξέρεις πως το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορεί να νιώσω είναι η κάθε στιγμή που περνάω μακριά σου… Α! είναι ένα φοβερό, ατέλειωτο μαρτύριο… Σιμά σου όλα θα ’ναι όμορφα… όλα καλά… Να υποφέρω κατιτί… να μου επιτρέπεις να πονώ τον πόνο σου, είναι η ευτυχία, η μόνη ευτυχία που μπορεί να νιώσω…»
Ωστόσο, ο χωρισμός τους επήλθε, τον οποίο ακολούθησε η κατάθλιψη, καθώς για τα δύο επόμενα χρόνια κανείς από τους δύο δεν ήταν σε θέση να γράψει, με μόνη εξαίρεση το ποίημα «Τραγούδι παραφροσύνης» του Καρυωτάκη, που αργότερα μετονομάστηκε σε «Ωχρά Σπειροχαίτη» (το όνομα του βακτηρίου που προκαλεί τη σύφιλη):
«…Kι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν».
Στις 19 Ιουλίου 1928, ο Καρυωτάκης έκανε την πρώτη του απόπειρα αυτοκτονίας, με το να πέσει στη θάλασσα στην περιοχή Μονολίθι Πρέβεζας, αλλά δεν το κατόρθωσε καθώς ήξερε κολύμπι. Δύο ημέρες μετά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με περίστροφο τύπου «Pieper Bayard» 9mm, που είχε αγοράσει την προηγούμενη ημέρα.
Το περίστροφο αυτό έχει παραχωρηθεί από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο Μπενάκη» στην Αθήνα.
Στην απόφαση της αυτοκτονίας του έπαιξαν ρόλο οι διώξεις που υφίστατο λόγω των φιλοβασιλικών του φρονημάτων και της αντιβενιζελικής τοποθετήσής του.
Υπάρχει φωτογραφία της σορού του, η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει ντυμένο με κοστούμι, με ψάθινο καπέλο και το χέρι του με το πιστόλι στο στήθος του. Στη θέση όπου άφησε την τελευταία του πνοή βρίσκεται το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού, όπου υπάρχει αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970, που γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
Μετά την αυτοκτονία του ποιητή, πολλά προσωπικά του αντικείμενα μαζί με έγγραφα εξαφανίστηκαν. Η Χριστίνα Ντουνιά, μελετήτρια του έργου του Καρυωτάκη, αναφέρει στη lifo.gr, σχετικά με αυτά τα εξαφανισμένα στοιχεία: «Είχαν σχέση και με την ασθένειά του, αλλά όχι μόνο με αυτήν. Το μπαούλο με το προσωπικό αρχείο του Καρυωτάκη που εξαφανίστηκε, ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος που βρέθηκε λειψός, οι επιλεκτικές πληροφορίες που μας μεταφέρονται από τον βιογράφο του, όλα δείχνουν ότι επιχειρείται συστηματικά μια συγκάλυψη στοιχείων…»
Γιατί όμως εξαφανίστηκαν αυτά τα στοιχεία; Οι λόγοι πολλοί. Σύμφωνα με τον βιογράφο και φίλο του, Χ. Σακελλαριάδη, του είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι είχε σχέση με μια «κοινή», με την οποία μάλιστα σκόπευε να συζήσει, κάτι που έκανε τους δικούς του έξω φρενών, καθώς το θεωρούσαν ντροπή για την οικογένειά τους, όπως ντροπή θεωρούσαν και την αποκάλυψη της σύφιλης. Από την άλλη, η δυσμενής μετάθεση «λόγω μαστρωπείας» στην Πρέβεζα, κάτι που ο ίδιος ο Καρυωτάκης δεν δεχόταν, γνωρίζοντας πως όλα ήταν κατασκευασμένα και μάλιστα με ψευδομάρτυρες, ανάμεσα στους οποίους και μια ιερόδουλη, τον έφερε στα όριά του. «Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο», αναφέρει ο ίδιος στο ιδιόχειρο σημείωμα της αυτοκτονίας που άφησε.
Η αλήθεια βρίσκεται στο άρθρο του «Ανάγκη χρηστότητας: Το δημοσιοϋπαλληλικό ζήτημα», που δημοσίευσε στις 8 Φεβρουαρίου 1928 στην εφημερίδα «Ελληνική», με το οποίο κατήγγειλε τη διάβρωση του κρατικού μηχανισμού και την ασφυκτική πίεση των κομματικών συμφερόντων στον δημόσιο τομέα, και στρεφόταν εναντίον του υπουργού Μιχάλη Κύρκου. Εκείνος με τη σειρά του, βλέποντας ότι πολλοί ζητούσαν την απόλυσή του από τον υπουργικό θώκο, και γνωρίζοντας ότι πίσω από τις διαρροές βρισκόταν ο Καρυωτάκης, αποφάσισε την εξόντωσή του, ξεκινώντας με μια δυσμενή μετάθεση, και κατασκευασμένη κατηγορία εναντίον του ποιητή και συνδικαλιστή.
Εδώ να επισημάνουμε ότι όλες εφημερίδες της εποχής αφενός απέδιδαν καθαρά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη στη δίωξη του «φαύλου οικοπεδοφάγου υπουργού Κύρκου», αλλά και το ότι οι πληροφορίες για την αυτοκτονία του συνέτειναν στο ότι αυτοκτόνησε μέσα στο δωμάτιό του με μια σφαίρα στο κεφάλι. Εξ ου και η Μαρία Πολυδούρη στο ποίημα που αναφέρουμε πιο πάνω γράφει πως «τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι στον κρόταφο…».
Όταν βρήκαν τη σορό του στον Ελαιώνα, κοντά στο Κάστρο της Πρέβεζας, στην τσέπη του σακακιού του υπήρχε το παρακάτω σημείωμα:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».
Δεν τις έγραψε ποτέ… Ο αυτόχειρας ποιητής –που το όνομά του οφείλει στον παππού του Κωνσταντίνο Ευθυμίου, ο οποίος κατοικούσε στην Καρυά Κορινθίας και εγκαταστάθηκε αργότερα στον οικισμό Καρυώτικα όπου είχε περιουσία και έκτοτε επικράτησε ως επώνυμο της οικογένειας το προσδιοριστικό Καρυωτάκης– δεν πρόλαβε… Άφησε πίσω του ένα μικρό αλλά σημαντικό έργο με τρεις ποιητικές συλλογές, πολλές μεταφράσεις των «καταραμένων ποιητών», αρκετούς πίνακες ζωγραφικής, αρκετά καυτά άρθρα, και ένα προσωνύμιο που θα παραμείνει σημαντική κληρονομιά στους νεότερους: «Καρυωτακισμός». Ένα προσωνύμιο που… ζήλεψε ακόμη και ο Κώστας Βάρναλης: «Ζηλεύω σου το θάρρος, Καρυωτάκη, να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά».
Η κηδεία του έγινε στην Πρέβεζα όπου και ενταφιάστηκε, ενώ αργότερα έγινε η αποκομιδή της σορού του στον οικογενειακό τάφο.
Το σπίτι όπου διέμεινε στην Πρέβεζα αυτόν τον τελευταίο μήνα της ζωής του βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων στο Σεϊτάν Παζάρ, ενώ λίγα μέτρα πιο μακριά υπάρχει η προτομή του.
Δείτε εδώ το συγκλονιστικό αφιέρωμα του Φρέντυ Γερμανού στον Κώστα Καρυωτάκη, της ΕΡΤ, υπό τον γενικό τίτλο «Εκπομπές που αγάπησα»:
1896 | 30 Οκτωβρίου: Γέννηση Κ.Γ.Κ στην Τρίπολη· δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Κ. Καρυωτάκη (από τη Συκιά της Κορινθίας) και της Τριπολιτσιώτισσας Κατήγκως Αθ. Σκάγιαννη. Έχει μια αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και το 1899 θα αποκτήσει έναν αδελφό, το Θάνο. Λόγω των μεταθέσεων του πατέρα, περνά τα παιδικά χρόνια σε διάφορες πόλεις: Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Καλαμάτα. |
1909 (13 ετών) | Στην Πάτρα, έως το 1911; |
1910 (14 ετών) | Αύγουστος: Μνημονεύεται σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των Παίδων. |
1912 (16 ετών) | Στα Χανιά, έως το Σεπτέμβριο 1913 -- Πρώτοι στίχοι -- Αρχή συνεργασίας με λαϊκά περιοδικά της Αθήνας: Ελλάς, Παρνασσός κ.α., έως το 1916. |
1913 (17 ετών) | Ερωτεύεται τη Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη· ο δεσμός τους θα συνεχιστεί, με διακοπές, τουλάχιστον ως το 1922 – Αποφοιτά («λίαν καλώς») από το Γυμνάσιο Χανίων – Σεπτέμβριος: Στην Αθήνα, για Νομικά. |
1914 (18 ετών) | Παραθερίζει στα Χανιά – Επιτρέφοντας στην Αθήνα, πιάνει μοναχικό δωμάτιο στη Νεάπολη – Αρχή φιλίας με τον Άγι Λεβέντη. |
1915 (19 ετών) | Γάμος Άννας Σκορδύλη – Αρχή φιλίας με το Χαρίλαο Σακελλαριάδη – Μάρτιος: Δύο ποιήματά του δημοσιεύονται στην εφημερίδα Ακρόπολη, με επαινετικά σχόλια του Βλάση Γαβριηλίδη. |
1916 (20 ετών) | Ιανουάριος: Απαγγέλει τρία ποιήματά του στο σύλλογο «Αρμονία» – Μάρτιος: Διάλεξή του περί Ερεντιά στο Σύλλογο εμποροϋπαλλήλων Αθηνών – Παύει να δημοσιεύει, ως το 1919 – Νοέμβριος: Κατατάσσεται στη Φοιτητική Φάλαγγα – Ο πατέρας του απολύεται ως αντιβενιζελικός· θα αποκατασταθεί στα 1917. |
1917 (21 ετών) | Δεκέμβριος: Πτυχιούχος Νομικής («λίαν καλώς»). |
1918 (22 ετών) | Επισκέπτεται τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη – Επιστρατεύεται, μα εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και παίρνει αναστολή. |
1919 (23 ετών) | Ιανουάριος: Πρώτη συνεργασία στο Νουμά, με ποιητική μετάφραση – Παίρνει άδεια δικηγόρου μα δε βρίσκει πελάτες. – Φεβρουάριος: Εκδίδει τη συλλογή Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων. – Ιούνιος: Πρώτη πρωτότυπη συνεργασία στο Νουμά. – Αύγουστος: Στη στήλη αλληλογραφίας του Νουμά δημοσιεύεται ανώνυμα «Ο Μιχαλιός» με τίτλο «Στρατός». – Σεπτέμβριος: Εκδίδει με τον Άγι Λεβέντη, το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα – Οκτώβριος: Κατάσχεση του τίτλου της Γάμπας – Νοέμβριος: Αναλαμβάνει υπηρεσία στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης ως Γραμματεύς Α΄ του Υπουργείου Εσωτερικών – Πρώτη συνεργασία στο Λόγο (Κων/πόλεως). – Βραβεύεται από το Νουμά σε διαγωνισμό ποιημάτων για παιδιά. |
1920 (24 ετών) | Φεβρουάριος: Στρατεύεται. – Μάιος: Βραβεύεται στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό για την ανέκδοτη συλλογή Τραγούδια της Πατρίδας· ποιήματά της θα περιληφθούν στα Νηπενθή. – Ιούλιος: Στην Κρήτη, με δίμηνη αναρρωτική άδεια. – Γράφει το φαντεζίστικο μονόπρακτο Ο Άρρωστος (σήμερα χαμένο). – Σεπτέμβριος: Απαλλάσεται, για λόγους υγείας, από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις – Νοέμβριος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Άρτης όπου ασκεί χρέη νομάρχη. – Δημοσιεύει «Το καύκαλο». – Πιθανώς αρχίζει να χρησιμοποιεί ναρκωτικά – Τρία ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία του Τέλλου Άγρα, Οι Νέοι. |
1921 (25 ετών) | Ιούνιος: Πρώτη συνεργασία στη Μούσα. – Γράφει, με τον Σακελλαριάδη και με μουσική του εξαδέλφου του Θόδωρου Δ. Καρυωτάκη, τη θεατρική επιθεώρηση Πελ-Μελ (δεν ανεβάστηκε). – Αύγουστος: Εκδίδει τα Νηπενθή. – Σεπτέμβριος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Κυκλάδων (Σύρος). – Δεκέμβριος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. – Πρώτη συνεργασία στο περιοδικό Παιδική Χαρά. |
1922 (26 ετών) | Απρίλιος: Η Μαρία Πολυδούρη ερωτεύεται τον Καρυωτάκη, μα ο δεσμός του με τη Σκορδύλη φαίνεται να συνεχίζεται. – Γράφει το «Υστεροφημία». – Αύγουστος: Εξετάσεις στον Άρειο Πάγο («λίαν καλώς»). – Οκτώβριος: Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν, αν και της έχει δηλώσει πως πάσχει από σύφιλη. – Πρώτη συνεργασία στον Έσπερο (Σύρου). – Ένα ποίημά του συμπεριλαμβάνεται στην Ανθολογία των Νέων Ποιητών μας του Φ. Γιοφύλλη, με την πληροφορία πως ο ποιητής κατάγεται από την Κρήτη. |
1923 (27 ετών) | Απρίλιος: Διορίζεται έκτακτος υπάλληλος του Υπουργείου Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως. – Γράφει το «Τραγούδι παραφροσύνης» [=«Ωχρά σπειροχαίτη»]. – Πρώτη συνεργασία στη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας). – Ιούνιος: Προάγεται σε εισηγητή στη Νομαρχία Αττικής. – Οκτώβριος: Διορίζεται μόνιμος εισηγητής στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγιεινής, – Νοέμβριος: Προϊστάμενος του Β΄ Γραφείου Εποπτείας Εγκαταστάσεως Προσφύγων. |
1924 (28 ετών) | Φεβρουάριος: Μετέχει στη συλλογική σύνταξη του περιοδικού Εμείς. – Αύγουστος: Ταξιδεύει στη Γερμανία (Βερολίνο, Λιψία) και την Ιταλία (Νεάπολη, Ρώμη, Βενετία). – Σκέπτεται να παραιτηθεί από τη δημόσια υπηρεσία και να γίνει παραγγελιοδόχος, – Τρία ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην Εκλογή Νεοελληνικών Ποιημάτων του Γ.Ε. Αυλωνίτου. |
1925 (29 ετών) | Σεπτέμβριος: Τοποθετείται στο Τμήμα Κοινωνικής Υγιεινής ως Γραμματέας του Ιατροσυνεδρίου (= Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβουλίου). |
1926 (30 ετών) | Ιανουάριος: Κατάργηση του Υπουργείου Υγιεινής. – Φεβρουάριος: Τοποθετείται στη Διεύθυνση Υγιεινής του Υπουργείου Εσωτερικών. – Αύγουστος: Επανίδρυση του Υπουργείου Υγιεινής. – Οκτώβριος: Ταξιδεύει στη Ρουμανία. – Δεκέμβριος: Τοποθετείται στο Τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων. – Πρώτη Συνεργασία στην Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος. – Δύο ποιήματά του περιλαμβάνονται στην ανθολογία των Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και Π. Χάρη, Διάλογοι και ποιήματα για παιδιά. |
1927 (31 ετών) | Μάιος: Πρώτη συνεργασία με τη Νέα Εστία. Παρακολουθεί τις Δελφικές Εορτές. – Σεπτέμβριος: Δημοσιεύει το «Ιδανικοί Αυτόχειρες». – Νοέμβριος: Απολογείται για άγνωστο πειθαρχικό αδίκημα, – Δεκέμβριος: Εκδίδει το Ελεγεία και Σάτιρες. – Ο υπουργός Μιχ. Κύρκος του επιβάλλει πρόστιμο ίσο προς το ήμισυ του μισθού του. – Μετακινείται στο Τμήμα Λοιμωδών Νόσων. |
1928 (32 ετών) | Ιανουάριος: Εκλέγεται Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών. – Αποσπάται στη Νομαρχία Πατρών. – Μετέχει ενεργά στην Οικονομική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος: συνεργάζεται για τη σύνταξη, προγραμματικής προκήρυξης και στη μελέτη για σοβαρές οικονομικές περικοπές στον Κρατικό Προϋπολογισμό. – Φεβρουάριος: Δημοσιεύει το άρθρο «Ανάγκη Χρηστότητος: Το Δημοσιουπαλληλικόν Ζήτημα». – Παραιτείται από Γεν. Γραμματέας της Ε.Δ.Υ.Α. και αναλαμβάνει υπηρεσία στην Πάτρα. – Μάρτιος: Ο Μιχ. Κύρκος του επιβάλλει πρόστιμο ίσο προς τις αποδοχές του δέκα ημερών, γιατί δεν επήγε εμπρόθεσμα στην Πάτρα. – Μεταφράζει το διήγημα «Ο Χαρτοπαίκτης» του E.T.A. Χόφμαν, αρχίζοντας την επ’ αμοιβή συνεργασία του στο Περιοδικόν της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. – Απρίλιος: Ταξιδεύει στο Παρίσι για «απονενοημένες» ιατρικές εξετάσεις. – Μάιος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Πρεβέζης. – Τελειώνει τα «Αισιοδοξία» και «Όταν κατέβουμε...». – 18 Ιουνίου: Φθάνει στην Πρέβεζα, ελπίζοντας ότι ως τα τέλη του μηνός θα έχει μετατεθεί στην Αθήνα. – Καθαρογράφει έξι πεζογραφήματα, και γράφει το: «Η ζωή του» καθώς και το ποίημα «Πρέβεζα». – 21 Ιουλίου: Αφού προσπάθησε να πνιγεί στη θάλασσα, αυτοκτονεί με πιστόλι. |