Τα «καμπανάκια» χτυπούν, άραγε τα ακούει κανείς; Γιατί στο τέλος του 2020 η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση του χρέους σε όλο τον κόσμο μετά την Ισπανία όπου τα χρέη αυξάνονταν με ταχύτερο ρυθμό.
Το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα, σύμφωνα μάλιστα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εκτινάχθηκε στο τέλος του περασμένου έτους στο 213,1% του ΑΕΠ, έναντι 184,9% που ήταν στο τέλος 2019. Μάλιστα, όπως προβλέπει το ΔΝΤ, δεν πρόκειται να πέσει κάτω από το 200% πριν το τέλος του 2023.
Και πώς να υποχωρήσει άλλωστε, αφού φέτος ήδη το υπουργείο Οικονομικών έχει δαπανήσει 14 δισ. ευρώ για τη στήριξη επιχειρήσεων, νοικοκυριών και εργαζομένων, ποσό το οποίο είναι ήδη σχεδόν διπλάσιο από αυτό που προέβλεπε ο κρατικός προϋπολογισμός και η πανδημική κρίση δεν έχει τελειώσει.
Αρκεί λοιπόν μόνο να θυμηθούμε ότι όταν ξέσπασε η ελληνική οικονομική κρίση δεν ξεπερνούσε το 126,7%, ενώ το πρόβλημα για την ελληνική οικονομία γίνεται οξύτερο και με την εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους στη χρονιά τού covid-19, αφού ξεπέρασε τα 242 δισ. ευρώ, εντείνοντας την πίεση στην αγορά που αναζητά λύσεις για την επόμενη ημέρα της πανδημίας.
Είναι αξιοσημείωτο δε ότι από τα 242,6 δισ. ευρώ το μεγαλύτερο ποσό, 108,1 δισ. είναι στην εφορία, τα 37,5 δισ. ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία και 97 δισ. ευρώ σε τράπεζες και Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ενώ πιο συγκεκριμένα:
--Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ανέρχονται στα 109 δισ. ευρώ εκ των οποίων περισσότερα από 7 δισ. ευρώ δημιουργήθηκαν εντός του 2020, καταγράφοντας μείωση κατά 888,9 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ οι ετήσιες εισπράξεις επί των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών μειώθηκαν το 2020 κατά 1,2 δισ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η μείωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση των μέτρων αντιμετώπισης των επιπτώσεων του COVID-19 σε ορισμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, και ειδικότερα στην παράταση της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων οφειλών και δόσεων ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής, καθώς και στην αναστολή της είσπραξης βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών υπό προϋποθέσεις.
--Στα ασφαλιστικά ταμεία το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών ανέρχεται στα 37,5 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 124,7 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση των συνολικών οφειλών προέρχεται από τις νέες εντάξεις οφειλετών, 20.090 οφειλέτες με συνολικές οφειλές ύψους 53,1 εκατ. ευρώ, καθώς και από τη δημιουργία νέων οφειλών και την αύξηση των πρόσθετων τελών για τους οφειλέτες που είναι ήδη ενταγμένοι στο ΚΕΑΟ. Από την άλλη μεριά το τελευταίο τρίμηνο του 2020 συνεχίστηκαν οι διαγραφές οφειλών μη μισθωτών βάσει του επανυπολογισμού, όπως και οι διαγραφές, μειώσεις, συμψηφισμοί οφειλών και εκπτώσεις προσαυξήσεων λόγω ρυθμίσεων.
--Το συνολικό ποσό των «κόκκινων» δανείων προς τις τράπεζες ανέρχεται σε 58,1 δισ. και σε 38,9 δισ. ευρώ στις εγχώριες Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Αν και μέσα σε αυτό το χρέος υπάρχει και ένα μερίδιο των λεγόμενων «στρατηγικών κακοπληρωτών», δηλαδή δανειοληπτών που, ενώ μπορούν να πληρώσουν δεν πληρώνουν, η πλειονότητα αποτελείται από επιχειρήσεις και νοικοκυριά που λόγω της κρίσης αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια που έχουν λάβει.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αν και το συνολικό μέγεθος του ιδιωτικού χρέους το 2020 δεν είναι αυξημένο σε σχέση με το 2019, ωστόσο αναμένεται να επιδεινωθεί όταν θα πάψουν οι αναστολές πληρωμών, θα λήξουν μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι, πέρα από τις κινήσεις που θα πρέπει να γίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπου υπάρχουν ήδη εισηγήσεις για να δοθεί έμφαση στη στήριξη των επιχειρήσεων όταν θα λήξουν τα οριζόντια μέτρα στήριξης, ανάλογες παρεμβάσεις θα απαιτηθούν και στη χώρα μας με ορατό το ενδεχόμενο να χρειαστεί και η ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα.
Φυσικά για τους εταίρους η κατάσταση που έχει διαμορφώσει ο κορωνοϊός στην ελληνική οικονομία δεν είναι απλώς «γκρίζα», αλλά πολύ χειρότερη από αυτή, και γι' αυτό θα πρέπει άμεσα να δρομολογηθούν «διορθωτικά» μέτρα που θα αποτρέψουν να μπει η χώρα μας και πάλι στο «κάδρο» και στο «στόχαστρο» των Ευρωπαίων, αφήνοντάς τους περιθώριο στο επόμενο μετά πανδημίας βήμα να ζητούν και πάλι να εφαρμοστούν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής ή κατά το κοινώς λεγόμενο νέα μνημόνια.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η κρίση χρέους και τα νέα μνημόνια και στην Ελλάδα δεν αποτελούν μόνο θεωρητικό κίνδυνο αλλά δυνητικό, αφού δυστυχώς η χώρα ακόμη παραμένει καθηλωμένη, συντηρεί μια αδύναμη οικονομία, με σοβαρές παθογένειες, οι οποίες με οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής θα έρθουν στην επιφάνεια.
Απλά προς το παρόν βρίσκονται εκτός προσκηνίου, επειδή ο κορωνοϊός επισκίασε την οικονομική λογική και επέτρεψε τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Όταν λοιπόν η χώρα μας θα υποχρεωθεί και πάλι σε δημοσιονομική προσαρμογή και ξεκινήσουν οι δυσκολίες από την αύξηση των επιτοκίων, το ζήτημα του ΑΕΠ μπορεί να έρθει στο προσκήνιο.
Εξάλλου, και ο πρώην διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), Poul Thomsen, ο οποίος είχε ενεργή εμπλοκή στα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης χρέους και γνώστης των χρόνιων προβλημάτων των ευρωπαϊκών οικονομιών, έχει ήδη προεξοφλήσει την εφαρμογή κι άλλης νέας λιτότητας στην ευρωζώνη.
Γι' αυτό παραμένει υποστηρικτής της ανάγκης να προχωρήσει μια γενναία αναδιάρθρωση των χρεών στις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, παρ' ότι κατανοεί όπως όλοι μας γιατί οι πολιτικοί ιθύνοντες δυσκολεύονται να αποφασίσουν κάτι τέτοιο.
Ο κ. Thomsen μάλιστα προέβλεψε ότι όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα σταματήσει να παρεμβαίνει, τότε θα έρθει με βεβαιότητα ξανά στο προσκήνιο το χάσμα Βορρά και Νότου, γεγονός που θα προκαλέσει νέες μεγάλες εντάσεις στις χώρες των οποίων το χρέος θα έχει διογκωθεί επικίνδυνα.
Χώρες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, αλλά και η Ελλάδα, που θα κινδυνέψουν να βρεθούν στο ίδιο έργο θεατές.