ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Αφιέρωμα στον Τόλη Βοσκόπουλο, στις επιτυχίες του και στις γυναίκες της ζωής του
«Ήταν κάτι σαν θαύμα, δούλεψε στον κόσμο της μόδας με κανόνες οι οποίοι είχαν αξία μόνο για τους ζωγράφους, τους ποιητές και τους μουσικούς». Αυτό έχει δηλώσει ο Κοκτώ για εκείνη, ενώ στην ίδια έλεγε:
«Δεν τολμώ να πω στον κόσμο πώς ζεις, ότι σηκώνεσαι στις επτά και πέφτεις στο κρεβάτι πάντα στις εννιά, κανείς δεν θα το πίστευε. Και δεν αγαπάς τίποτε!»
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Κοκό Σανέλ έκανε παρέα με τον Ντιαγκίλεφ (ιδρυτή και σκηνοθέτη των “Ballet Russes”), τον Πικάσο, τον Στραβίνσκι και φυσικά τον Κοκτώ.
Όλοι τους αντιπροσωπεύουν το κίνημα του μοντερνισμού, ένα κίνημα που θέλει κυριολεκτικά να σπάσει τις αλυσίδες του παλιού συστήματος με καινοτομίες που δεν έχουν ξεπεραστεί ούτε στις μέρες μας.
Σήμερα, θα κάνω μια “τόσο – όσο” προσέγγιση σε μια γυναίκα που η ζωή της ήταν τουλάχιστον πολυτάραχη ενώ οι φήμες, τα σκάνδαλα, αλλά και η μεγάλη της συμβολή στο γυναικείο κίνημα, χωρίς εκείνη να δηλώνει φεμινίστρια ποτέ, την καθιέρωσαν όχι απλώς ως μία από τις πιο σημαντικές δημιουργούς του εικοστού αιώνα. Το περιοδικό ΤΙΜΕ την περιλαμβάνει ανάμεσα στις 100 σημαντικότερες προσωπικότητες του αιώνα.
Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι να συναρπάζει η συγκεκριμένη προσωπικότητα. Ο πρώτος είναι ότι καθιέρωσε τα κοντά μαλλιά, ένας δεύτερος γιατί εισέβαλε στην “καλή κοινωνία του Παρισιού” με εισιτήριο ένα μαύρο αντρικό παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο, απελευθερώνοντας τις γυναίκες που κυκλοφορούσαν “εντοιχισμένες” με κορσέδες και μακριές τουαλέτες και ένας τρίτος ότι κατόρθωσε να “διορθώσει” την κακή γυναικεία μυρωδιά, μυρωδιά που προέκυπτε όταν το πατσουλί μπερδευόταν με την οσμή του γυναικείου σώματος. Το άρωμα Chanel No5 γεννήθηκε το 1921, λανσαρίστηκε το 1923, “εγκλώβισε” την Μέριλυν Μονρό, η οποία δήλωνε ότι κοιμάται μόνο με το Chanel No5, το μπουκάλι του θεωρείται έργο τέχνης, ενώ μέχρι τις μέρες μας αποτελεί σύμβολο θηλυκότητας.
Θρυλικές φράσεις της Κοκό Σανέλ κάνουν τον γύρο του κόσμου έως σήμερα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι ακόλουθες:
«Ψάξε για την γυναίκα μέσα στο φόρεμα. Αν δεν υπάρχει γυναίκα, δεν υπάρχει φόρεμα»
«Για να είναι κανείς αναντικατάστατος, πρέπει να είναι διαφορετικός»
«Η πολυτέλεια δεν είναι το αντίθετο της φτώχειας ,αλλά της χυδαιότητας»
«Στα τριάντα της, μια γυναίκα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στον πισινό της και στο πρόσωπό της»
«Δεν κάνω μόδα, είμαι μόδα»
«Το ωραιότερο δώρο που μου χάρισε ο Θεός ήταν να μην μου επιτρέψει ν’ αγαπήσω όποιον δεν αγαπά»
«Μου αρέσει απείρως περισσότερο να δίνω από το να παίρνω. Είτε στην δουλειά, είτε στον έρωτα, είτε στην φιλία»
«Έχω διατηρήσει τον μαύρο χαρακτήρα μου σαν την καρδιά μιας χώρας που δεν συνθηκολόγησε ποτέ. Υπήρξα επαναστάτρια ως παιδί, επαναστάτρια ως ερωμένη και ως μοδίστρα ένας αληθινός σατανάς.»
«Η φύση σού δίνει το πρόσωπο που έχεις στα 20. Η ζωή διαμορφώνει το πρόσωπο που έχεις στα 30. Αλλά στα 50, έχεις το πρόσωπο που σου αξίζει.»
«Μου αρέσει να κριτικάρω, τη μέρα που θα πάψω να ασκώ κριτική η ζωή θα έχει τελειώσει για μένα.»
Η Κοκό, για μένα, ήταν και είναι πιο μπροστά και από το μέλλον, γι’ αυτό και οι πιο σύγχρονοί της σχεδιαστές όπως οι Τομ Φόρντ, Χέλμουτ Λανγκ, Μιούτσια Πράντα, Τζιλ Σάντερ, Ντονατέλλα Βερσάτσε, “πάτησαν” πάνω στις δικές της βασικές φόρμες.
Η ίδια επεδίωκε να την αντιγράφουν, καθώς αυτό το θεωρούσε ως σημάδι επιτυχίας της.
Με δεδομένο ότι έχουν γραφτεί σχεδόν τα πάντα για εκείνη και με τις πληροφορίες και τις φήμες να την θέλουν ν’ αλλάζει πολύ συχνά εραστές, αλλά και να συνεργάζεται με τους Γερμανούς σε βαθμό που την κατηγόρησαν για πράκτορα, επιχειρώ μια παρουσίαση βασισμένη τόσο σε πληροφορίες από φανερές πηγές, όσο και στο πώς περιέγραψε η ίδια η Σανέλ τη ζωή της στον Πωλ Μοράν.
Την δεκαετία του 1940 η ίδια τον προσκάλεσε, με σκοπό να δημοσιεύσει την βιογραφία της. Εκείνες οι σημειώσεις εκδόθηκαν το 1976 με τίτλο « Η αύρα της Σανέλ».
Την ονόμαζαν Γκαμπριέλ Σανέλ . Γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου του 1883. To ψευδώνυμο“Koκό” προέκυψε μετά από μια παράστασή της το 1905, στη μουσική σκηνή La Rotande μιας επαρχιακής πόλης. Εκεί τραγούδησε “Qui qu’a vu Coco, dans le Trocadero”.
Μεγαλώνει σε μια πάμφτωχη και πολυμελή οικογένεια. Ο πατέρας της, μετά τον θάνατο της μητέρας της, την παραδίδει σ’ ένα μοναστήρι – ορφανοτροφείο καλογραιών.
Διαβάστε πώς αφηγείται η ίδια στιγμές της ζωής της:
«Στα έξι μου χρόνια είμαι κιόλας μόνη. Η μητέρα μου μόλις είχε πεθάνει. Ο πατέρας μου με αποθέτει σαν φορτίο στις θείες μου και ξαναφεύγει αμέσως για μίαν Αμερική από όπου δεν θα επιστρέψει ποτέ.Ορφανή…από τότε, η λέξη αυτή πάντοτε με κάνει να παγώνω από τρόμο- ακόμη και τώρα ,αν δω να περνάει οικοτροφείο μικρών κοριτσιών κι ακούσω τη φράση “είναι ορφανές” ,μου είναι αδύνατον να μη δακρύσω.
Μισός αιώνας έχει περάσει, αλλά τριγυρισμένη από την πολυτέλεια και την ευδαιμονία των τελευταίων τυχερών ενός δυστυχισμένου κόσμου, εγώ παραμένω μόνη, ακόμη μόνη. Πιο μόνη από ποτέ. (…) Η μοναξιά σκλήρυνε το χαρακτήρα μου, που είναι κακός, σφυρηλάτησε την ψυχή μου, που είναι περήφανη, και το κορμί μου, που είναι γερό.
Σ’ όλη μου την παιδική ηλικία, στην Ωβέρν, οι θείες μου δεν έπαυαν να μου λένε : “Ποτέ δεν θα’χεις λεφτά… Να’σαι ευχαριστημένη αν σε πάρει αγρότης…”. Από μικρή είχα καταλάβει πως χωρίς χρήματα δεν είσαι τίποτε και πως με τα χρήματα μπορεί κανείς να κάνει τα πάντα. Αλλιώς, έπρεπε να εξαρτάσαι από έναν σύζυγο. Χωρίς λεφτά, θα ήμουν υποχρεωμένη να καθίσω στ’ αυγά μου, να περιμένω από κάποιον κύριο να έρθει να με πάρει. Και αν δεν ήταν της αρεσκείας μου;
Τα άλλα κορίτσια δέχονταν τη μοίρα τους, εγώ όχι. Έβραζα στο ζουμί μου απ’ την υπερηφάνεια μου. Ήταν κόλαση. Έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου :τα λεφτά, αυτό είναι το κλειδί της ελευθερίας. Οι σκέψεις αυτές ακούγονται κοινότοπες, αυτό που τους δίνει αξία είναι ότι εγώ ανακάλυψα πόσο αλήθεια είναι όταν ήμουν δώδεκα ετών. Τα λεφτά καταλήγουν να μην είναι παρά ένα σύμβολο ανεξαρτησίας. Εμένα μ’ ενδιέφεραν απλώς γιατί κολάκευαν τον εγωισμό μου.»
Μοναδική της φίλη ήταν η Μίσια Σερτ που την αγαπούσε και την θαύμαζε. Διαβάστε πώς η Κοκό αναφέρεται στην σχέση τους:
“Αυτό που αισθανόμουν ωστόσο γι’ αυτήν ήταν περισσότερο αγάπη απ’ ό,τι φιλία. Εμφανίστηκε στη ζωή μου τη στιγμή της μεγαλύτερης θλίψης μου. Η θλίψη του άλλου την τραβάει, όπως ορισμένα αρώματα τις μέλισσες… Η Μίσια μού έδωσε αμέτρητους λόγους να την αγαπήσω. Είναι πλάσμα σπάνιο, που δεν θα μπορούσε να αρέσει παρά μόνο στις γυναίκες και σε κάποιους καλλιτέχνες.”
Η ερωτική της ζωή μόνο πληκτική δεν ήταν. Ενώ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί όμορφη, είχε τόσο έντονη προσωπικότητα και στυλ που εραστές της υπήρξαν άντρες με δύναμη και εξουσία, οι οποίοι και της «άνοιξαν τις πύλες» μιας υψηλής κοινωνίας που η ίδια συνέτριψε με την δίχρωμη μπεζ – μαύρη γόβα που δημιούργησε.
Ο Μπόυ Καπέλ– μέλος της αγγλικής υψηλής κοινωνίας – όπως η ίδια αφηγείται , ήταν ο μοναδικός άντρας που αγάπησε και που ποτέ δεν ξέχασε.
Θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό που τον γνώρισε. Τον θαύμαζε για τη δυναμική του προσωπικότητα και για το ότι ξεχώριζε από τους άλλους νεαρούς της ηλικίας του. Στα τριάντα του χρόνια – ενώ οι συνομήλικοί του σπαταλούσαν την περιουσία τους- εκείνος είχε ήδη δημιουργήσει τη δική του. Η επιχειρηματική του δραστηριότητα είχε να κάνει με μεταφορές άνθρακα. Διέθετε επίσης δικό του στάβλο με άλογα για πόλο. “Ήταν ένα από τα λιοντάρια του Λονδίνου. Για μένα υπήρξε ο πατέρας μου, ο αδερφός μου, όλη μου η οικογένεια.” Κάτι άλλο που έμεινε από τα λόγια της Κοκό είναι το εξής: “Γνώρισα πολλές διασημότητες, ξεπεσμένες ή εκκολαπτόμενες. Αν μιλάω για τους διάσημους ανθρώπους δεν είναι για να συνδέσω το όνομά μου με το δικό τους, αλλά γιατί πάντοτε προτίμησα τη δική τους παρέα από όλες τις άλλες.” Φυσικά, είναι και η φράση του ποιητή Paul Valery που αγαπούσε να αναφέρει: «Μια άσχημα αρωματισμένη γυναίκα δεν έχει μέλλον.»
Αρχικά, η ίδια δεν μπορούσε ν’ αντέξει την μυρωδιά των γυναικών που ή μύριζαν άσχημα ή τα «γλυκά» αρώματα που κυκλοφορούσαν μέχρι να εφεύρει το «5» τής δημιουργούσαν αποστροφή.
Η αρχική της ιδέα ήταν να δημιουργήσει ένα άρωμα με φρέσκια μυρωδιά για να το δωρίζει στους καλούς της πελάτες.
Το πρόβλημά της ήταν να βρει έναν αρωματοποιό που θα κατόρθωνε να βρει τρόπο ώστε να διατηρηθεί η μυρωδιά από τα εσπεριδοειδή , τα οποία ναι μεν της άρεσαν πολύ, αλλά εξατμίζονταν πολύ γρήγορα.
Το 1920 πηγαίνει με τον τότε σύντροφό της, τον Μεγάλο Δούκα, Ντιμίτρι Πάβλοβιτς στην Κυανή Ακτή, όπου και γνωρίζει τον Ερνέστο Μπο έναν πολύ τολμηρό αρωματοποιό.
Ο ίδιος ο αρωματοποιός αργότερα αποκάλυψε ότι το άρωμα το συγκεκριμένο προέκυψε μέσα από τον μεγάλο πόνο που ένιωσε η Chanel, μετά τον θάνατο του μεγάλου της έρωτα , του Άγγλου επιχειρηματία και παίκτη του πόλο Άρθουρ Κάπελ. Εννέα μήνες χρειάστηκε ο δημιουργός του αρώματος για να το δημιουργήσει! Όταν τελείωσε πήγαν παρέα να φάνε σ’ ένα εστιατόριο στην Ριβιέρα. Εκείνη πήρε το άρωμα και ψέκασε το τραπεζομάντηλο. Και ο μύθος του Chanel Νο 5 ξεκίνησε...
H ίδια ήταν εξαιρετικά προληπτική. Τις επιδείξεις της τις οργάνωνε πάντα στις 5 του μηνός, τον πέμπτο μήνα.
Ή ίδια είχε αποκαλύψει ότι όταν βρισκόταν στο οικοτροφείο κάθε φορά που πήγαινε για προσευχή, περνούσε από πέντε διαφορετικά μονοπάτια, τα οποία ήταν γεμάτα από τριαντάφυλλα με πέντε πέταλα!
Στις 5 Μάη του 1921, όλοι οι καλεσμένοι που είδαν τις δημιουργίες της στο ατελιέ της πήραν φεύγοντας ως δώρο το άρωμα. Σε ελάχιστο χρόνο γίνεται περιζήτητο. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1924 εμφανίζεται στην Νέα Υόρκη η πρώτη διαφήμιση του αρώματος.
Κατά την διάρκεια του Β' παγκοσμίου Πολέμου, η Σανέλ σκέφτεται ότι κάθε Αμερικανός στρατιώτης που βρισκόταν στο Παρίσι θα μπορούσε να το προμηθεύεται δωρεάν για να το κάνει δώρο στην σύντροφό του όταν θα γύριζε στην πατρίδα. Οι στρατιώτες σχημάτιζαν ουρές έξω από το κατάστημα για να πάρουν το άρωμα.
Το 1950, πρόσωπο της διαφημιστικής καμπάνιας γίνεται η Μονρόε, για να δώσει την σκυτάλη στην Ντενέβ... Οι καλλονές διαδέχονταν ή μία την άλλη για να φτάσουμε στον Mπραντ Πιτ, που είναι και ο πρώτος άνδρας που αποτελεί το πρόσωπο της καμπάνιας για το συγκεκριμένο άρωμα.
Στην διάρκεια της κατοχής της Γαλλίας από τους Ναζί, πολλοί συμπατριώτες της την βλέπουν πολύ καχύποπτα. Φαινόταν εξαιρετικά περίεργο πώς κατά την διάρκεια της κατοχής έμενε στο φημισμένο ξενοδοχείο Ritz του Παρισιού, το οποίο είχε επιτάξει η πολεμική αεροπορία των Γερμανών και αποτελούσε τον χώρο διαμονής του Γκαίρινγκ.
Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι είχε ερωτική σχέση με Γερμανό αξιωματικό, ο οποίος ήταν πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών, ενώ είχε συναντήσει τον πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ, προσπαθώντας να βρει ένα τρόπο συνεννόησης εκείνου με τον Αδόλφο Χίτλερ.
Θα κλείσω με τα λόγια της, αυτής της αποδεδειγμένα ισχυρής προσωπικότητας:
“Αυτό που σας διηγούμαι δεν είναι διαθήκη.Θα χρειαστεί να πάω αλλού. Θα χρειαστεί να κάνω άλλα πράγματα. Είμαιπανέτοιμη να ξαναρχίσω. Θάνατος στο θάνατο! Ζήτω η ζωή! ‘Έχω ,παρόλα αυτά, μεγάλη περιέργεια για την άλλη πλευρά. Θα πάω στον παράδεισο να ντύσω πραγματικούς αγγέλους, εφόσον με τους άλλους αγγέλους πάνω στη γη έγινε η ζωή μου κόλαση…Ένας κόσμος τελειώνει, ένας άλλος έμελλε να γεννηθεί. Ήμουν εκεί- για μια ευκαιρία παρουσιαζόταν, την άδραξα. Είχαμε την ίδια ηλικία μ’αυτόν τον καινούργιο αιώνα : σε μένα λοιπόν απευθύνθηκε για να τον εκφράσω ενδυματολογικά. Χρειαζόταν απλότητα, άνεση, καθαρότητα στις γραμμές: κι όλα αυτά του τα προσέφερα – εν αγνοία μου .Οι πραγματικές επιτυχίες έρχονται μοιραία…”
Η Κοκό Σανέλ «έφυγε» μόνη στη Λοζάνη της Ελβετίας το 1971.
Τυπικά «έφυγε», ουσιαστικά η αύρα της βρίσκεται παντού όπου κυριαρχεί το στυλ και η κομψότητα, οι σαγηνευτικές μυρωδιές και η αυθόρμητη θηλυκότητα, εκεί που το μαύρο και το λευκό και το μπεζ της άμμου ενώνονται...
Αν κάποιος εκτός από τον Θεό σχεδίαζε τις Κυκλάδες, η υπογραφή θα ήταν... Chanel.
Με λίγες κουβέντες, να τι έκανε στη ζωή της αυτή η σπουδαία σχεδιάστρια μόδας, αλλά και κάτι παραπάνω:
To 1909, ανοίγει ένα κατάστημα με καπέλα ακριβώς από το διαμέρισμα του εραστή της βαρόνου Ετιέν Μπαλσάν,ο οποίος επιχειρούσε στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας.
Καθορίζει την μόδα τόσο την δεκαετία του 1920 , όπως και την δεκαετία του 1950.
«Ντύνει» τις γυναίκες αντρικά.
Δημιουργεί το πιο απαραίτητο αξεσουάρ στην γυναικεία ντουλάπα: το μικρό, μαύρο φόρεμα.
Απογειώνει το μπεζ , το λευκό και το μαύρο. Μπλέκει αληθινά κοσμήματα με «ψεύτικα».
Δημιουργεί μπλούζες και σακάκια χωρίς γιακά.
Λανσάρει τα jersey ταγιέρ και φορέματα.
Απογειώνει τα τουίντ ταγέρ.
Το καπιτονέ είναι το αγαπημένο της υλικό για τις τσάντες με την αλυσίδα.
Πάντα ελαφρώς μελαγχολική, φανερά καυστική, πρωτότυπη, αλλιώτικη. Ίσως, γι' αυτό, σχεδόν πάντα, φωτογραφιζόταν με ένα τσιγάρο στο στόμα...